Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Γιάννης Παλαβός

Το άλλο σπίτι

Για τη μετάφραση, όπως και για τη συγγραφή, μιλάμε καλύτερα με μεταφορές. Ας καταβάλω, λοιπόν, κι εγώ τον οβολό μου: μεταφράζω θα πει μπαίνω νύχτα σε ξένο σπίτι· το σπίτι δεν έχει ηλεκτρικό και το μοναδικό φως είναι ο φακός μου· το σπίτι είναι τρίπατο, ψηλοτάβανο, όλο διαδρόμους και σκάλες και καταπακτές· δειλά στην αρχή, ψηλαφητά και δοκιμάζοντας με το πόδι το πάτωμα –παραβιάζοντας κάποια πόρτα εδώ, σκοντάφτοντας σε μια ξεχασμένη καρέκλα εκεί, χτυπώντας παραπέρα τον αγκώνα σ’ ένα μισάνοιχτο παράθυρο–, εξερευνώ τα δωμάτια απ’ τη σοφίτα μέχρι το κελάρι· πασχίζω, μες στο σκοτάδι, να προσανατολιστώ, να γνωρίσω το σπίτι σαν να ήταν δικό μου· ακροπατώντας απ’ το σαλόνι στην κουζίνα κι από κει στο υπόγειο, κι ενώ ρουφάω τις μυρωδιές και σκαλίζω τα ράφια και τους δερματόδετους τόμους και τα ντουλάπια του ιδιοκτήτη, σχεδιάζω, με τον φακό στο στόμα, την κάτοψη του σπιτιού στο τετράδιό μου. Αφού αποτυπώσω καθετί που είμαι σε θέση να αντιληφθώ, ακόμα και τη μικρότερη γωνιά και κόγχη –και ασφαλώς δεν αρκεί μία νύχτα–, παίρνω την κάτοψη και τις μυρωδιές και ό,τι αίσθηση μου άφησαν οι επισκέψεις και πάω λίγο πιο πέρα, στο πατρογονικό μου οικόπεδο, και πιάνω να χτίζω το σπίτι απ’ την αρχή. Και το σηκώνω με τα ίδια μου τα χέρια τούβλο τούβλο, αγοράζω τις ίδιες πολυθρόνες και ξετρυπώνω απ’ τα παλιατζίδικα τους ίδιους τόμους και διπλώνω στα συρτάρια τα ίδια πουκάμισα που τα πλένω με το ίδιο απορρυπαντικό. Μόνο που, όταν μετά από καιρό και κόπο –μετά από πολύ καιρό και πολύ κόπο– τελειώσω το χτίσιμο και ξεφυσήσω από ανακούφιση και βγω στον δρόμο και κοιτάξω από μακριά τα δυο σπίτια, συνειδητοποιώ αυτό που υποψιαζόμουν –δεν υποψιαζόμουν: το ήξερα– εξαρχής: ότι τα σπίτια, παρότι χτίστηκαν με βάση τα ίδια σχέδια, έχουν μικρές, μπορεί και μόλις αισθητές αλλά κρίσιμες διαφορές, και κυρίως διαφέρουν ως προς το ότι τα οικόπεδα όπου χτίστηκαν έχουν διαφορετική κλίση και διαφορετικό προσανατολισμό και ποτίζονται από άλλες υπόγειες φλέβες. Κι έπειτα, αφού σταθώ λιγάκι και μελετήσω τον κόπο μου, παρατηρώ ότι εκείνο το παντζούρι γέρνει και ο κισσός που στεφανώνει την πλαϊνή είσοδο είναι ελαφρώς μαραμένος και πώς μου ήρθε να βάψω την κουπαστή μ’ αυτή τη μεταλλική απόχρωση, μα δεν είδα ότι τα κάγκελα του πρώτου σπιτιού είναι σχεδόν μαύρα; Και απελπίζομαι και μου ’ρχεται να το γκρεμίσω αυτό το άλλο σπίτι, αλλά προτού προλάβω, καταφτάνουν οι πρώτοι ενοικιαστές και το περιεργάζονται και κοντοστέκονται στο σκαλί και ξεκλειδώνουν την πόρτα –πού βρήκαν τα κλειδιά;– κι ανοίγουν από μέσα τα παραθυρόφυλλα και το κατοικούν. Και τελικά, παρά τους κάλους στα χέρια και παρά τις κακοτεχνίες που δεν μπόρεσα να αποφύγω, χαίρομαι. Και καμιά φορά, όταν αγαπώ πολύ το πρώτο σπίτι, αυτό που εντός του τρύπωσα σαν κλέφτης και τόσες νύχτες περιδιάβαζα και αποτύπωνα και οσμιζόμουν και κουτουλούσα στους τοίχους του, τότε, καμιά φορά, καμαρώνω λες και δεν είμαι ο κατασκευαστής του άλλου σπιτιού αλλά του αρχικού, αυτού που υψώνεται στο δικό του οικόπεδο ακλόνητο και επιβλητικό –κι ας πρόκειται για πλίνθινη καλύβα χτισμένη πριν από διακόσια χρόνια.

