Σχέδιο: Εδουάρδος Σακαγιάν

Κώστας Βραχνός

Το μη χείρον

There is a yes without a question,/ there is assent founded on ignorance – Derek Walcott

Το πόσο αποσυνδεδεμένοι ή αποκομμένοι ζούμε από το Μυστήριο (του Είναι), πόσο δηλαδή δεν ζούμε την ύπαρξη ως υπέρτατο θαύμα, ως συνταρακτικό γεγονός μη αναγώγιμο σε επαρκή ερμηνεία, μα προπαντός ως οριακή κατάσταση ανάγκης, αδυναμίας και ασημαντότητας, διαφαίνεται με γλαφυρό τρόπο στο μέγεθος της κατάπληξης που μας κυριεύει –πόσω μάλλον της δυσανασχέτησης, του θυμού, της αποκαρδίωσης– όταν επισυμβαίνει κάτι που δεν έχουμε συγκαταλέξει μεταξύ των διαχειρίσιμων δυνατοτήτων της εγκόσμιας δοκιμασίας. Αν και η επίγνωση της άγνωστης πραγματικότητας αποτελεί αξιωματική αφετηρία και αναφορά του επιστημονικού πνεύματος και κάθε επιμέρους επιστήμης, ο ατομικός και κοινωνικός ανθρώπινος βίος, ο οποίος έχει οργανωθεί ιστορικά πάνω σε αυτή την οντολογική βάση, αντιμετωπίζει το άγνωστο ως κάτι αφύσικο, ανοίκειο, προβληματικό, δυσάρεστο, απειλητικό και εχθρικό. Στην ουσία, εμφανίζει την αντιφατική στάση να αιφνιδιάζεται από κάτι που υποτίθεται πως παραδέχεται ότι δεν ελέγχει ούτε μπορεί να αποκλείσει. Κατά βάθος, ωστόσο, η εν λόγω αντίφαση αναδεικνύει την κοσμοϊστορικής σημασίας αυτονόμηση/αυτομόληση του επιστητού από την επιστήμη και της επιστήμης από τη μεταφυσική, εξέλιξη η οποία αποδεικνύει τελικά πως μόνο μια επιλήσμων συνείδηση μπορεί να εγγυηθεί ώς κάποιο σημείο την ομαλή ψυχοκοινωνική επιβίωση του είδους. Με άλλα λόγια, ένας στοιχειώδης βαθμός υπαρξιακής συμφιλίωσης με το άγνωστο θεωρείται απαραίτητος προκειμένου να επιτευχθεί και να διασφαλιστεί η προσαρμογή σε αυτό, προκειμένου αυτό να μην προξενεί εκείνη τη ριζική και μόνιμη αίσθηση κλονισμού και απορίας που χαρακτηρίζει το μεταφυσικό ένστικτο, και της οποίας η αδιάλειπτη παρουσία θα καθιστούσε τον βίο πρακτικώς αβίωτο, υπονομεύοντας την ανεξιχνίαστη ορμή ευμενούς συνέχειας. Παρ’ όλα αυτά, η ατροφία των μεταφυσικών αντανακλαστικών δεν είναι ποτέ πλήρης και η ενσωμάτωση στο εκάστοτε «α-μεταφυσικό» Υπάρχειν δεν είναι ποτέ παντελής, ήτοι ανώδυνη. Ο άνθρωπος, όσο και να προσπαθεί, αδυνατεί να περιπέσει στην κατάσταση της τέλειας εξωτερικότητας, να απαλλαγεί δηλαδή ολωσδιόλου απ’ την ένταση ενότητα/ολότητα-ταυτότητα/ετερότητα που γεννά τον πόνο και τη συνείδηση. Έτσι, ακόμα και στην πιο ακραία αλλοτρίωσή του, εκεί που η αυτοαναφορικότητα και τα αντιληπτικά μέσα φτάνουν στο ναδίρ του απλού βιολογικού αυτοματισμού, δεν παύει ποτέ να δοκιμάζει ένα διαισθητικό ελάχιστο στέρησης κι ανεπάρκειας. Αυτή η δυσφορία ατελούς ενσωμάτωσης συνιστά το ειδοποιό χαρακτηριστικό του, θησαυρό μαζί και καταδίκη. Από την άλλη, ίσως όλη η εν λόγω ανακολουθία ή εγγενής δυσλειτουργία να φωνάζει σε ώτα μη ακουόντων ότι η μακαριότητα αποτελεί αίτημα που επιχειρεί να παρακάμψει υπεροπτικά εκείνο της πρωτογενούς προσαρμογής εξού και ουδέποτε ικανοποιείται.

