Το φίλτρο της βρύσης είχε διαρροή και σκέφτηκα προτού το στείλουμε στην εταιρία, γιατί ήταν καινούργιο, να βάλω πρώτα λίγο μονωτικό, μπας και λύσω το πρόβλημα. Είναι φίλτρο εξωτερικό, παίρνει δηλαδή το νερό από τη βρύση και μέσα από έναν σωλήνα εύκαμπτο, πλαστικό, το περνάει μέσα από το φίλτρο, το οποίο είναι κλεισμένο μέσα σε πλαστικό περίβλημα. Το περίβλημα αποτελείται από δυο κομμάτια, το καπάκι και τη βάση. Από το κενό ανάμεσα στη βάση και το καπάκι έτρεχε το νερό. Αρχικά σκέφτηκα να πάω στο κατάστημα κάτω στη λίμνη, όμως μετά αποφάσισα να πάω σ’ εκείνο το εξειδικευμένο. Δεν ήθελα βέβαια κάτι το τόσο ειδικό, ένα καρούλι είναι με μια ταινία ελαστική, λευκή, με την οποία μονώνεις.
Ο λόγος που με οδήγησε στο κατάστημα αυτό ήταν και η συμπάθεια. Ήθελα να δω τον άνθρωπο που είχε το κατάστημα, πώς βρισκόταν μετά τη συμφορά που τον βρήκε. Όταν ήμασταν διακοπές μάθαμε ότι αυτοκτόνησε ο γιος του. Ο γιος του εξυπηρετούσε τους πελάτες στο μαγαζί, ο πατέρας καθόταν στο γραφείο, συνήθως είχε παρέα κανέναν ηλικιωμένο φίλο ή γνωστό και παρείχε την εμπειρία του στον γιο του άμα κάτι δεν το ήξερε. Όμως με τα χρόνια όλο και πιο σπάνια τον ρωτούσε για κάτι ο γιος. Ήταν ένα μελαχρινό καλοσυνάτο παιδί, εξυπηρετικό και ευγενικό, αν και κάπως ψυχρό. Φορούσε γυαλιά με ασημένιο σκελετό και είχε ελαφρύ στραβισμό. Το σημείο που βρισκόταν το μαγαζί ήταν δύσκολο για παρκάρισμα, όμως εν μέσω της πανδημίας αυτό ήταν ένα πρόβλημα που είχε λυθεί. Πάρκαρα λίγο πιο πάνω, ο δρόμος ήταν ο πιο ανηφορικός της πόλης, κι άρχισα να κατεβαίνω. Όταν μπήκα στο μαγαζί δεν είδα κανέναν. Προχώρησα και στάθηκα πλάι στο γραφείο. Έπειτα από λίγο έκανα ελάχιστα μπρος και κοίταξα σε ένα λιλιπούτιο δωμάτιο αμέσως μετά το γραφείο. Δεν ήταν μέσα κανείς. Τα φώτα του υπογείου, απ’ όπου ο αυτόχειρας έφερνε κάποιο εμπόρευμα που δεν το βαστούσε πάνω, ήταν αναμμένα. Ακούστηκαν βήματα, αργά, και σαν να σέρνονταν. Είδα το λευκό κεφάλι του πατέρα να προβάλλει. Ανέβαινε με δυσκολία κι όταν έφτασε με ρώτησε τι ήθελα, μαραμένος, θαρρείς κι ήταν κει κάτω θαμμένος ο γιος του. Σε κάτι ράφια αριστερά μας ήταν τα καρούλια, πήρε ένα και μου το ’δωσε. Τον ρώτησα τι όφειλα. Πενήντα λεπτά, είπε. Δεν είχα ψιλά και τον ρώτησα αν μπορώ να πληρώσω με κάρτα. Δεν πειράζει, φύγε μου είπε. Ευχαριστώ, του είπα, την άλλη φορά. Την άλλη φορά είπε κι αυτός.
Μόλις γύρισα στο σπίτι ξεβίδωσα το καπάκι κι άρχισα να τυλίγω την ταινία του τεφλόν στη βάση του, προσέχοντας να μην καλύψω τις στροφές του βιδώματος. Έπειτα το βίδωνα και άνοιγα τη βρύση. Το ξεβίδωνα πάλι και τύλιγα κι άλλο, ήταν τόσο λεπτό που και τις στροφές να κάλυπτα δεν θα δημιουργούνταν πρόβλημα. Συμπλήρωνα στο σημείο που δεν υπήρχαν στροφές, αλλά τύλιξα και πάνω τους, σαν μια τελευταία λύση, κι έπειτα το βίδωσα. Άνοιξα τη βρύση. Ό,τι και να ’κανα δάκρυζε πάλι.