Γιατί τα λέω αυτά; Γιατί η μετάφραση, και όχι μόνο όταν καταπιανόμαστε με απαιτητικά κείμενα, είναι εργόχειρο, παζλ χιλίων κομματιών, πελούζα φυτεμένη χορταράκι το χορταράκι, πιασμένος αυχένας και αγωνία. Κι αυτό δεν εκτιμάται παρά από τους μάλλον λίγους μυημένους αναγνώστες. Για τους περισσότερους, ο μεταφραστής είναι κάποιος που τον θυμούνται μόνο όταν σκοντάψουν σε κάποια αβλεψία –οι κακοτεχνίες που λέγαμε– που, αναπόφευκτα, θα παρεισφρήσει στο αποτέλεσμα. Να προσθέσουμε ότι πρόκειται για δουλειά που για να γίνει σωστά χρειάζεται πολύ χρόνο, ο οποίος σπανίως προσφέρεται και, επί της ουσίας, όσο και να σε πληρώσουν, δεν πληρώνεται αρκετά, ενώ οι αμοιβές που συνήθως δίνονται είναι ούτως ή άλλως χαμηλές. Χαμηλές δεν τις αισθάνεσαι μόνο αν δεν πολυσκοτίζεσαι που το νέο σπίτι έχει κάνα δωματιάκι λιγότερο ή που η κορνίζα στο χολ είναι πλαστική αντί για γύψινη.

Συνεπώς: τρέφω μεγάλο σεβασμό για τους επαγγελματίες μεταφραστές –ιδιαίτερα εκείνους των οποίων την ευαισθησία και τη μαστοριά βλέπεις ανάγλυφα στο μεταφρασμένο κείμενο– και ζηλεύω το κουράγιο τους. Προσωπικά, ωστόσο, δηλώνω ερασιτέχνης και, όσο έχω τη δυνατότητα να βιοπορίζομαι από αλλού, σκοπεύω να παραμείνω. Θέλω να συνεχίσω να μεταφράζω όπως μετέφραζα έως τώρα, δηλαδή αριστοκρατικά: να μεταφράζω ό,τι με γοητεύει, κείμενα που ανακαλύπτω λίγο πολύ τυχαία, καθώς τα αναγνώσματά μου, τα ενδιαφέροντα και το ένστικτο με φέρνουν στο κατώφλι τους. Και να τα προτείνω κατόπιν στους εκδότες. Έχω την αυτοπεποίθηση ότι, επειδή πρόκειται για κείμενα που αγαπώ και δεν αμφιβάλλω για την αξία τους, κάποιος θα βρεθεί να τα αναλάβει. Και, πραγματικά, αν δεν αγαπάς ένα κείμενο, δεν είμαι σίγουρος ποιος ο λόγος, εφόσον δεν βιοπορίζεσαι από τη μετάφραση, να τραβήξεις αυτό το κουπί για τόσο μεγάλο διάστημα, για λίγα χρήματα, κι επιπλέον το 90% των αναγνωστών να μην προσέχει καν το όνομά σου και κάποιος κακεντρεχής που δεν έχει πιάσει ποτέ πινέλο να σηκώνει ειρωνικά το φρύδι επειδή στο μπάνιο, ενώ έβαφες άυπνος δέκα ώρες σερί, σου ξέφυγε ένα σημείο κάτω απ’ τον νιπτήρα.

Τόσο ως αναγνώστη όσο και ως συγγραφέα –άραγε εδώ έπρεπε να γράψω «σαν»;– η μετάφραση μου προσφέρει πολλά: ασκούμαι να διαβάζω βαθύτερα ένα κείμενο, ακονίζω τα γλωσσικά μου εργαλεία, μελετώ τις τεχνικές συγγραφέων πρώτης γραμμής και, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε όχι, προσπαθώ κάτι απ’ τον τρόπο τους να ενσωματώσω στα δικά μου γραπτά. Όλ’ αυτά είναι αλήθεια, κι επιπλέον έχω την ικανοποίηση ότι μεταφέρω στα ελληνικά κείμενα που θεωρώ πως έλειπαν από τη γλώσσα μας, και την υπερηφάνεια ότι μεταφέρθηκαν χάρη στη δική μου πρωτοβουλία και στον δικό μου ιδρώτα. Μια που ό,τι έχω μεταφράσει –και δεν αναφέρομαι μόνο στα βιβλία, αλλά και σε κείμενα που δημοσιεύτηκαν στις σελίδες λογοτεχνικών περιοδικών– υπήρξε δική μου επιλογή, αυτή την ικανοποίηση και την υπερηφάνεια τη νιώθω για όλες μου τις μεταφράσεις. Ίσως πάλι, ανάμεσά τους, να αισθάνομαι λίγο πιο κοντά μου τα διηγήματα του Ουάλλας Στέγκνερ που εκδόθηκαν πρόπερσι (Το τραγούδι της σάλπιγγας, εκδ. Gutenberg). Μα τελικά, όταν σκέφτομαι τη μετάφραση, δυο επιρρήματα κυρίως νιώθω πως συνοψίζουν τη σχέση μου μαζί της: δύσκολα και αριστοκρατικά.

Κύλιση στην κορυφή