(Μετάφραση: Φοίβος Πιομπίνος)
Α´
Ένα βράδυ που ο στρατιώτης Ἰερεμέι, ἀφοῦ τέλειωσε τὴν καθημερινή του σκοπιὰ μπροστὰ στὴν Τσεκά [1], ἔσερνε τὶς φαγωμένες ἀρβύλες του τριγυρίζοντας τὸ Ταμπόφ [2], συνάντησε μιὰ γυναίκα ποὺ τὰ μάτια της τὸν σταμάτησαν. Συνήθως δὲν ἔδινε διόλου σημασία στοὺς ποδόγυρους, καθότι τὸν ἀπασχολοῦσε πολὺ τὸ ἄδειο του στομάχι ὥστε νὰ βρίσκει τὸν χρόνο νὰ τοὺς σκέφτεται. Τούτη ὡστόσο τὴ φορὰ ὁ Ἰερεμέι ξέχασε τὴν πείνα του καὶ τὴ θλίψη του ὡς ξενιτεμένου μουζίκου κι ἀκολούθησε τὴν περιπατήτρια.
Κοίταξε ἐπίμονα τὶς σαρκώδεις γάμπες της ποὺ τσίτωναν τὶς ἀπὸ κακὸ βαμβάκι διαφανεῖς καὶ μανταρισμένες κάλτσες της, τὰ θαρραλέα τονισμένα ἀπὸ ἕνα λικνιστικὸ βάδισμα ὀπίσθιά της, τὸν αὐχένα της τέλος, παχὺ καὶ λεῖο, πολὺ ξέσκεπο. Ὁ ἀκόμη ζεστὸς καλοκαιρινὸς ἥλιος χρωμάτιζε ὠμὰ τὸν λαιμὸ τῆς γυναίκας ἔτσι ποὺ πρόβαλλε ἡ γύμνια του, κι ὁ στρατιώτης ἔνιωθε σὰν νὰ πέρναγε ὁμίχλη μπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια του.
Περαστικοὶ διασταυρώνονταν μὲ αὐτούς, μὲ ὕφος σκυθρωπὸ καὶ βιαστικό, χείλη κλειστὰ καὶ μάτια ἀνήσυχα. Αὐτὸς δὲν τοὺς ἔβλεπε καθόλου, ἀπορροφημένος καθὼς ἦταν καὶ κυριευμένος ἀπὸ μιὰ τρεμάμενη καὶ γλυκιὰ νωχελικότητα ποὺ καταλάμβανε ὁλόκληρο τὸ κορμί του. Περπατοῦσε πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὴ γυναίκα, ἔτσι ποὺ ἐκείνη, ἀκούγοντας κάτι βαριὰ βήματα πίσω της, στράφηκε ἀπότομα. Ὁ Ἰερεμέι εἶδε ἀπὸ πολὺ κοντὰ τὰ δυνατὰ χείλη της, τὴν κανονικὴ μύτη της, τὰ κοιμισμένα, βαθυπράσινα μάτια της∙ καὶ τὴ ρώτησε δίχως νὰ τὸ σκεφτεῖ, χαμηλόφωνα:
– Πῶς σὲ λένε;
– Ἀγκάφια, ἀπάντησε ἡ γυναίκα χωρὶς νὰ δείχνει ἔκπληξη.
Ἐκεῖνος δὲν βρῆκε τίποτα νὰ προσθέσει κι ἔβγαλε μηχανικὰ τὸν γούνινο σκοῦφο ποὺ κάλυπτε τὸ κεφάλι του. Ὁ ἥλιος ἔπαιξε πάνω στὸ ξυρισμένο κρανίο του, ποὺ οἱ ρίζες τῶν μαλλιῶν του τὸ κάλυπταν μὲ μιὰ γυαλιστερὴ καὶ ξανθιὰ σκόνη. Ἐκείνη ἐκτίμησε μὲ ἐξασκημένο μάτι τὸν πολὺ στενὸ ἐπενδύτη του, τὶς ἀρβύλες του ποὺ ἄφηναν νὰ φαίνονται τὰ ξεκάλτσωτα πόδια του, τὴν ἀδεξιότητά του. Ὕστερα εἶπε:
– Mὲ λένε Ἀγκάφια, ἀλλὰ τί μπορεῖ νὰ σὲ νοιάζει αὐτό;
– Ἔτσι.
– Τότε, ἀντίο.
Τὴν εἶδε ν’ ἀπομακρύνεται, ξαναφόρεσε τὸν σκοῦφο του, ἀναστέναξε κι ἐπέστρεψε στὸ στρατόπεδο.
Ἅμα πῆρε τὸ σιτηρέσιό του ἀπὸ ψωμὶ καὶ ρέγγα, πῆγε νὰ συναντήσει στὸ κοινὸ δωμάτιό τους τὸν Στεπάν, ἕναν μουζίκο τῆς περιοχῆς του, στρατιώτη ὅπως κι αὐτός, ποὺ ἡ νοσταλγία τῆς ἴσμπας [3] καὶ τῶν χωραφιῶν τὸν μισοτρέλαινε. Μασώντας ἀργά, μιλοῦσαν συνήθως γιὰ τὴ γῆ, τὶς συγχωριανές τους μὲ τὰ μεγάλα τσεμπέρια, γιὰ τὰ ζῶα, τὶς σοδειές. Ἐκεῖνο ὡστόσο τὸ βράδυ, ὁ Ἰερεμέι, ἀφοῦ εἶχε μὲ δυσκολία μασουλήσει τὸ καμωμένο ἀπὸ ἄχυρα καὶ σκληρὸ κριθάρι ψωμί του, εἶπε στὸν Στεπάν:
– Εἶδα τώρα δὰ ἕνα θηλυκό, ἀδελφέ μου, μὰ τί θηλυκό!
Ὁ ἄλλος τὸν κοίταξε μ’ ἕνα θλιβερὸ βλέμμα ἄρρωστου ζώου.
– Τὴ λένε Ἀγκάφια, συνέχισε ὁ Ἰερεμέι. Τὰ μάτια της ἔχουν τὸ χρῶμα τοῦ ἀνοιξιάτικου χορταριοῦ.
– Εἶναι ἀπ’ τὰ μέρη μας; ρώτησε ὁ Στεπάν.
– Δὲν ξέρω.
Ὁ Στεπὰν ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ ξαναβάλθηκε νὰ τρώει. Ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ πεῖ ὁ σύντροφός του γιὰ τὴν Ἀγκάφια δὲν τὸν ἐνδιέφερε πιά. Ὁ Ἰερεμέι ὡστόσο ἐξακολούθησε νὰ σκέφτεται φωναχτά:
– Μὲ ἀναστάτωσε, ξέρεις, ἀδελφέ μου. Τὴ βλέπω συνεχῶς μὲ τὸ μυαλό μου νὰ βαδίζει κι ἐγὼ νὰ τὴν ἀκολουθῶ. Θαρρῶ πὼς εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ξεφαντώνουν. Θὰ χρειάζονταν γι’ αὐτὴν χρήματα ἢ ἕνα ὡραῖο δῶρο.
– Μὴν τὴ σκέφτεσαι λοιπόν, εἶπε ὁ Στεπὰν ὑψώνοντας τοὺς ὤμους του. Ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ φᾶμε κι ἐσὺ μιλᾶς γιὰ δῶρα.
Σώπασαν. Ὁ Ἰερεμέι πλησίασε στὸ παράθυρο ποὺ ἔβλεπε σὲ μιὰ στενὴ καὶ βαθιὰ αὐλή, ὅπου τὸ σκοτάδι συμπυκνωνόταν σὰν τὸ νερό σ’ ἕνα πηγάδι, ἐνῶ τὸ φτερὸ τοῦ δειλινοῦ χάιδευε τὸν οὐρανό. Καὶ τὸ ταπεινὸ ὄνειρό του δραπέτευσε πάνω ἀπ’ τὶς ρημαγμένες στέγες, περιπλανώμενο στὴν ταραγμένη πόλη, κυνηγώντας τὴ γυναικεία σιλουέτα ποὺ τὸν εἶχε βγάλει ἀπὸ τὴ νυσταλέα καὶ βαριεστημένη του ὕπαρξη.
Ἔτσι παρέμεινε μέχρι τὴ νύχτα, μὲ σφιγμένα δόντια καὶ βάρος στὸ στῆθος, μὲς στὸν ἐρεθισμένο πόθο του.
Β´
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του ὡς δουλευταρᾶ μουζίκου, ὑποταγμένου στὴν πειθαρχία τῆς φύσης ποὺ χαλιναγωγεῖ κάτω ἀπὸ τὸν ἴδιο νόμο ζῶα καὶ ἀνθρώπους, στὴ ζωή του ὡς στρατιώτη ἀφημένου νὰ ὁδηγηθεῖ, παθητικά, τόσο στὴ μάχη ὅσο καὶ στὴν ἀνταρσία, ὁ Ἰερεμέι βρέθηκε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν πόθο. Γιὰ πρώτη φορὰ γλίστρησε στὴν ἀποκοιμισμένη του θέληση κάτι τὸ ἄγνωστο ποὺ τὸν ἀνάγκασε νὰ στοχαστεῖ, νὰ ἐρευνήσει, ν’ ἀγωνιστεῖ. Σὰν νὰ τυφλώθηκε ἀπ’ αὐτό. Συγκεχυμένες σκέψεις σέρνονταν στὸ μυαλό του κι ἔπρεπε ν’ ἀνασηκώσουν ἕνα εἶδος παχιοῦ κελύφους γιὰ νὰ διαφανοῦν. Μιὰ μυστικὴ ἐργασία ἔκανε ἀργὰ νὰ τρίζουν ὅλα ὅσα ἀδρανῆ, παραιτημένα, ἀκίνητα εἶχε μιὰ μακρόχρονη χαύνωση συσσωρεύσει ἐντός του. Καὶ στὴν πλακουτσὴ φάτσα του, ποὺ ἡ ἠρεμία της εἶχε μέχρι τότε κλονιστεῖ μόνο ἀπὸ τὴ μέθη, ὑπῆρξε μιὰ τεταμένη ἔκφραση, μιὰ ἀνήσυχη καὶ κακιὰ φλόγα.
Τὸ λοιπὸν ἡ τύχη του τὸν ἐπισκέφθηκε. Ἕνα πρωινὸ ποὺ φύλαγε σκοπιὰ ὅπως πάντοτε μπροστὰ στὴν Τσεκά, τὸν ζήτησε ὁ ἀρχηγὸς τῆς φυλακῆς, ποὺ οἱ στρατιῶτες του τὸν ὀνόμαζαν μὲ οἰκειότητα Ἴλιιτς.
– Πές μου, σύντροφε, θέλεις νὰ βοηθήσεις τὸν Τιμοτέι ἀπόψε; τὸν ρώτησε.
Ὁ Ἰερεμέι δίχως ν’ ἀποκριθεῖ προσήλωσε τὸ βλέμμα του στὸ πάτωμα. Ὁ Τιμοτέι ἦταν ὁ δήμιος τῆς Τσεκά, καὶ στοὺς ἄντρες δὲν ἄρεσε διόλου νὰ ἔχουν πάρε-δῶσε μαζί του. Ὁ Ἴλιιτς συνέχισε.
– ῾Υπάρχει μιὰ μεγάλη ὁμάδα γιὰ ξεπάστρεμα κι ὁ Τιμοτὲ δὲν θὰ ἐπαρκεῖ καθόλου.
– Ἄ, ὥστε γι’ αὐτὴ τὴ δουλειὰ πρόκειται λοιπόν, εἶπε ὁ στρατιώτης μὲ βαριὰ φωνή.
– Δὲν εἶναι δὰ ἡ χειρότερα ἀμειβόμενη, εἶπε ἤρεμα ὁ Ἴλιιτς. Πρώτης τάξεως σιτηρέσιο καὶ τὰ ροῦχα τῶν νεκρῶν, χωρὶς νὰ λογαριάζεται ὅ,τι μπορεῖ νὰ βρεῖς μέσα σ’ αὐτά.
Πρὶν συναντήσει τὴν Ἀγκάφια, ὁ Ἰερεμέι δὲν θὰ εἶχε ποτὲ συζητήσει γι’ αὐτό∙ θὰ εἶχε σκύψει τὸ κεφάλι του, ἀνασηκώσει τοὺς ὤμους του καὶ μουρμουρίσει: «Ὅ,τι μοῦ ποῦν θὰ τὸ κάνω. Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ ἀρχηγός».
Ὅμως τώρα ὅ,τι συνέβαινε γύρω του ἀναφερόταν ἀκαταμάχητα στὴν εἰκόνα τῆς γυναίκας, καὶ στὴν προσφορὰ τοῦ ἀρχηγοῦ προσπάθησε νὰ διακρίνει τὸ τί θὰ μποροῦσε νὰ τὸν φέρει κοντά της.
Μὲ τὰ μάτια του συνεχῶς στυλωμένα στὸ πάτωμα εἶπε:
– Θὰ προτιμοῦσα χρήματα. ῞Ενα ποσὸ 10.000 ρουβλίων γιὰ παράδειγμα.
– Ἀνόητε, εἶπε ὁ Ἴλιιτς μὲ ἁπαλὴ ψυχοπόνια. Θὰ κερδίσεις τὸ διπλάσιο μὲ τὰ παλιόρουχα ἀπόψε. Θὰ ἔχεις καμιὰ δωδεκαριὰ καταδικασμένους γιὰ σένα καὶ μόνο.
Ὁ Ἰερεμέι παρέμεινε μερικὰ δευτερόλεπτα ἀκόμη σιωπηλός, δίχως ν’ ἀλλάξει θέση. Τέλος πῆρε τὴν ἀπόφαση.
– Σύμφωνοι, ἀρχηγέ, θὰ τὴν κάνω τὴ δουλειά.
– Καιρὸς ἤτανε. Γνωρίζω κάποιους ποὺ δὲ θά ’χανε διστάσει ὅπως ἐσύ. Στὶς ἕξι ἡ ὥρα λοιπόν, ἐδῶ. Μέχρι τότε εἶσαι ἐλεύθερος.
Ὁ Ἰερεμέι πῆγε κατευθεῖαν στὸ δωμάτιό του, ἔστριψε ἕνα τσιγάρο σὲ χαρτὶ ἐφημερίδας καὶ ξάπλωσε στὸ παλιοκρέβατό του. Μὲ τὰ φρύδια συνωφρυωμένα καὶ τὸ στενό του μέτωπο καλυμμένο ἀπὸ μικρὲς ρυτίδες, προσπάθησε νὰ βρεῖ τὰ πλεονεκτήματα τῆς πρότασης τοῦ ἀρχιφύλακα. Ἡ σκέψη τοῦ τί εἶχε νὰ κάνει ὡς πρὸς αὐτὴν δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε καθόλου. Ὅλα θὰ τακτοποιοῦνταν στὶς ἕξι ἡ ὥρα στὴ φυλακή. Καὶ ἡ ἕκτη ὥρα ἦταν μακριά… Πρὶν ἀπ’ ὅλα τὸν ἔνοιαζε νὰ συναντήσει τὴν Ἀγκάφια καὶ νὰ συνεννοηθεῖ μαζί της γιὰ τὸ βράδυ, γιατὶ θὰ ἔπαιρνε τὴ γυναίκα αὐτὴ ἤδη ἀπ’ αὐτὴ τὴ νύχτα, τό ’θελε, τὸ ἔνιωθε στὸ βουητὸ ποὺ χτυποῦσε τὰ μελίγγια του, στὴν ἡδονικὴ ἀτονία ποὺ τοῦ ἔκοβε τὰ πόδια.
Τὸ λοιπόν, θὰ ἔβλεπε τὴν Ἀγκάφια τ’ ἀπομεσήμερο, στὴ λεωφόρο ὅπου σύχναζε καὶ θὰ τῆς ὑποσχόταν πολλὰ λεφτά. Ὁ Ἴλιιτς εἶχε πεῖ ὅτι τ’ ἀπόρουχα ἄξιζαν πολλά, κι ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσε ὁ ἀρχιφύλακας, ὁ Ἰερεμέι σκεφτόταν πὼς θὰ πρέπει νὰ εἶχε μιὰν ἀκριβὴ ἰδέα τῶν πραγμάτων. Τὸ δύσκολο ἦταν νὰ τὰ μετατρέψει ἀμέσως σὲ ρούβλια, ἀλλ’ αὐτὸ θὰ τακτοποιοῦνταν ἀκόμα κι ἂν ἔπρεπε νὰ παραχωρήσει τὰ παλιόρουχα σὲ χαμηλὴ τιμή. Ἡ μέρα καταστρωνόταν λοιπὸν μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: νὰ συναντήσει τὴ γυναίκα, νὰ πραγματευτεῖ μαζί της, νὰ περιμένει τὴν ἕκτη τὸ ἀπόγευμα… κατόπιν ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ ροῦχα καὶ νὰ ξαναβρεῖ τὴν Ἀγκάφια.
Ὁ Ἰερεμέι ἦταν ἀκόμη βυθισμένος στοὺς ὑπολογισμούς του, ὅταν μπῆκε ὁ Στεπάν. Εἶχαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο τὸ πρωτόγονο ἐκεῖνο αἴσθημα τῶν ζώων ποὺ ἀνήκουν στὸν ἴδιο στάβλο∙ τὴ συνήθεια πιὸ πολὺ νὰ αἰσθάνονται τὰ πλευρὰ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου ἐνῶ κοιμόντουσαν, παρὰ μιὰ ἐνσυνείδητη στοργή. Τοὺς ἄρεσε νὰ ξανασυναντιοῦνται γιὰ ν’ ἀνταλλάσσουν μεταξύ τους τὶς σκέψεις ποὺ ὁ καθένας τους στριφογύριζε βασανιστικὰ στὸ μυαλό του κατὰ τὴ διάρκεια τῶν μηχανικῶν ἀπασχολήσεών τους. Ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ ἐρχομὸς τοῦ συντρόφου του τάραξε τὸν Ἰερεμέι χωρὶς νὰ γνωρίζει τὸ γιατί. Τὸ βλέμμα του ἀπέφυγε τὰ μάτια τοῦ Στεπὰν καὶ δὲν σηκώθηκε πάνω γιὰ νὰ τὸν χτυπήσει φιλικά, ὅπως τὸ συνήθιζε, στὴν πλάτη.
Ὁ Στεπὰν ἔλυσε ἀργὰ τὸν ζωστήρα του ἀπ’ ὅπου κρεμόταν τὸ προβλεπόμενο ἀπὸ τοὺς κανονισμοὺς κὸλτ τῶν τσεκιστῶν, κι ἔπειτα ρώτησε μὲ τὴ διστακτικὴ κι ἀφελὴ φωνή του:
– Δὲν ἔχεις σκοπιὰ σήμερα;
– Ὅπως βλέπεις, πατρίδα, εἶπε ὁ Ἰερεμέι κατσούφικα.
– Τίποτα μήπως τὸ κακό;
– Ὄχι, θὰ βοηθήσω λίγο τὸν Τιμοτὲ τὸ βράδυ.
Αὐτὸ τὸ εἶπε ἥσυχα ὅπως καθετὶ ποὺ ἔλεγε στὸν Στεπάν, ἀλλὰ μόλις ξεστόμισε τὴν πρόταση, ἔνιωσε πὼς κάτι γλιστροῦσε ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὸν σύντροφό του ποὺ τοῦ γινόταν ξαφνικὰ ξένος.
– Θὰ βοηθήσεις τὸν δήμιο, αὐτὸ θέλεις νὰ πεῖς; ψιθύρισε ὁ Στεπάν.
Ὁ ἄλλος τὸ ἐπιβεβαίωσε μ’ ἕνα νεῦμα τοῦ κεφαλιοῦ του. Αἰφνίδια ταραχὴ ἀναστάτωσε τότε τὸ ἤρεμο πρόσωπο τοῦ Στεπάν. Πλησίασε τὸν Ἰερεμέι, ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του καί, τραυλίζοντας, μὲ θολωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα μάτια, ἄρχισε νὰ τὸν ἱκετεύει:
– Μὴν τὸ κάνεις αὐτό, Ἰερεμέι σύνελθε, ὁ Θεὸς νὰ σὲ συγχωρέσει. Θὰ σκοτώσεις ἀνθρώπους, ἐσύ; Μὰ δὲν εἶσαι χριστιανός; Χάνεις τὴν ψυχή σου, Ἰερεμέι. Ἂν ὡστόσο πρόκειται γιὰ νὰ τρῶς καλύτερα, σοῦ παραχωρῶ τὴ μερίδα μου, εἶμαι πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ σένα κι ἔχω λιγότερη ἀνάγκη. Μὴ γίνεις δήμιος. Τί θὰ ποῦν γιὰ σένα στὸ χωριὸ σὰν θὰ ἐπιστρέψεις σ’ αὐτό; Ἰερεμέι μὲ τὰ κόκκινα χέρια, νὰ πῶς θὰ σὲ ὀνομάζουν. Ἀρνήσου, μὰ τὸν Χριστό, σοῦ τὸ ζητάω. Θὰ βροῦν κάποιον ἄλλο γι’ αὐτό. Σκέψου τὸν ἑαυτό σου, σκέψου τὸ χωριό σου.
Ὁ μεσημεριανὸς ἥλιος ἔμπαινε στὸ δωμάτιο καὶ χτυποῦσε στὸ πρόσωπο τὸν καημένο τὸν Στεπάν, ποὺ μὲς στὸν πυρετὸ τῆς καθικέτευσης, τοῦ οἴκτου καὶ τῆς πίστης εἶχε ταπεινὸ μεγαλεῖο.
Ὁ Ἰερεμέι τὸν κοίταξε μ’ ἕνα εἶδος φόβου καὶ μίσους. Τί ἀνάγκη εἶχε, αὐτὸς ὁ ἀνόητος, νὰ τοῦ ξυπνάει μέσα του τὶς τύψεις σὰν βατράχια σὲ λιμνούλα;
– Ἄσε με ἐπιτέλους ἥσυχο, δὲν καταλαβαίνεις τίποτα, τοῦ φώναξε.
Κι ὕστερα σηκώθηκε πάνω καὶ βγῆκε ἔξω, ἐνῶ ὁ Στεπὰν ὀπισθοχωροῦσε, ἀποφεύγοντας νὰ τὸν ἀγγίξει.
Γ´
Σὰν ἔφτασε μπροστὰ στὴν Τσεκά, ὁ Ἰερεμέι αἰσθάνθηκε ξαφνικὰ μιὰν ἐνόχληση σὲ ὁλόκληρο τὸ κορμί του. Εἶχε ἔρθει μέχρι τότε ἐδῶ ἥσυχος καὶ χαρούμενος. Ἀφοῦ εἶχε δεῖ τὴν Ἀγκάφια καὶ τῆς εἶχε ὁρίσει ραντεβοὺ γιὰ τὸ βράδυ, εἶχε περιπλανηθεῖ στὶς σκιερὲς λεωφόρους, ποὺ σκόνη τὶς κάλυπτε σὰν ζεστὴ στάχτη. Ὅταν τὸ ἔνστικτο τοῦ μουζίκου ποὺ ἦταν συνηθισμένος νὰ συμβουλεύεται τὸν ἥλιο, τοῦ εἶπε πὼς πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς συφωνημένης δουλειᾶς, κατευθύνθηκε πρὸς τὴ φυλακή. Κι ἐκεῖ, μπρὸς στὸν λερὸ γκρίζο τοῖχο, μὲ μόνο ἄνοιγμα μία χαμηλὴ πόρτα, ἔνιωσε τὸ λαρύγγι του ξερὸ καὶ σὰν κάποια δυσκολία νὰ στρέφει τὸν λαιμό του πάνω στοὺς ὤμους του.
Μὲ τὸ ποὺ μπῆκε στὴν αὐλή, εἶδε τὸν Τιμοτέ, τὸν δήμιο. Ἦταν ἕνας μετρίου ἀναστήματος ἄντρας, μὲ χοντρὴ κοιλιά, μακριὰ γενειάδα, κοντὰ μπράτσα, ποὺ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ἄκακου ἐμπόρου. Ὁ Τιμοτὲ βάδισε πρὸς τὸ μέρος του καὶ τὸν ρώτησε:
– Ἐσύ ’σαι ποὺ σὲ λένε Ἰερεμέι;
Τὴν ἴδια στιγμὴ τὰ μικρά του μάτια, ποὺ ἔμοιαζαν μὲ βρεμένες καὶ γυαλιστερὲς φακές, προσήλωσαν τὸ βλέμμα τους στὸ πρόσωπο τοῦ στρατιώτη.
– Ἐγώ ’μαι, εἶπε ὁ ἄλλος.
– Καλά, καλά. Θὰ προτιμοῦσα νὰ εἶχα τὸν συνήθη βοηθό μου, ἀλλὰ χάνεται ἀπ’ τὴ χολέρα αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ λέμε. Πές μου, παλικάρι μου, ἔχεις ποτὲ κάνει αὐτὴ τὴ δουλειά;
– Ὄχι, Τιμοτὲ Ἰβάνιτς, ποτέ.
– Δὲν πρόκειται γιὰ κάτι τὸ δύσκολο, ὅμως χρειάζεται νά ’χεις τὸ χέρι καὶ κυρίως τὴν καρδιά. Τέλος πάντων, θὰ κρατήσω γιὰ σένα τοὺς πιὸ ζόρικους, αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται∙ σὲ σένα θὰ στείλω τοὺς ἤπιους, τοὺς ἀσθενικούς, θὰ εἶναι ἤδη νεκροὶ ὅταν τοὺς πάρεις.
Ἡ γλώσσα τοῦ Ἰερεμέι κινήθηκε μὲ δυσφορία μέσα στὸ στόμα του γιὰ νὰ ρωτήσει:
– Θὰ εἶναι πολλοί;
– Θὰ σοῦ ἀφήσω καμιὰ δωδεκαριὰ ἀπὸ δαύτους. Θὰ χρειαστεῖς γύρω στὴ μία ὥρα γιὰ νὰ τοὺς ἀποτελειώσεις. Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ τὸ κάνεις καθαρά, ὥστε τὸ αἷμα νὰ μὴν τιναχτεῖ πάνω σου. Πρέπει νὰ τοὺς τοποθετεῖς ἀρκετὰ μακριά, ἀλλὰ κι ὄχι πολὺ μακριὰ συγχρόνως, ὥστε ἡ βολὴ νὰ μὴν ἀστοχήσει. Εἶναι ζήτημα ὑπολογισμοῦ.
Ὁ Τιμοτὲ ξεφούρνισε αὐτὲς τὶς συμβουλὲς μὲ ἀργὴ φωνή, σημειώνοντας παύσεις στὶς οὐσιώδεις λέξεις, ὡστόσο ὁ Ἰερεμέι τὶς ἄκουγε χωρὶς νὰ καταλαβαίνει. Ἔνιωθε τὸ κεφάλι του κενὸ καὶ τὰ μπράτσα του τόσο βαριὰ ποὺ πονοῦσαν οἱ ὦμοι του. Καὶ δὲν ἤξερε γιατί τὸ πρόσωπο τοῦ Στεπὰν περνοῦσε καὶ ξαναπερνοῦσε ἀπὸ τὴ σκέψη του.
Στ’ αὐτιά του ἔφταναν ἐντούτοις κάποιες λέξεις ἀπ’ τὶς συστάσεις τοῦ δημίου ποὺ καταλάβαινε τὸ νόημά τους.
– Ὁ αὐχένας, ἔλεγε ὁ Τιμοτέ.
– Ὁ αὐχένας, ἐπαναλάμβανε ὁ ἐγκέφαλος τοῦ Ἰερεμέι, ναί, ξέρω, ἐκεῖ πυροβολεῖ κανείς.
– Τὰ ροῦχα, ἔλεγε ὁ δήμιος.
– Τὰ ροῦχα, σκεφτόταν ὁ Ἰερεμέι. Θὰ πρέπει νὰ ρωτήσω κάτι σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτό.
Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀγκάφιας τὸν τράβηξε ἀπὸ τὸ λήθαργο ὅπου τὸν εἶχαν ρίξει οἱ πρῶτες προειδοποιήσεις τοῦ δημίου. Σὲ μιὰν ἐνστικτώδη ἀνάγκη του νὰ αὐτοεπιβεβαιωθεῖ ζῶν, ξεφύσηξε βαθιά, χασμουρήθηκε, τέντωσε τὰ μπράτσα του ποὺ ἔτριξαν. Καθησυχασμένος εἶπε:
– Τιμοτὲ Ἰβάνιτς, κάνε μου μιὰ μεγάλη ἐξυπηρέτηση. Χρειάζομαι χρήματα γιὰ σήμερα τὸ βράδυ∙ ἀγόρασέ μου τὰ παλιόρουχα ποὺ θὰ πάρω σὲ λίγο.
Ὁ δήμιος κατάλαβε πὼς μ’ αὐτὸ τὸ πιεσμένο παλικάρι τὰ πράγματα θὰ πήγαιναν καλά. Κι ἔκλεισε ἡ δουλειά. Λίγα δευτερόλεπτα ἀργότερα, ἀκούστηκε ἡ κίνηση ἑνὸς καμιονιοῦ ποὺ στάθμευσε μπροστὰ στὴν Τσεκά. Ὁ Τιμοτὲ εἶπε ἀργά:
– Πρέπει ν’ ἀρχίσουμε, γιόκα μου. Τὸ φορτηγὸ τοῦ νεκροταφείου βρίσκεται ἐδῶ καὶ περιμένει. Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὸ μέρος.
Διέσχισαν τὴν αὐλὴ ποὺ ἦταν ἀρκετὰ πλατιὰ καὶ στάθηκαν μπρὸς σ’ ἕνα μικρὸ κτίσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατέβαινες στὰ ὑπόγεια. Ὁ Τιμοτὲ ἄνοιξε τὴν πόρτα, ἔδωσε τὸ κλειδὶ στὸν Ἰερεμέι καὶ τοῦ εἶπε:
– Πιάσε τὸ ὑπόγειο ὅπου εἶναι σημειωμένος ὁ ἀριθμὸς 7 καὶ περίμενε. Θὰ σοῦ στείλω κόσμο.
Ὁ στρατιώτης κατέβηκε τὰ σκαλοπάτια ποὺ φωτίζονταν ἀπ’ τὸ σκληρὸ φῶς ποὺ ἔριχναν ἠλεκτρικὲς λάμπες. Εἶδε τὴν πελώρια σκιά του νὰ χορεύει στὴ σκάλα καὶ τὸν ἔπιασε φόβος, φόβος τῆς σκιᾶς του, φόβος γι’ αὐτὸ τὸ ἀμετάβλητο κι ἀπάνθρωπο φῶς, φόβος γιὰ τὸ ὑπόγειο Ἀρ. 7. Ἔφτασε ὡστόσο ἐκεῖ, καὶ τὸ χέρι του μὲ τὰ βαριὰ κι ἀναίσθητα δάχτυλα βάλθηκαν ν’ ἀνοίξουν τὴν κλειδαριά. Χωρὶς τριγμούς, ἡ πόρτα ἄνοιξε μ’ ἐκπληκτικὴ καὶ δυσοίωνη εὐκολία. Ὁ Ἰερεμέι χαμήλωσε τὶς τετράγωνες ὠμοπλάτες του, σταυροκοπήθηκε καὶ μπῆκε στὸ ὑπόγειο.
Μὲ τὸ ποὺ μπῆκε μέσα, ὁ τρόμος του κατευνάστηκε. Τίποτα τὸ ὑπερφυσικὸ δὲν ὑπῆρχε μέσα σὲ τοῦτο τὸ εἶδος τετράγωνου τσιμεντένιου κουτιοῦ. Κοίταξε τοὺς τοίχους: ἦταν γκρίζοι, μὲ καφετιὲς κηλίδες, καὶ γεμάτοι τρύπες. Στὴ μέση τοῦ ἐλαφρὰ κεκλιμένου πατώματος ἔτρεχε ἕνα λεπτὸ αὐλάκι. Ὁ Ἰερεμέι πάσχιζε νὰ μὴν τὸ κοιτάξει καθόλου, γιατὶ εἶχε καταλάβει τὴ χρήση του καὶ δὲν μποροῦσε ἀκόμη νὰ πιστέψει πὼς τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων ποὺ θὰ σκότωνε, θὰ κυλοῦσε ἀπ’ αὐτό.
Σὲ μιὰ γωνιά, στὸ βάθος, διέκρινε ἕναν πάγκο. Ἀφέθηκε νὰ σωριαστεῖ πάνω του πιὸ κουρασμένος κι ἀπὸ τὸ ἂν εἶχε περπατήσει 50 βέρστια [4]. Καθὼς τὸ κὸλτ τὸν ἐνοχλοῦσε, τὸ ξεζώστηκε καὶ τὸ παρατήρησε μὲ βλακῶδες βλέμμα. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀκούστηκε στὴ σκάλα θόρυβος ἀπὸ φωνὲς κι ἀρβύλες. Ὁ Ἰερεμέι σηκώθηκε πάνω κοντανασαίνοντας, λὲς κι ἔρχονταν νὰ τὸν πάρουν αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν βασανίσουν. Δυὸ στρατιῶτες στάθηκαν στὴν εἴσοδο τοῦ ὑπογείου, πέταξαν μέσα μιὰν ἀνθρώπινη μορφὴ ποὺ τὴν εἶχαν σύρει μέχρι ἐκεῖ καὶ ξανάκλεισαν τὴν πόρτα.
Ἀσφυκτικὴ σιγὴ ἀνεπαίσθητης διάρκειας ἀλλ’ ἀτελείωτη σὰν τὴν αἰωνιότητα βάρυνε πάνω στὸ ὑπόγειο, καὶ στὸν Ἰερεμέι φαινόταν πὼς ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν θὰ εἶχε ἀρκετὸν ἀέρα γιὰ τὸ συμπιεσμένο στῆθος του. Ὁ καταδικασμένος σηκώθηκε πάνω. Ἦταν ὑψηλόσωμος, πολὺ ἀδύνατος καὶ μὲς στὸ φῶς ποὺ ἔπεφτε στοὺς τσιμεντένιους τοίχους, σ’ αὐτὸ τὸ χωρὶς ἀναβοσβήσιμο φῶς, χωρὶς κανένα ρίγος, καμιὰ σκιά, χωρὶς ζωή, ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὄρθιου πτώματος μὲς στὸ πουκάμισό του, τὸ μόνο ἔνδυμα ποὺ φοροῦσε. Ὁ Ἰερεμέι τὸν κοιτοῦσε χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει τὰ χαρακτηριστικά του ποὺ ἔπλεαν, χάνονταν, ἐξωπραγματικὰ καὶ κινούμενα. Δὲν ἔβλεπε καθαρὰ παρὰ τὸν λευκὸ λαιμό του ὅπου πρόβαλλε ἕνα ὀξὺ μῆλο τοῦ Ἀδὰμ καὶ ποὺ τὸν πλαισίωνε μία λεπτὴ χρυσὴ ἁλυσιδίτσα. Ὁ λαιμὸς αὐτὸς ὑπνώτιζε τὸν στρατιώτη, ποὺ σήκωσε τὸ χέρι του σὰν γιὰ νὰ τὸν ἀγγίξει.
Ὁ ἄντρας ὑποχώρησε ἀπότομα κι ἔφερε τὰ χέρια του στὸ λαιμό του∙ τὰ δάχτυλά του γραπώθηκαν ἀπ’ τὴν ἁλυσιδίτσα. Μιὰ ἀνάμνηση φάνηκε νὰ διασχίζει τὴν ἤδη σβησμένη σκέψη του κι ἁρπάζοντας τὴ χρυσὴ ἁλυσίδα μὲ τὸ μενταγιὸν ποὺ κρεμόταν ἀπ’ αὐτήν, τὴν ποδοπάτησε βροντοφωνάζοντας:
– Ὄχι αὐτό, ὄχι. Δὲ θὰ τὸ πάρεις, δολοφόνε.
Ἔπειτα πλησίασε τὸν στρατιώτη τόσο κοντὰ ποὺ σχεδὸν τὸν ἄγγιξε. Ὁ Ἰερεμέι ἔπιασε τὸ περίστροφό του, τὸ ἀκούμπησε στὸν ζεστὸ αὐχένα, ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ πυροβόλησε.
Ἅμα εἶδε τὸ σῶμα στὰ πόδια του, κάγχασε παράξενα καὶ κάθισε στὸν μπάγκο. Τὰ χέρια του ἀπὸ μόνα τους, δίχως νὰ ξέρει τὸ πῶς, ἔστριψαν ἕνα τσιγάρο καὶ μέσα σὲ σκυθρωπὴ χαύνωση, λὲς κι ἡ ζωὴ εἶχε χάσει κάθε ἔννοια γι’ αὐτόν, σίγουρος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημίου, περίμενε τὰ ἑπόμενα θύματα.
Δ´
Ἡ Ἀγκάφια περιέφερε τὴ βαριὰ νωχέλειά της στὴ λεωφόρο ὅπου ὁ Ἰερεμέι τὴν εἶχε πρωτοσυναντήσει. Τῆς τὸ εἶχε ζητήσει νὰ τὸν περιμένει ἐκεῖ πρὸς τὸ σούρουπο. Τ’ ἀκίνητα φύλλα τῶν λευκῶν ἔφεραν τὶς τελευταῖες ἀνταύγειες τοῦ φωτὸς κι ἡ νύχτα συσσωρευόταν ἀργὰ στοὺς δρόμους κι ἀπειλοῦσε τὸν οὐρανὸ ποὺ ἦταν ἀκόμη βαμμένος μ’ ἐκεῖνο τὸ φωτεινὸ καὶ καθάριο μπλὲ ποὺ παίρνει μόνο στὰ ἤρεμα δειλινὰ τοῦ καλοκαιριοῦ.
Ἡ νεαρὴ γυναίκα βάδιζε λικνίζοντας τοὺς γοφούς της, μὲ τεντωμένο ὡς συνήθως λαιμό. Ὅμως ὁ νοῦς της ἦταν ἥσυχος, γιατὶ ἡ νύχτα της ἦταν ἐξασφαλισμένη. Ἀνέπνεε τὴν ὑγρὴ βραδινὴ γλυκύτητα, ἱκανοποιημένη ποὺ ἦταν ἀκόμη μόνη της. Ἡ σκέψη τοῦ ἄντρα ποὺ θὰ ἐρχόταν σύντομα νὰ τὴν πάρει τῆς ἦταν ἐνοχλητικὴ καὶ φανταζόταν γιὰ μερικὰ λεπτὰ πὼς ἦταν ἐλεύθερη, πλούσια καὶ πὼς περιπλανιόταν κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα γιὰ τὴν εὐχαρίστησή της.
Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὰ βήματα τοῦ Ἰερεμέι, δὲν ἔνιωσε καμία δυσαρέσκεια, γιατὶ ἡ ψυχή της ἦταν παθητικὴ κι ἁπλὴ καὶ τὸ κορμί της συνηθισμένα στὶς ἄστατες θωπεῖες τῶν ἀντρῶν. Στράφηκε πρὸς ἐκεῖνον ποὺ ἐρχόταν καὶ τὸν χαιρέτησε μ’ ἕνα χαμόγελο ποὺ δὲν φαίδρυνε διόλου τὰ μάτια της.
– Δὲν ἔχεις ἀργήσει, εἶπε.
Τοῦ πρότεινε τὰ χείλη της, μὰ ὁ Ἰερεμέι δὲν τὸ πρόσεξε καθόλου. Μὲ προσπάθεια ψιθύρισε:
– Ὁ Θεὸς νά ’ναι μαζί σου, Ἀγκαφιούσκα.
Καθὼς βρισκόταν πάρα πολὺ κοντά του, ἀντιλήφθηκε πὼς τὰ βλέφαρά του εἶχαν ἕνα παράξενο τρεμούλιασμα καὶ πὼς τὸ κάτω σαγόνι του λυγίζοντας ἄφηνε τὸ στόμα του μισάνοιχτο. Δὲν ἀπάντησε τίποτα καὶ βάδισαν ἀργὰ πρὸς τὴν κατοικία της. Περπατοῦσαν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο σιωπηλοί∙ ὁ στρατιώτης ἔμοιαζε νά ’χε ξεχάσει πὼς εἶχε δίπλα του τὴ γυναίκα ποὺ ἡ θύμησή της τὸν εἶχε στοιχειώσει ὁλόκληρες μέρες καὶ νύχτες. Ἀνεπαίσθητα θιγμένη, θέλησε νὰ τραβήξει τὴν προσοχή του καὶ τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὸ μπράτσο του λέγοντας:
– Φαίνεσαι λυπημένος.
Ἐκεῖνος σκίρτησε μὲ τὸν ἦχο αὐτῆς τῆς βαθιᾶς καὶ βραχνῆς φωνῆς καὶ κοίταξε ἐπίμονα τὴν Ἀγκάφια. Στὸ χρυσαφένιο σκοτάδι τοῦ βραδιοῦ, τὸ βαρὺ ὡραῖο της πρόσωπο σκιρτοῦσε συγκινητικά, τὰ μάτια της ἦταν μεγαλύτερα, τὸ σῶμα της πιὸ μυστηριῶδες. Ξέσπασε σ’ ἕνα σύντομο γέλιο, κι ἐξαφανίστηκε ἡ νάρκη ποὺ ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση καὶ μετὰ δέσμευε τὴ σκέψη καὶ τὸ σῶμα του. Τοῦ φάνηκε πὼς ἀνακάλυπτε καὶ πάλι τὴν ἀκατανίκητη ἕλξη τῆς γυναίκας. Ὁ Ἰερεμέι κάλυπτε τὸ μποῦστο της μὲ τρεμάμενο μπράτσο καὶ στὴ σαρκώδη καμπύλη ποὺ πήγαινε ἀπ’ τὸ λαιμό της στὸν ὦμο της ἔμπηξε τὰ στεγνὰ χείλη του μὲ τὴ βεβαιότητα ποὺ θὰ εἶχε βάλει γιὰ νὰ τὴ χτυπήσει.
Ὕστερα, ἀφηρημένος, ἔμεινε ν’ ἀναπνέει δύσκολα, μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα. Τὸ χνότο του πέρασε στὸ πρόσωπο τῆς Ἀγκάφιας ποὺ μουρμούρισε:
– Ἔ, μὰ ἐσὺ μυρίζεις κρασί, Ἰερεμέι.
Ἐκεῖνος θυμήθηκε τότε ἀμυδρὰ πὼς ἐκεῖ κάτω, ὅταν ὅλα εἶχαν τελειώσει, ὁ Τιμοτὲ τὸν εἶχε προσκαλέσει νὰ πιεῖ βότκα κι ὅτι τὴν εἶχε πιεῖ ἀπ’ τὸ μπουκάλι μὲ μεγάλες γουλιές, κυριευμένος ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ οἰνοπνεύματος καὶ τῆς λησμοσύνης.
Ἔδειξε ἔκπληξη μὲ ἁπλότητα:
– Εἶν’ ἀλήθεια πὼς ἤπια τοῦ καλοῦ καιροῦ. Θά ’πρεπε μάλιστα νὰ εἶμαι μεθυσμένος τέτοια ὥρα.
Νόμισε ὅτι διάβασε τὴν ἐπιθυμία στὸ πρόσωπο τῆς Ἀγκάφιας, καὶ τὸν κατέκλυσε ἡ αἰφνίδια ἐπιθυμία νὰ δώσει εὐχαρίστηση στὴν κακόμοιρη αὐτὴ γυναίκα, νὰ τῆς φερθεῖ πολὺ τρυφερὰ καὶ περικαλυπτικά, σὰν σκοτεινὴ ἀνάγκη ὕστερα ἀπ’ τὸ δολοφονικὸ ἔργο του. Ὁ κλονισμὸς ἦταν τόσο δυνατὸς ποὺ δάκρυα ἀνέβηκαν στὰ μάτια του. Ἔπιασε τὸ χέρι τῆς Ἀγκάφιας, τό ’σφιξε δυνατὰ καὶ τῆς πρότεινε μὲ ντροπαλὸ χαμόγελο:
– Μήπως θέλεις κι ἐσὺ βότκα, μικρή μου; Δὲ θὰ πρέπει νὰ βρίσκεις συχνὰ βότκα, καημένη μου. Ἔχω χρήματα, φτάνει νὰ ξέρεις ποῦ μποροῦμε νὰ τὴ βροῦμε, πές το, μὴ φοβᾶσαι.
Μιὰ φευγαλέα ἔξαψη πέρασε ἀπ’ τὰ μάτια τῆς Ἀγκάφιας∙ παρατήρησε τὰ ἁπλὰ καὶ τραχιὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ στρατιώτη.
– Ἐσὺ δὲ θὰ μὲ προδώσεις, εἶπε σκεφτική. Θὰ σὲ ὁδηγήσω ὅπου πρέπει.
Ε´
Ὅταν μπῆκαν στὸ δωμάτιο της, ἡ Ἀγκάφια ἄναψε ἕνα κερί. Ἡ διστακτικὴ φλόγα του φώτισε τὸ σιδερένιο κρεβάτι ποὺ ἡ κούραση τὸ εἶχε κυρτώσει τοξωτά, τὸν καλυμμένο μὲ πράσινο λεκιασμένο κρετὸν καναπέ, μιὰ πολὺ ὡραία καυκασιανὴ μαντήλα ποὺ ἅπλωνε μὲ παράξενη λαμπρότητα τὰ ζωηρά της χρώματα πάνω στὸ κουτσὸ τραπέζι, καὶ μεγάλοι ἀναποφάσιστοι ἴσκιοι χόρεψαν πάνω στὴν ξεσκισμένη ταπετσαρία τοῦ τοίχου.
Ὁ Ἰερεμέι ἀκούμπησε στὸ τραπέζι τὸ μπουκάλι ποὺ κρατοῦσε καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ καθίσει. Μεγάλη ντροπαλοσύνη τὸν κυρίευε στὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ παραδείσου του. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πιστέψει ὅτι βρισκόταν στὸ δωμάτιο τῆς Ἀγκάφιας κι ὅτι θὰ τὴν ἔπαιρνε ὅταν θὰ τὸ ἤθελε. Ὅλη ἡ δουλειὰ στὸ ὑπόγειο Ἀρ. 7 τοῦ φαινόταν λιγότερο δύσκολη, λιγότερο σοβαρὴ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ προφέρει, ἀπὸ τὶς χειρονομίες ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει. Ἡ ἁπλότητα μάλιστα τῆς γυναίκας ἦταν ἕνα ἐπιπλέον ἐμπόδιο. Ἐκείνη εἶχε πάρει δύο ποτήρια, τὰ ἔπλενε στὸν κουβὰ ποὺ βρισκόταν πλάι στὸ κρεβάτι καὶ ἡ καθεμία κίνησή της ἔμοιαζε ν’ ἀπομακρύνει ἀπ’ αὐτὴν τὸν στρατιώτη.
Τελικὰ ἀφέθηκε νὰ πέσει στὸν καναπέ, γέμισε τὰ ποτήρια καὶ κάλεσε μ’ ἕνα νεῦμα της τὸν Ἰερεμέι. Ἐκεῖνος ἤπιε μονοκοπανιὰ τὸ δικό του γιὰ νὰ νιώσει τὴ στυφή του κάψα νὰ ρέει μέσα στὸ σῶμα του, ἐνῶ ἡ νεαρὴ γυναίκα ἔπινε πιὸ ἀργά, ἀπολαμβάνοντας τὴ φωτιὰ ποὺ τῆς ἔριχνε κάθε γουλιά.
– Εἶναι καλὴ βότκα, δὲν εἶν’ ἔτσι; ρώτησε ἡ Ἀγκάφια. Θά ’λεγες πὼς εἶναι Σμιρνόφσκα.
Ὁ στρατιώτης συγκατάνευσε μ’ ἕνα του νεῦμα, ὄντας πολὺ συγκινημένος γιὰ ν’ ἀποκριθεῖ.
Ἡ Ἀγκάφια συνέλαβε τὸ τρυφερό, ἀγαπησιάρικο βλέμμα του ποὺ ἀκολουθοῦσε τὴν κάθε της κίνηση καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἦρθε στὰ χείλη της ἕνα ἀληθινὸ χαμόγελο, ἕνα παιδιάστικο χαμόγελο μικροῦ λαίμαργου κοριτσιοῦ.
– Ἔχεις καλὸ βλέμμα, εἶπε ἡ Ἀγκάφια. Καὶ πάει καιρὸς ποὺ εἶχα ὄρεξη γιὰ βότκα.
Ἡ φωνή της, τὸ χαμόγελό της κυρίως συγκλόνισαν τὸν Ἰερεμέι, ποὺ ψιθύρισε συγκεχυμένα:
– Μικρή μου, καημενούλα μου, κανεὶς δὲ μοῦ ἦταν πιὸ ἀγαπητὸς ἀπὸ σένα.
Ἐκείνη κούνησε ἁπαλὰ τὸ κεφάλι της, θαρρεῖς κι ἀνέμενε αὐτὴ τὴν ὁμολογία κι ἤπιε ἄλλο ἕνα ποτήρι βότκα. Ξαφνικά, μὲ πυρετώδη εὐθυμία, ἀναφώνησε:
– Τὰ ροῦχα σου μυρίζουν περίεργα.
Ὁ Ἰερεμέι ὀσφράνθηκε ἕνα ἀπὸ τὰ μανίκια του καὶ θυμήθηκε: μύριζε τὸ ὑπόγειο Ἀρ.7.
– Δὲν εἶναι τίποτα, εἶπε μὲ σφιγμένα δόντια.
Ἡ σιωπὴ βάρυνε πάνω τους, καὶ ἡ Ἀγκάφια σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ γδύνεται.
Ὁ Ἰερεμέι στεκόταν μὲ γουρλωμένα μάτια, τὸ λαιμὸ βυθισμένο στὶς ὠμοπλάτες του, τὰ δάχτυλά του τρεμάμενα. Ἡ Ἀγκάφια ἔβγαλε τὸ κορσάζ της. Στὸ θολὸ φῶς τοῦ δωματίου ἐμφανίστηκαν τὰ στήθη της βαριά, σφιχτά, φουσκωμένα.
Κατόπιν τίποτα δὲν ὑπῆρξε στὸ κεφάλι τοῦ στρατιώτη ποὺ βούιζε πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ νιώσει τὴ γυναίκα κολλημένη πάνω του. Τὴν ἅρπαξε ἀπ’ τὸ σβέρκο, τὴν τράβηξε πρὸς αὐτόν, ζούπηξε τὰ σκοτεινὰ σημεῖα τοῦ λαιμοῦ της στὸ τραχὺ ὕφασμα τοῦ ἐπενδύτη του καὶ τὴν κράτησε σφιχταγκαλιάζοντάς την σ’ ἕναν ἀσφυκτικὸ καὶ βάρβαρο ἐναγκαλισμὸ ὅπου ἡ ὄρεξη γιὰ καταστροφὴ ἀναμειγνυόταν μὲ τὴν ἡδονή, γιατὶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἶδε φανερὰ καὶ καθαρὰ τὸν λαιμὸ καὶ τὸ ἐμφανὲς μῆλο τοῦ Ἀδὰμ τοῦ πρώτου θύματός του. Ἐκείνη ἀφηνόταν στὶς ὀρέξεις του λαχανιασμένη, καὶ στὰ πράσινα μάτια της ὑπῆρχε πρόσκληση κι ἀηδία…
Ὁ οὐρανὸς στὸ τεράστιο κάνιστρό του πρόσφερε τ’ ἀστέρια σὰν χρυσοὺς καρπούς. Ὁ Ἰερεμέι βάδιζε στοὺς σκοτεινοὺς δρόμους μεθυσμένος, δὲν ἤξερε ἀπὸ τί. Ἀπὸ τὸ χυμένο αἷμα; Ἀπὸ τὸν χορτασμένο πόθο; Ἢ ἀπὸ τὴ θανάσιμα λυπητερὴ γλυκύτητα ποὺ ἔκλαιγε ἐντός του ὅταν σκεφτόταν τὸ παιδικὸ χαμόγελο ποὺ εἶχε τσακώσει γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο στὰ χείλη τῆς Ἀγκάφιας;
ΣΤ´
Μὲ τοὺς ἀγκῶνες στὰ γόνατά του καὶ τὸ πηγούνι στὰ χέρια του, μιὰ γόπα ἀνάμεσα στὰ σφιγμένα δόντια του, ὁ Ἰερεμέι καθόταν στὸν μπάγκο τοῦ ὑπογείου Ἀρ. 7. Δύο πτώματα βρίσκονταν ἤδη στὸ πάτωμα σὲ στάση συστροφῆς ποὺ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ θάνατος δὲν εἶχε καθόλου μπορέσει νὰ τὴν καταλαγιάσει. Ἕνα ἀργὸ μουρμουρητό, σχεδὸν ἀνεπαίσθητο, γλιστροῦσε κατὰ μῆκος τοῦ κόκκινου αὐλακιοῦ.
Ὁ Ἰερεμέι δὲν σκεφτόταν πιά, δὲν αἰσθανόταν τίποτα, δὲν σάλευε διόλου. Ἔμοιαζε ἐνσωματωμένος στὸν τοῖχο. Μόνο ἡ ἀηδιαστική, ἀναγουλιαστικὴ μυρωδιὰ τοῦ αἵματος ἔκανε πότε-πότε νὰ διπλώνουν τὰ βαριὰ πτερύγια τῆς μύτης του. Στὸ πρόσωπό του δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἔκφραση ἀπὸ μιὰ καρτερικὴ καὶ τραγικὴ ἀποβλάκωση.
Ἡ πόρτα ἄνοιξε γι’ ἄλλη μία φορὰ κι ἕνα παραπαῖον ὂν ὠθήθηκε μὲς στὸ ὑπόγειο. Ὁ στρατιώτης δὲν μετακινήθηκε ἀπὸ τὴ θέση του∙ μονάχα τὸ χέρι του ἁπλώθηκε πρὸς τὸ περίστροφο ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν τοῖχο. Ὅμως τὸ μπράτσο του παρέμεινε μετέωρο καὶ σὰν ἁλυσοδεμένο, γιατὶ ὁ Ἰερεμέι εἶχε κοιτάξει τὸ καινούργιο θύμα ποὺ ἔτρεμε μερικὰ βήματα παραπέρα, καὶ τὰ χείλη του μουρμούριζαν ἤδη τὸ ὄνομά του:
– Ἀγκάφια.
Δὲν κατάλαβε ἐξαρχῆς τὴν ἐμβέλεια τῆς ἀνακάλυψής του∙ εἶχε τόσο πολὺ σκεφτεῖ τὴ νεαρὴ γυναίκα ποὺ τὸ μυαλό του, τὸ ὁποῖο ἀργοῦσε νὰ συγκινηθεῖ καὶ ἦταν μουδιασμένο ἀπὸ τὸ βύθος τοῦ ἐγκλήματος, δὲν κατόρθωνε διόλου νὰ ἐννοήσει τὸ τί τερατῶδες ὑπῆρχε γι’ αὐτὸν στὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ξανάβρισκε σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Ὡστόσο κι ἐκείνη τὸν εἶχε ἀναγνωρίσει καὶ μὲ κραυγὴ τρόμου ἔσπασε τὴ βαριὰ μαγεία ποὺ κρατοῦσε ἀκίνητη τὴ σκέψη τοῦ Ἰερεμέι.
– Ἀγκάφια, ἐπανέλαβε τονίζοντας μία-μία τὶς συλλαβὲς, Ἀ-γκά-φι-α!
Αὐτὴ τὴ φορὰ εἶχε μισοανασηκωθεῖ, ἀφήνοντας νὰ τοῦ ξεφύγει ἀπ’ τὸ στόμα του τὸ τσιγάρο ποὺ ἔσβησε τσιτσιρίζοντας στὸ ἁπλωμένο στὸ πάτωμα γλοιῶδες ὑγρό. Σὰν ἐλευθερωμένος ἀπὸ ἕναν ἀνονείρευτο ὕπνο, οἱ αἰσθήσεις του ἄρχιζαν νὰ ἀποκτοῦν μιὰ πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικότητα.
– Μὰ πῶς κατέληξες ἐδῶ; φώναξε ξαφνικά.
Καὶ ἡ φωνή του περιελάμβανε ἤδη τὸν τρόμο ποὺ ὁ νοῦς του δὲν κατάφερνε ἀκόμη νὰ τὸν συλλάβει. Καὶ τὰ μάτια του, ποὺ συνήθως ἔβλεπαν στοὺς κατάδικους μιὰ συγκεχυμένη μάζα ἀπ’ τὴν ὁποία μόνο ὁ αὐχένας τους ξεχώριζε, τὰ τυφλωμένα ἀπὸ τ’ ἄγριο φῶς τῶν ἠλεκτρικῶν γλόμπων μάτια του ἀντιλήφθηκαν τελικά, σὲ σύνδεση μὲ τὸν ἐγκέφαλό του, τὴν Ἀγκάφια στὸ ὑπόγειο Ἀρ. 7.
Ἡ Ἀγκάφια φοροῦσε μονάχα μιὰ πουκαμίσα μὲ φαρδιὰ λαιμόκοψη˙ κι ἐκεῖνος ἀναγνώριζε τὴν καμπύλη τῶν ὤμων της, τοὺς βαριοὺς δεσμοὺς τοῦ λαιμοῦ της, τὸ σκιασμένο βαθούλωμα τῶν στηθῶν της. Μάντευε τὸ κορμί της πίσω ἀπ’ τὸ τραχὺ ὕφασμα, αὐτὸ τὸ κορμὶ ποὺ ὅλη ἡ σάρκα του δονοῦνταν σὰν κάτω ἀπ’ τὰ τερατωδέστερα φιλιά. Καὶ ξαναρώτησε, πολὺ χαμηλόφωνα ὅμως ἐτούτη τὴ φορά:
– Τί ἔκανες γιὰ νὰ βρίσκεσαι ἐδῶ, κακορίζικη;
Ὅταν ἡ Ἀγκάφια ἀναγνώρισε τὸν Ἰερεμέι στὸ πρόσωπο τοῦ δημίου ποὺ τὴν περίμενε, ὀπισθοχώρησε μέχρι τὸν τοῖχο, μὲ τὰ χέρια της ἐνστικτωδῶς ἁπλωμένα ἐπιδεικτικὰ πρὸς τὰ μπρός. Εἶχε ἀφεθεῖ νὰ τὴ μεταφέρουν μέχρι τὸ ὑπόγειο, μισοσβησμένη ἤδη, χωρὶς ἀντίσταση καὶ μάλιστα χωρὶς φόβο. Ὡστόσο ὁ θάνατος ὄφειλε νὰ ἔχει ἀνώνυμο πρόσωπο καὶ ν’ ἀποτελεῖ μέρος τοῦ τεράστιου ὀργανισμοῦ ποὺ τὴν εἶχε φυλακίσει, καταδικάσει, χωρὶς νὰ γνωρίζει κανέναν σ’ αὐτόν. Ἀντικρίζοντας οἰκεῖα χαρακτηριστικὰ στὴν αἴθουσα τῶν ἐκτελέσεων, ἡ ἀνάμνηση καὶ κυρίως ἡ αἴσθηση τῆς ζωῆς τῆς ξανάρθαν κι ἔνιωσε ν’ ἀσφυκτιᾶ ἀπὸ τὸν τρόμο. Ἔμπηξε τότε μιὰ κραυγὴ ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἰερεμέι ἀπὸ τὴν ἀναισθησία του.
Ἡ φωνὴ τοῦ στρατιώτη, ἀργή, σταθερή, μὲ τὴ χωριάτικη χροιά της, τὴν ἠρέμησε κάπως. Χαλαρωμένη, μὲ τὴ θέλησή της καταργημένη, ἀπάντησε ὑπάκουα:
– Bοηθοῦσα νὰ περάσει κάλπικο χρῆμα, μ’ ἔπιασαν, μ’ ἔκλεισαν μέσα κι ἔπειτα ἦρθαν ἀπόψε νὰ μοῦ ποῦν νὰ γδυθῶ… Μά…
– Αὐτὸ εἶν’ ὅλο; Ὄχι, ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὅπως τὰ λές. Πές μου.
– Αὐτὸ εἶν’ ὅλο, ὅπως σ’ τὰ λέω.
– Δὲν εἶναι δυνατόν, πές μου, μὴ φοβᾶσαι λοιπόν.
Εὕρισκε τὴν ἱστορία πολὺ ἁπλοϊκή. Θὰ ἤθελε νὰ εἶχε πολὺ μπερδεμένες, ἀτελείωτες περιπλοκές, μιὰ ἐκτενέστατη ἀφήγηση ποὺ θὰ τοῦ εἶχε ἐπιτρέψει νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ κερδίσει χρόνο μπροστά του, ποὺ θὰ εἶχε καθυστερήσει τὴ στιγμὴ ὅπου τὸ μοιραῖο θὰ ὀρθωνόταν ἀνυπέρβλητο ὅπως ἡ θύρα τοῦ ὑπογείου καὶ σφαλισμένη ὅπως αὐτή.
Ὅμως ἡ Ἀγκάφια ἐπανέλαβε:
– Εἶναι ὅπως σ’ τὰ λέω. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, μὰ τὸν Χριστό.
Ἡ χωρὶς διέξοδο στιγμὴ εἶχε φτάσει. Ἔπρεπε ν’ ἀφεθοῦν στὸ ριζικό τους. Ὁ Ἰερεμέι ἔβγαλε ἕναν μακρὺ στεναγμό.
– Καὶ τότε τί πρέπει νὰ κάνω ἐγώ; Πρέπει λοιπὸν νὰ σὲ σκοτώσω; Σ’ ἔφεραν ἐδῶ, στὸ ὑπόγειό μου, καὶ πρέπει νὰ σὲ ἀποτελειώσω, ἐγώ. Εἰδαλλιῶς θὰ σκοτώσουν ἐμένα. Κι ἄλλωστε πληρώνομαι γι’ αὐτό.
Ἕνας σαρκασμὸς τρελοῦ στράβωσε τὰ χείλη του μὲ τὶς ἀφρισμένες σχισμὲς τοῦ στόματος. Μὲ τὸ ἁπλοϊκὸ μυαλό του, τώρα μονάχα κι ὕστερα ἀπὸ τὴ φράση ποὺ πρόφερε τυχαῖα, ἀντιλαμβανόταν τὸ φρικτὸ τερατούργημα τῆς τύχης.
Σκότωνε γιὰ τὴν Ἀγκάφια κι ἀπαριθμοῦσε τὰ θύματά του ἀπὸ τὰ φιλιὰ ποