Η πολιτική οικολογία μπροστά στις σύγχρονες προκλήσεις
Μετά από μια σειρά ακραίων καιρικών φαινομένων, με αποκορύφωμα την πανδημική συνθήκη του Covid-19 και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχουμε αρχίσει να κάνουμε λόγο για την επιστροφή της ιστορίας, της πολιτικής και του κράτους, δηλαδή όλων εκείνων των στοιχείων που ο δυτικός κόσμος είχε ξεχάσει για μερικές δεκαετίες εξαιτίας του τέλους του Ψυχρού Πολέμου και της αναζήτησης της ατομικής καταναλωτικής ευδαιμονίας που το συνόδευσε. Η επιστροφή τους ήρθε να ταράξει τις συντεταγμένες της Ευρώπης και ενός κόσμου που βούλιαζε στη στασιμότητα, αλλά πλέον καλείται να υπερβεί μια σειρά αδιεξόδων που συνάντησε μετά από μια δεκαπενταετία αλλεπάλληλων κρίσεων. Σε μια αποφασιστική στιγμή για την Ευρώπη, όπου έχει να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές συνέπειες του άδικου πολέμου, όπου αναζητά τη θέση της σε έναν κόσμο αυταρχικών καθεστώτων, την ώρα που βιώνει την κρίση αναπαραγωγής του καπιταλισμού λόγω της εγκατάλειψης των ορυκτών καυσίμων και την κρίση νομιμοποίησης των φιλελεύθερων δημοκρατιών λόγω των πολλαπλών εσωτερικών συγκρούσεων, ποια είναι η στάση της πολιτικής οικολογίας μπροστά στα βασικά ζητήματα που έχουν προκύψει;
Στο πλαίσιο ενός κειμένου δεν μπορεί να καλυφθεί ολόκληρη η βεντάλια των προβλημάτων που απασχολούν την πολιτική οικολογία τόσο στη μεγάλη κλίμακα της διεθνούς πολιτικής όσο και στην εκάστοτε μικρή κλίμακα του κάθε τόπου ξεχωριστά, αλλά μπορούν να θιχτούν ορισμένες καίριες συζητήσεις που απασχολούν τον χώρο τη δεδομένη χρονική στιγμή. Για να συμβεί όμως αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για την πολιτική οικολογία σαν να αποτελεί μία και αδιαίρετη δύναμη, στο εσωτερικό της οποίας δεν υφίστανται διαφοροποιήσεις, αντίθετα υπάρχουν πολλοί τρόποι κατηγοριοποίησης, οι οποίοι διεκδικούν όλοι μια δόση αλήθειας [1]. Σε αυτό το κείμενο επιλέξαμε την ταξινόμηση του φιλοσόφου Charbonnier, ο οποίος διέκρινε τις κουλτούρες της πολιτικής οικολογίας, δηλαδή όλων εκείνων των κινημάτων, των κομμάτων και των προσώπων που αναγνωρίζουν ότι οι στόχοι της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας του πλανήτη και η βελτίωση της ποιότητας ζωής κάθε έμβιου όντος διαμεσολαβούνται από συσχετισμούς δυνάμεων, συγκρούσεις συμφερόντων, θεσμικές διαδικασίες και πολιτικές αποφάσεις. Ο Charbonnier διακρίνει ως τις τρεις βασικές «φυλές» (tribes) της πολιτικής οικολογίας την πράσινη σοσιαλδημοκρατία, τις τεχνοκρατικές ελίτ και τη ριζική κριτική στη νεωτερικότητα, η οποία άλλοτε παίρνει χειραφετητική και άλλοτε αντιδραστική κατεύθυνση [2].
Όταν κάνουμε λόγο για πράσινη σοσιαλδημοκρατία εννοούμε εκείνη την τάση που θέτει ως υποκείμενο της δράσης τα κράτη, προκρίνει διαφορετικές εκδοχές του Green New Deal και εστιάζει στις δημόσιες επενδύσεις, ακόμα και στις κρατικοποιήσεις. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η συγκεκριμένη πολιτική δύναμη αντιλαμβάνεται την ενεργειακή μετάβαση ως ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς αποτελεί μια σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της σχέσης του κοινωνικού και του οικολογικού προβλήματος, η οποία προσπαθεί να αποδώσει ταυτόχρονα κλιματική και κοινωνική δικαιοσύνη, δίνοντας έμφαση στην καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας και των άνισων συνεπειών της κλιματικής κρίσης. Χαρακτηριστικό στοιχείο της συγκεκριμένης προσέγγισης είναι ο ήπιος κρατισμός, αλλά και η έμφαση στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια συνεργασία μέσω της ΕΕ, των κρατών και των Διεθνών Οργανισμών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Μια τέτοια τάση, η οποία τοποθετείται στον ορίζοντα της διόρθωσης του καπιταλισμού, φαίνεται να κυριαρχεί πλέον στα περισσότερα Πράσινα Κόμματα, τα οποία παρουσιάζουν μια τεράστια άνοδο στα ποσοστά τους τα τελευταία χρόνια, ενώ γενικότερα παρατηρείται μια προσπάθεια των πράσινων κινημάτων και διάφορων άλλων σχετικών φορέων να προσεγγίσουν και να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα τα οικονομικά και τα οικολογικά προβλήματα της συγκυρίας, στη βάση ενός κοινωνικο-οικολογικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Μια άλλη τάση που παραμένει ισχυρή, αλλά έχει χάσει το κύρος που κατείχε τις παλαιότερες δεκαετίες ονομάζεται από τον συγγραφέα ως «τεχνοκρατική ελίτ». Στην εν λόγω κουλτούρα θα συναντήσει κανείς ιδέες της αειφόρου και πράσινης ανάπτυξης ή του πράσινου καπιταλισμού. Το υποκείμενο της δράσης είναι κυρίως οι επιστήμονες και οι ειδικοί, αλλά και όσοι δραστηριοποιούνται στο πεδίο των ΜΚΟ και του εθελοντισμού. Η έμφαση εδώ δίνεται στη δυνατότητα των ειδικών να συμβουλεύουν τις κυβερνήσεις να προβαίνουν σε επιμέρους μεταρρυθμίσεις και στα πλαίσια μιας αγοραίας λογικής να επιτρέπουν τις ιδιωτικοποιήσεις. Η βασική μέριμνα της συγκεκριμένης κουλτούρας είναι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά με μη πολιτικούς όρους, δηλαδή χωρίς να διερωτάται για το πώς προκύπτει η αύξηση της στάθμης των θαλασσών ή η υπερθέρμανση του πλανήτη ή χωρίς να αναρωτιέται αν είναι θεμιτό μια χώρα να εισάγει πράσινη ενέργεια από αυταρχικά καθεστώτα όπως της Σαουδικής Αραβίας. Πρόκειται για μια λογική που τίθεται στον ορίζοντα του «πρασινίσματος» του καπιταλισμού, χωρίς να ασχολείται με τις ανισότητες που παράγει το υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης, αλλά πλέον παρουσιάζει πτωτική πορεία. Η πτώση της δεν σχετίζεται μόνο με την επιμονή της στην «καλή θέληση» και την «ευαισθησία» των ανθρώπων, αλλά κυρίως επειδή ταυτίστηκε αφενός με τα σκάνδαλα διαφθοράς στα οποία εμπλέκονταν διάφορες ΜΚΟ κατά το παρελθόν και αφετέρου με το greenwashing διάφορων κυβερνήσεων και μεγάλων επιχειρήσεων, δηλαδή με την ανειλικρινή αυτοπαρουσίαση μιας εταιρείας ή ενός προσώπου ως ευαίσθητου για το περιβάλλον με σκοπό αποκλειστικά το κέρδος. Η κουλτούρα των τεχνοκρατικών ελίτ, τέλος, είναι σταθερά στραμμένη στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια συνεργασία για την προστασία του περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων μέσω διάφορων Οργανισμών, μέσω του ΟΗΕ ή μέσω του συντονισμού διαφόρων ΜΚΟ, χωρίς να παύει να εστιάζει στην αύξηση της παραγωγικότητας του παρόντος μοντέλου ανάπτυξης.
Στην κατηγορία των ριζικών κριτικών της νεωτερικότητας, ο Charbonnier ομαδοποιεί τόσο τους χειραφετητικούς στοχαστές, αλλά και όσους αρνούνται τη νεωτερικότητα με αντιδραστικά χαρακτηριστικά. Γι’ αυτόν τον λόγο κρίναμε σωστό ότι χρειάζεται αυτή η εσωτερική διαφοροποίηση για να ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα. Στην περίπτωση των ριζικών κριτικών της νεωτερικότητας με χειραφετητικά χαρακτηριστικά, το υποκείμενο της δράσης είναι τα κινήματα και οι αυτόνομες κοινότητες. Η έμπνευσή τους αντλείται από τις ιδέες της αποανάπτυξης, της ανανάπτυξης, των κοινών ή της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας τις οποίες αντιπαραθέτουν μετωπικά στο κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής. Στους συγκεκριμένους κριτικούς παρατηρείται η σύνδεση της οικολογίας, όχι μόνο με την ταξική κριτική, αλλά και με τα έμφυλα ζητήματα, ενώ το αντι-αποικιακό και μετα-αποικιακό στοιχείο παραμένει εξίσου ισχυρό. Στα πλαίσια των αναζητήσεών τους εντοπίζει κανείς τις προβληματικές γύρω από την άμεση δημοκρατία, τον αντισπισισμό, τον βιγκανισμό, σε μια προοπτική ρήξης με τον καπιταλισμό προς μια εξισωτική, οριζόντια και αντι-ιεραρχική κοινωνία [3], παραδείγματα των οποίων εντοπίζουν οι ίδιοι στη Ροζάβα, στο εγχείρημα των Ζαπατίστας ή στους Ιθαγενείς του Αμαζονίου Η παρουσία αυτής της δέσμης ευαισθησιών και πρακτικών παραμένει σταθερή μέσα στα χρόνια, ενώ η δράση της εντοπίζεται σε τοπικές πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν απορρίπτουν όμως τον παγκόσμιο συντονισμό των κινημάτων και των κοινοτήτων.
Στον αντίποδα παρατηρούμε μια άλλη ιδέα γύρω από την κοινότητα και την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία εντοπίζεται σε συντηρητικά, αλλά και σε εθνικιστικά ακροατήρια. Στον πυρήνα αυτού του συλλογισμού υπάρχει μια οργανική, ιεραρχική κοινότητα, η οποία δεν πρέπει να μολυνθεί από οτιδήποτε ξένο μπορεί να ταράξει την «αρμονία» της κοινότητας και την αισθητική του τοπίου, ενώ η προστασία του περιβάλλοντος καθίσταται σημαντική στα πλαίσια της προστασίας της τοπικής παράδοσης. Ενώ γενικά η σύγχρονη ριζοσπαστική και άκρα δεξιά αρνείται την κλιματική κρίση και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις περιβαλλοντικές συνέπειες των πολιτικών της, όπως οι Τραμπ και Μπολσονάρο, παρ’ όλα αυτά η συγκεκριμένη αντίληψη του οικολογικού ζητήματος έχει αποκτήσει μια σχετική εκπροσώπηση. Το εν λόγω σχήμα αποκτά μια εθνικιστική μορφή στη Λεπέν, η οποία συνδέει άμεσα την προστασία της «τοπικής ομορφιάς» της γαλλικής επαρχίας με τον αντιμεταναστευτικό λόγο, ενώ παρόμοιο οικολογικό σκέλος στο πρόγραμμα τους έχουν το Vox στην Ισπανία και η Εναλλακτική στη Γερμανία. Μια τέτοια χροιά αποκτούν ορισμένες κριτικές στον μαζικό τουρισμό από κινήματα κατοίκων που πιστεύουν μεταξύ άλλων ότι τόσο ο μαζικός τουρισμός όσο και η μετανάστευση καταστρέφουν με διάφορους τρόπους το φυσικό τοπίο της εκάστοτε περιοχής [4]. Οι Λετονοί Πράσινοι διεγράφησαν από την ευρωομάδα των Πράσινων πριν λίγα χρόνια ακριβώς γιατί εξέφραζαν παρόμοιες θέσεις, ενώ η συγκυβέρνηση των Αυστριακών Πράσινων με το κόμμα του υπερ-συντηρητικού Κουρτς στη βάση του δόγματος περί «γυάλινου κράτους» υπηρετούσε μια παρόμοια λογική. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πλέον γίνεται λόγος για οικο-αυταρχισμό με σκοπό να μελετηθούν αντίστοιχα φαινόμενα, τα οποία στην παρούσα συγκυρία διαθέτουν έναν μειοψηφικό χαρακτήρα και δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα τις εξελίξεις.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερα οι οικολογικές παραδόσεις που σκιαγραφήσαμε έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνονται την ενεργειακή μετάβαση, ένα θέμα κρίσιμο για τον σημερινό κόσμο όπως διαμορφώθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η ενεργειακή μετάβαση δεν σχετίζεται μόνο με την ενεργειακή αυτονομία της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά η απεξάρτηση της από τα ορυκτά καύσιμα αφορά και την προσπάθεια η μέση θερμοκρασία του πλανήτη να μην ανέβει τα επόμενα χρόνια 1,5 βαθμό Κελσίου πάνω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της προ-βιομηχανικής περιόδου. Κάποιοι φαντάζονται τη μετάβαση με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1990, όπου ΜΚΟ, ιδιωτικές πρωτοβουλίες και αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν σταδιακά στο «πρασίνισμα» του καπιταλισμού, σε μια προσπάθεια να μη θιγούν τα ήδη υπάρχοντα συμφέροντα ούτε να ανατραπεί η κοινωνική δομή και η αναπαραγωγή της. Σε μια άλλη περίπτωση η ενεργειακή μετάβαση σηματοδοτεί την εγκατάλειψη του καπιταλιστικού παραδείγματος, αν όχι με μια επαναστατική πράξη και διαδικασία, σίγουρα με την αποτροπή άλλων έργων που θα στοίχιζαν στο περιβάλλον και με την ίδρυση αυτόνομων, απο-αναπτυγμένων κοινοτήτων, οι οποίες μπορεί να υιοθετήσουν οικειοθελώς έναν «λιτό βίο». Τέλος, στην περίπτωση της πράσινης σοσιαλδημοκρατίας η ενεργειακή μετάβαση γίνεται αντιληπτή ως μια νέα φάση του καπιταλισμού, όπου το κράτος παρεμβαίνει ενεργά για να αντιμετωπίσει την ενεργειακή και την επισιτιστική κρίση, αλλά κυρίως για να συμβάλει στη διαδικασία μετάβασης. Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε ότι τα κράτη και οι ομοσπονδίες εργάζονται όσο γίνεται ταυτόχρονα και συντονισμένα προς αυτή την κατεύθυνση, αναλαμβάνοντας την κατασκευή έργων και υποδομών (ανεμογεννήτριες, ενεργειακές αποθήκες, ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, φωτοβολταϊκά), τα οποία, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, αυξάνουν την απασχόληση και μάλιστα τη χειρωνακτική εργασία [5].
Μέχρι πρότινος στην Ευρώπη το ερώτημα ήταν αν η μετάβαση θα συντελεστεί με βάση τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή με βάση την πυρηνική ενέργεια, ένα ερώτημα πάνω στο οποίο μέχρι και τα Πράσινα Κόμματα διχάστηκαν, με το Φινλανδικό Πράσινο Κόμμα να τάσσεται υπέρ της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας. Μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για χρήση της πυρηνικής ενέργειας και του φυσικού αερίου ως «πράσινου» καυσίμου, το ερώτημα μετατοπίζεται. Είναι θεμιτό να χρησιμοποιηθεί η πυρηνική ενέργεια για την πράσινη μετάβαση; Πρόκειται για ένα πράσινο ξέπλυμα, για μια λύση ανάγκης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, όπως η επιστροφή στον λιγνίτη στην Ελλάδα; Όμως και η επιλογή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εγείρει μια άλλη σειρά πολύ σημαντικών και ζωτικών ερωτημάτων. Ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας πράσινης μετάβασης που θα στηριχτεί στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στον διαρκή ψηφιακό μετασχηματισμό της εργασίας, της κοινωνίας και του κράτους; Ποιο είναι το μέλλον της εργασίας; Η ενεργειακή μετάβαση θα σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα; Για παράδειγμα, για να οδηγηθούμε στον ψηφιακό μετασχηματισμό του κόσμου και την αντικατάσταση των ορυκτών από τις ΑΠΕ χρειαζόμαστε λίθιο και κοβάλτιο, τα οποία όμως βρίσκονται σε ορυχεία στο Μεξικό, τη Βολιβία και τη Χιλή, αλλά και στο Κονγκό, τη Μυανμάρ, την Τανζανία. Οι εξορύξεις αυτές θα μας αναγκάσουν να ανεχθούμε να δουλεύουν σαν σκλάβοι στα ορυχεία ντόπιοι κάτοικοι και ανήλικα παιδιά; Δηλαδή η πράσινη μετάβαση θα συνοδευτεί με μια μορφή πράσινης αποικιοκρατίας, καθώς τα νέα μεταλλεύματα τα διεκδικούν τόσο αμερικανικές όσο και κινεζικές εταιρείες, οι οποίες συνεργάζονται με τις εκάστοτε κρατικές, μονοπωλιακές επιχειρήσεις και τους τοπικούς προύχοντες που δουλεύουν για λογαριασμό τους; Μπορεί λοιπόν να υπάρξει μια πράσινη μετάβαση που να είναι δίκαιη και να συνοδεύεται με παγκόσμιες αλλαγές ή η ψηφιακή μετάβαση θα σημαίνει τη στενότερη συνεργασία με παγκόσμιους κολοσσούς όπως τα GAFAM (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft); Η ίδια η ψηφιακή μετάβαση άλλωστε αποτελεί μια εξαιρετικά ενεργοβόρα επιλογή, επειδή για να στηριχθεί η άυλη οικονομία της πληροφορίας και ο καπιταλισμός της πλατφόρμας χρειάζεται μια τεράστια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας την ημέρα εξαιτίας των βάσεων δεδομένων και της συνεχούς φόρτισης όλων των συσκευών. Αν η πράσινη μετάβαση στηριχθεί τέλος στον ψηφιακό μετασχηματισμό της κοινωνίας, της οικονομίας και της ζωής συνολικά τίθεται το ερώτημα για τον ρόλο της Κίνας, ενός οικονομικά ισχυρού, αυταρχικού, μονοκομματικού κράτους, το οποίο θα συνεχίσει να πλουτίζει εξαιτίας του ρόλου που παίζει στην Αφρική με την εξόρυξη κοβαλτίου, αλλά και μέσω της αγοράς πολλών λιμανιών με σκοπό τον έλεγχο του εμπορίου.
Εκτός όμως από τις αλλαγές που φέρνουν οι νέοι ενεργειακοί πόροι και οι νέες τεχνολογίες στο μοντέλο παραγωγής, εγείρονται απορίες γύρω από το υπάρχον μοντέλο κατανάλωσης. Οι σημερινές τάσεις της πολιτικής οικολογίας θα στοχεύσουν σε ένα «πρασίνισμα» όλων των προϊόντων διατηρώντας τις ανισότητες στην καταναλωτική δύναμη εντός των κρατών, αλλά και ανάμεσα στα κράτη; Μήπως θα στοχεύσουν σε μια ολοκληρωτική και οριζόντια μείωση της καταναλωτικής δύναμης όλων των ανθρώπων ή θα επιλέξουν μια πιο ευέλικτη στρατηγική, όπου θα μειώσουν την υπερ-κατανάλωση ορισμένων κρατών, κοινωνικών τάξεων και ομάδων, ενώ θα επιδιώξουν την ενίσχυση της κατανάλωσης σε μέρη που δεν είχαν ως τώρα αυτή τη δυνατότητα; Με άλλα λόγια, θα μπορέσουν οι σημερινές εκφάνσεις της πολιτικής οικολογίας να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να υπάρξει ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο σε όλα τα μέρη του πλανήτη στη βάση του οποίου θα υπάρξει ίση πρόσβαση στα καταναλωτικά αγαθά και θα αναπτυχθεί σταδιακά μια νέα κουλτούρα αποταμίευσης (ενέργειας, χρημάτων, νερού); Κάθε παρέμβαση όμως στο καταναλωτικό ήθος σήμερα έχει να αναμετρηθεί με το κόστος ζωής των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν να αντιμετωπίσουν τις αυξήσεις τιμών στα τρόφιμα, τα καύσιμα, τα βασικά αγαθά και τα ενοίκια, ενώ μπορεί να μη διαθέτουν άλλο περιουσιακό στοιχείο πέρα από τον μισθό τους.
Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αντιληπτά τα παραπάνω προβλήματα μάς δίνει να καταλάβουμε το βασικό ερώτημα που απασχολεί πολλές οικολογικές δυνάμεις όσο και τους οικολόγους σε ατομικό επίπεδο. Ποιος είναι ο χαρακτήρας και η ταυτότητα της οικολογίας σε σχέση με τον καπιταλισμό; Πρόκειται για μια δύναμη που οδηγεί στην έξοδο από τον καπιταλισμό, για μια δύναμη που διορθώνει τα λάθη του ή μήπως έρχεται να τον μετασχηματίσει [6]; Το ερώτημα παραμένει επίκαιρο γιατί η αναπαραγωγή του καπιταλισμού σήμερα καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη επειδή εξαντλούνται οι πόροι στους οποίους στηριζόταν μέχρι τώρα, ενώ παράλληλα η πολιτική μορφή που τον συνοδεύει, δηλαδή η φιλελεύθερη δημοκρατία, αντιμετωπίζει τεράστια ζητήματα νομιμοποίησης επειδή δεν μπορεί να συνάψει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, δηλαδή δεν μπορεί να δώσει μια πειστική και δίκαιη προοπτική ζωής σε όσους ζουν εντός της. Ανάλογα με την απάντηση στο ερώτημα λοιπόν, διαμορφώνονται διαφορετικές στρατηγικές επιλογές, διαφορετικοί πολιτικοί σχηματισμοί και άλλοι στόχοι. Το ίδιο όμως ερώτημα στρέφεται και απέναντι στο ζήτημα της αστικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά πόσο ο στόχος του οικολογικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί με δημοκρατικά μέσα και στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας, μιας και πρόκειται συχνά για μια παρέμβαση στις συνήθειες και τους τρόπους ζωής των ανθρώπων; Το γεγονός ότι η οικολογία μπορεί να μετατραπεί σε μια δικτατορία πάνω στις ανάγκες των ανθρώπων, δηλαδή σε μια δύναμη που γνωρίζει τις «πραγματικές ανάγκες» των ανθρώπων και θέλει να καταστείλει τις «επίπλαστες επιθυμίες» θέτει ένα σημαντικό ερώτημα για το πώς θα επιτευχθεί ο οικολογικός μετασχηματισμός και τι μορφή θα έχει.
Έτσι, αναδεικνύεται το πρόβλημα της οργάνωσης, δηλαδή το αν οι κοινότητες ή τα κράτη θα ηγηθούν του οικολογικού μετασχηματισμού, αλλά κυρίως προκύπτει το ερώτημα για τον ρόλο και τη θέση του κράτους. Πώς θα συμφιλιωθεί με το κράτος μια παράδοση που είναι εξ ορισμού αντικρατική και αποκεντρωτική, ακόμα και αν διαθέτει μεγάλη κυβερνητική εμπειρία; Πώς θα συμφιλιωθούν όσοι θεωρούν ότι η πολιτική οικολογία είναι κατά βάση ένα κίνημα με όσους προτιμούν τους κομματικούς σχηματισμούς; Ποια στάση θα κρατήσουν απέναντι στην κρατική παρεμβατικότητα, μιας και την περίοδο της πανδημίας οι οικολόγοι διχάστηκαν ανάμεσα σε όσους εναντιώθηκαν στις «κοινωνίες του ελέγχου» και τη βιοπολιτική, ενώ ορισμένες φορές στήριξαν τα αντι-εμβολιαστικά κινήματα και στον αντίποδα όσους τάχθηκαν με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και τα lockdowns, προτείνοντας ακόμα και το να χαρακτηριστούν οι αξιόποινες πράξεις των αρνητών του κορωνοϊού στη Γερμανία ως πολιτικά εγκλήματα [7]; Πώς θα δεχθεί τις λειτουργικές ιεραρχίες και γραφειοκρατίες του κράτους μια πολιτική οικολογία, η οποία παραμένει βαθιά αντι-ιεραρχική και τέλος πώς θα γίνουν αποδεκτές από την πολιτική οικολογία οι στρατιωτικές δυνάμεις του κράτους και όλα όσα συνεπάγεται η ύπαρξή τους εφόσον μιλάμε για μια κατά βάση πασιφιστική ιδεολογία; Η εμπειρία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έδειξε ότι τα περισσότερα κυβερνώντα Πράσινα Κόμματα στήριξαν την ουκρανική αντίσταση και συμμετείχαν στην τροφοδοσία της με όπλα, ενώ την ίδια στιγμή κάποιες οικολογικές οργανώσεις επαναδιατύπωσαν την πρόταση τους για τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού στρατού με σκοπό την κοινή εξωτερική πολιτική και την κοινή πολιτική άμυνας. Δεν έλειψαν βέβαια οι οικολογικές δυνάμεις που συντάχθηκαν με έναν προσχηματικό φιλειρηνισμό, θεωρώντας τον έναν ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο.
Το τελευταίο ζήτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η πολιτική οικολογία αφορά το εσωτερικό των δημοκρατικών κοινωνιών και τα ερωτήματα που συνοδεύουν τις πολιτικές ταυτότητας, τους αγώνες αναγνώρισης και την ευρύτερη σφαίρα των «πολέμων κουλτούρας» (culture wars). Από τη μία παρατηρούμε τις διεκδικήσεις δικαιωμάτων των διάφορων σεξουαλικών, φυλετικών και έμφυλων ταυτοτήτων και από την άλλη βλέπουμε την εθνικιστική αναδίπλωση και την εκτράχυνση των ανθρώπων που επλήγησαν από την αποβιομηχάνιση της Δύσης. Σε αυτόν τον διχασμό των δημοκρατικών κοινωνιών παρατηρεί κανείς από τη μία όσους υπερασπίζονται το αίτημα για φιλοξενία των προσφύγων και από την άλλη ανθρώπους που επιθυμούν ακόμα και να πνιγούν οι μετανάστες στη Μεσόγειο. Στη μία πλευρά βρίσκονται όσοι ενδιαφέρονται για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των LGBT και στην άλλη όσοι συμφωνούν με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για την ανατροπή του Νόμου Roe vs Wade. Μπορεί η πολιτική οικολογία να αντιμετωπίσει τους νέους αυταρχισμούς που γέννησαν οι νίκες της ριζοσπαστικής δεξιάς στην Ευρώπη και την Αμερική; Είναι ικανή να δώσει μια αξιοπρεπή προοπτική ζωής μέσω της εργασίας σε μια στρατιά επισφαλώς εργαζομένων; Μπορεί να υπερβεί τα αδιέξοδα των «πολέμων κουλτούρας», αντιμετωπίζοντας τις οικονομικές ανισότητες που τους συνοδεύουν, αποδίδοντας δικαιοσύνη όπου πρέπει και υπερβαίνοντας την ιδέα ενός δημόσιου χώρου, απόλυτα κατακερματισμένου σε επιμέρους ταυτότητες, όπου η μία δεν αναγνωρίζει την άλλη και εκφράζεται κυρίως μέσα από τα μικρο-μίση των social media; Μπορεί η πολιτική οικολογία να ανανεώσει το αίσθημα του ανήκειν σε μια ευρύτερη κοινότητα που να εμπεριέχει, όχι μόνο τους άλλους ανθρώπους, αλλά κάθε μορφή ζωής, δημιουργώντας ένα διευρυμένο και διεθνές αίσθημα αλληλεγγύης;
Οι προβληματικές αυτές εγγράφονται σε ό,τι ονομάσαμε αρχικά ως επιστροφή της ιστορίας, της πολιτικής και του κράτους, δηλαδή σε ό,τι σχετίζεται με τις προσπάθειες της Δύσης να βρει τη θέση της μέσα στον κόσμο ανάμεσα στα αυταρχικά καθεστώτα που άνθισαν εκμεταλλευόμενα τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι λίγα ούτε και εύκολα τα μέτωπα στα οποία καλείται να παρέμβει ο πράσινος χώρος, ο οποίος δεν έχει την ίδια δυναμική σε κάθε χώρα, ούτε συμμαχεί κάθε φορά με τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις, αλλά διαθέτει μια μεγάλη κινηματική και κυβερνητική εμπειρία. Σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα πρωταγωνιστεί και εφοδιάζει τις κυβερνήσεις και την Ευρωπαϊκή Ένωση με τεχνογνωσία, ανθρώπινο δυναμικό και συγκεκριμένες προτάσεις. Θα μπορούσαν άραγε οι οικολόγοι να γίνουν σαν τους σοσιαλδημοκράτες του μεταπολεμικού κόσμου, δηλαδή σαν μια πολιτική δύναμη που ξεκίνησε από την αντικαπιταλιστική παράδοση και στην πορεία κλήθηκε να αποδεχθεί την αστική δημοκρατία, να διευθύνει και να εκδημοκρατίσει τον καπιταλισμό, βελτιώνοντας τις συνθήκες ζωής και εργασίας των τότε εργατικών τάξεων; Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό ερώτημα, το οποίο όμως θα απαντήσει η ίδια η ζωή.
Σημειώσεις
[1] Κάθε προσπάθεια ταξινόμησης των πολιτικών οικολογιών είναι καταδικασμένη να μείνει ατελής, επειδή έχει να διαχειριστεί κινήματα και προσωπικότητες εξαιρετικά ετερόκλιτες. Για παράδειγμα ποια κατηγοριοποίηση μπορεί να ταξινομήσει σωστά την εγκύκλιο Laudato Si του Πάπα Φραγκίσκου και την οργάνωση «Ατομικιστές που τείνουν προς το Άγριο»; Ή πώς θα χωρέσουν σε μια κατηγορία η Γκρέτα Τούνμπεργκ και τα νεανικά κινήματα Extinction Rebellion και Fridays For Future με τον πράσινο πρωθυπουργό του Μαυροβουνίου Αμπάζοβιτς; Για περαιτέρω ενασχόληση με τους ιδεότυπους της πολιτικής οικολογίας βλ. Felix Guattari Οι τρεις οικολογίες (1989/1991) μτφ. Σολωμού, Μ. επιμ. Λιβιεράτος, Κ. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Ένας άλλος χρήσιμος τρόπος κατηγοριοποίησης απαντάται στο Serge Audier Για μια πολιτική οικολογία (2019/2021) μτφ. Μουταφίδης, Α., επιμ. Μπαλαμπανίδης, Γ., Αθήνα: Πόλις. Τέλος, το 2014 εκδόθηκε μια σημαντική σύγχρονη ανθολογία την οποία επιμελήθηκαν οι D. Bourg και A. Fragnière La pensée écologique. Une anthologie, Παρίσι: PUF.
[2] Ο Charbonnier στο άρθρο του The three tribes of political ecology (2020), Green European Journal, τ. 19, σελ, 8-14, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια ενός αφιερώματος που φέρει τον τίτλο A World Alive. Green Politics in Europe and Beyond, κάνει λόγο για green socialism. Εμείς μεταφράσαμε τον συγκεκριμένο όρο ως πράσινη σοσιαλδημοκρατία για να το διαχωρίσουμε από το ρεύμα του οικοσοσιαλισμού (eco-socialism) που εντάσσεται στους ριζικούς κριτικούς της νεωτερικότητας. Όσον αφορά τους ριζικούς κριτικούς, επισημαίνουμε σε αντίθεση με το Charbonnier ότι υπάρχει μια εσωτερική διάκριση ανάμεσα σε όσους ασκούν κριτική από χειραφετητική σκοπιά και όσους ασκούν κριτική από αντιδραστική σκοπιά.
[3] Πολλές από αυτές τις θεματικές, όπως τα κοινά, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία ή ακόμα και η απο-ανάπτυξη, δεν αποτελούν απαραίτητα εναλλακτικά παραδείγματα απέναντι στον καπιταλισμό. Σε ορισμένες εκδοχές τους αξιοποιούνται διορθωτικά και ενισχυτικά για το κυρίαρχο οικονομικό παράδειγμα ή έστω παράλληλα με αυτό. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις γύρω από τα δικαιώματα των ζώων ή για τη βιομηχανία της τροφής και τη σχέση των κοινωνιών με τη διατροφή τους αποτελούν κρίσιμες συζητήσεις για το σήμερα και έχουν πάρει διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις. Ενδεικτικά το βασικότερο βιβλίο για τα δικαιώματα των ζώων του Singer (1975/2010) Η απελευθέρωση των ζώων, μτφ. Καραγεωργάκης Σ. Θεσσαλονίκη: Αντιγόνη και ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε ο ιστορικός F. Quellier (2021) Histoire de l‘ alimentation: De la préhistoire à nos jours, Παρίσι: Belin.
[4] Η σκέψη γύρω από τον πληθυσμό αποτελεί έναν βασικό πυλώνα της οικολογικής ευαισθησίας ήδη από την εποχή του Malthus. Σήμερα το ενδιαφέρον έχει στραφεί στο αν είναι θεμιτός ή όχι ο έλεγχος των γεννήσεων σε σχέση με τους υπάρχοντες πόρους. Στο ίδιο πνεύμα εκφράζονται οι θέσεις γύρω από τη μετανάστευση, δηλαδή το αν είναι βιώσιμη η ποσότητα και η πυκνότητα του πληθυσμού σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Η πιο ενδιαφέρουσα τάση σχετίζεται με όσους προσπαθούν να κατοχυρώσουν νομικά την έννοια του «κλιματικού μετανάστη/πρόσφυγα», δηλαδή εκείνου που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του λόγω μιας ραγδαίας αλλαγής των κλιματικών συνθηκών που έκαναν μη βιώσιμη την περιοχή του.
[5] Η σχέση της οικολογίας με την εργασία είναι συχνά συγκρουσιακή. Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων ξεκίνησε ως εναντίωση των εργαζόμενων που χρησιμοποιούν συχνά το αυτοκίνητο τους ενάντια στον περιβαλλοντικό φόρο που πήγε να νομοθετήσει η κυβέρνηση Μακρόν. Η Ελλάδα επίσης βρέθηκε πολλές φορές μπροστά σε τέτοιες συγκρούσεις που αντιπαρέθεταν την ανάγκη των ανθρώπων για εργασία με την παύση των εργασιών κάποιων επιχειρήσεων λόγω του αντιπεριβαλλοντικού τους χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα στις Σκουριές στην Χαλκιδική ή στην ΑΓΕΤ στο Βόλο.
[6] Υπάρχει και μια άλλη διάκριση, η οποία έχει από μόνη της ενδιαφέρον και χρήζει προσοχής. Πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα σε όσους δίνουν έμφαση στην καταστροφή του κόσμου (catastrophe) και όσους εστιάζουν στην κατάρρευση του (collapse/effondrement). Στην πρώτη ομάδα ανήκουν όσοι βλέπουν την προοπτική καταστροφής του κόσμου και εργάζονται για να την αποτρέψουν και περιλαμβάνει στοχαστές όπως ο Dupuy. Στη δεύτερη ομάδα, της οποίας εμβληματική φιγούρα αποτελεί ο Cochet, ανήκουν όσοι βλέπουν την κατάρρευση σαν κάτι αναπόφευκτο, σαν κάτι που καμία ανθρώπινη δράση δεν μπορεί να αποτρέψει.
[7] Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν ορισμένες ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες. Μια σημαντική νομοθετική πρωτοβουλία έχει να κάνει με την προσπάθεια διάφορων περιβαλλοντικών φορέων να κατοχυρώσουν νομικά την έννοια της «οικοκτονίας» για να αντιμετωπίσουν πολιτικές που καταστρέφουν σημαντικά δάση και οικοσυστήματα του πλανήτη, όπως οι πολιτικές της κυβέρνησης του Μπολσονάρο για τον Αμαζόνιο. Μια δεύτερη, η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική, προέρχεται από την κυβέρνηση συνασπισμού ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και την Αριστερά στο κρατίδιο του Βερολίνου και αφορά το πλαφόν στα ενοίκια της πόλης. Τέλος, διάφορες κυβερνήσεις κηρύττουν τη χώρα τους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για το κλίμα, όπως η κυβέρνηση της Άρντερν στη Νέα Ζηλανδία.