Η παραπάνω, λοιπόν, βιωματική αποσύνδεση ή αποκοπή απ’ το Μυστήριο επ’ ουδενί ισοδυναμεί με μεταφυσική αποσύνδεση ή αποκοπή εν γένει απ’ το Μυστήριο –πράγμα αδύνατον. Καίτοι απωθώντας ή λησμονώντας σε επίπεδο συνειδησιακής ευαισθησίας τους περιορισμούς του Είναι, το αποσυνδεδεμένο ή αποκομμένο απ’ το Μυστήριο ον βρίσκεται πάντοτε στην καρδιά του εκάστοτε Μυστηρίου του Είναι, βιώνοντας αναλογικώς στο πετσί του την αλγεινή αντίσταση του κόσμου. Όσο κι αν η επιστημονική γνώση έχει φτάσει σε κλίμακες αδιανόητες ακόμα και για την ίδια την επιστήμη, ο κόσμος παραμένει πάντοτε ουσιωδώς απρόβλεπτος, όχι μόνο από άποψη μη ανακάλυψης νέων επικρατειών ή φαινομένων αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά την ανυπολόγιστη συνδυαστική και στατιστική των δεδομένων της φαινομενικά ελεγχόμενης ζωής. Ειρήσθω εν παρόδω, ισοδύναμη ένδειξη αποσύνδεσης ή αποκοπής από το Μυστήριο αποτελεί επίσης η απάθεια μπροστά στην εξοικείωση με το Αίνιγμα που μας περιβάλλει και μας διαπερνά.  

Η φυσική αποδυνάμωση και η μεθοδική φιλοσοφική απονομιμοποίηση του μεταφυσικού φίλτρου συνετέλεσε ώστε το σοκ του υπάρχειν στον κόσμο και η ισομερής υποστασιοποίηση του Μυστηρίου στο οτιδήποτε να αντικατασταθούν από τον τρόμο του απρόβλεπτου και την αποσπασματική δαιμονοποίηση του τρομερού. Η άμβλυνση του μεταφυσικού αισθητηρίου συνέτεινε σε μια κεφαλαιώδη λήθη, ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν, αφού η εμβέλεια της εποπτείας μόνο κατ’ αυθαίρετον αναλογίαν συμπίπτει με εκείνη του εποπτευόμενου. Και μπορούν να συμβούν μέσα και ανάμεσα στα στοιχεία που θεωρούμε ελεγχόμενα, καθώς το οικείο, το εγγύς, το σύνηθες ουδέποτε χάνουν τον ουσιωδώς αινιγματικό πυρήνα τους, απεναντίας, τον περισώζουν διά του παραδόξου της δήθεν εξοικείωσης. Άλλωστε, όπως κι αν είχε ο κόσμος, θα μας φάνταζε εξίσου πραγματικός ή μη πραγματικός, εξωφρενικός, φαντασμαγορικός, ηδύς, ανώδυνος ή επώδυνος. «Ο γκρινιάρης γκρινιάζει και στον Παράδεισο» παρατήρησε σωστά ο Henry David Thoreau. Από την άλλη, για να θυμηθούμε μια φράση του μεγάλου Γερμανού Ινδολόγου Heinrich Zimmer: «Πουθενά δεν είπανε στον άνθρωπο ότι η ζωή του οφείλει να είναι υποφερτή». Αλήθεια, πότε ο επίγειος βίος υπήρξε τόσο εδεμικός ώστε η οποιαδήποτε σοβαρή διατάραξη της κανονικότητάς του ν’ αποτελεί αναντίρρητη ανωμαλία; Έχουμε άραγε συναίσθηση του απόλυτου παραλογισμού της αξίωσής μας για άμεση κατανόηση, τάξη, ησυχία, δικαίωση; Της ίδιας πηγής στρέβλωση είναι αυτή που συναντούμε στην εξωφρενική απαίτηση/επιταγή για πολιτικο-οικονομικο-κοινωνική τελειότητα, την οποία επικαλούνται οι απανταχού ποικίλοι ουτοπιστές, ωσάν η συντεταγμένη σε κοινωνία συμβίωση να υπήρξε ποτέ ομαλή, ειρηνική, δίκαιη, αμέριμνη, ωσάν κάποτε σύσσωμη η ανθρωπότητα να ευδαιμονούσε και να ευημερούσε, κι εμείς να καλούμαστε να την αποκαταστήσουμε ως τέτοια.

Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που εξασθενεί ή εκτοπίζεται η μεταφυσική διάσταση της ύπαρξης και αναβιώνει επιπόλαια η φαντασίωση του χαμένου ή κρυμμένου Παράδεισου, τίθεται εκποδών όχι μόνο το ενδεχόμενο της κόλασης αλλά και η συμβολική σπουδαιότητα του μύθου της, με την αδιανόητη αιτιολογία ότι πρόκειται για πονηρό ή αφελές φαντασιοκόπημα ή απλώς για ανούσιο και μαζοχιστικό μη τόπο. Όμως, ακόμα και στην αντιπνευματική και αντιμεταφυσική εποχή μας δύναται να αναδυθεί και να αξιοποιηθεί η αβυσσαλέα συμβολική του ασβέστου πυρός. Αφήνοντας στην άκρη κάθε πιθανοκρατική δυνατότητα, μεταφυσικώς μη αποκλειόμενη, η ύπαρξη μιας παράλληλης πραγματικότητας, όπου επικρατούν αιωνίως και αμετακλήτως οι χείριστες δυνατές συνθήκες συνείδησης και διαβίωσης, θα μπορούσε να υπενθυμίζει εκτός απ’ το ότι αυτό που ζούμε δεν είναι το παν, ότι το συγκεκριμένο παν ακόμα και στις αρνητικότερες εκφάνσεις του δεν είναι το κάκιστο, ότι υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα του έτι χείρονος. Παράλληλα, η υπόθεση ότι ο πολύμορφος πόνος ενέχει ή διανοίγει προς την οντολογικο-μεταφυσική γνώση δεν συνιστά παρά ευσεβή πόθο. Μπορεί πονώντας να μη μαθαίνουμε παρά ότι η ζωή είναι πόνος ή περιέχει πόνο. Διότι, όπως σημειώνει ο Κάφκα στο ημερολόγιό του: «…κανείς ποτέ δεν ξέρει αν η απελπισία που νιώθει είναι δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη». Επίσης, αγνοεί αν μετά ή παραδίπλα τον περιμένει μια απελπισία ακόμα μεγαλύτερη ή άλλης μορφής.

Αντί να εκτρέφονται με την πεποίθηση καταπίεσης και αδίκησης, οι νέες γενιές θνητών καλό είναι να διαπλάθονται πρωτίστως με εκείνο το θεολογικό αίσθημα προνομίου και ευχαριστίας που χάθηκε σχεδόν ολότελα μες στους δικαιωματιστικούς και άπληστους καιρούς μας. Προνομίου ότι ήρθαν στον κόσμο, στην καρδιά ενός Θαύματος, σε ένα σώμα που παρά τα προβλήματα και τις ατέλειές του παραμένει θαυμάσιο και λειτουργικό, και σε μια γωνιά της γης που παρά τις παθογένειές της παραμένει «παράδεισος» σε σχέση με άλλες εποχές ή τις περισσότερες περιοχές του πλανήτη ή τα ζοφερότερα σενάρια για το μέλλον. Και ευχαριστίας που αυτό το Θαύμα δεν εκτρέπεται μέχρι στιγμής σε εφιάλτη, ενώ άνετα θα μπορούσε. Η βαθιά ευγνωμοσύνη εν προκειμένω δύναται να επιβάλει στο άτομο και τον λαό ένα αδιανόητο αίσθημα χρέους τόσο συντήρησης για ό,τι έχει καλώς όσο και συνεισφοράς στον αγώνα των άλλων υπέρ του καλού. Τώρα, στις άτυχες γενιές που καταφθάνουν nolis volis σε σώματα ή περιβάλλοντα ομολογουμένως άθλια πέφτει το ενίοτε αβάσταχτο βάρος προσπάθειας για επιβίωση, δικαιοσύνη, βελτίωση ή μεταμόρφωση. Εδώ προσκρούουμε στο πρόβλημα του κακού και της θεοδικίας, για τα οποία ούτε ο πλέον αρμόδιος, οι μεγάλες θρησκείες, φαίνεται να διαθέτουν μια αρκούντως πειστική θεωρία/θεραπεία. Ας κλείσουμε αυτές τις πρόχειρες και σκόρπιες σημειώσεις με τα σοφά λόγια ενός φιλοσόφου που συνέβαλε όσο λίγοι όχι στην κατάργηση της μεταφυσικής αλλά στην επαναφορά της στον φυσικό της χώρο, την αληθινή άγνοια:«Έχουμε τοποθετηθεί σε αυτόν τον κόσμο, σαν σε ένα μεγάλο θέατρο, όπου η πραγματική προέλευση και οι αιτίες κάθε γεγονότος είναι εντελώς κρυμμένες από μας και δεν διαθέτουμε αρκετή σοφία για να προβλέψουμε ούτε δύναμη για να εμποδίσουμε εκείνες τις συμφορές από τις οποίες απειλούμαστε διαρκώς» (David Hume).

Κύλιση στην κορυφή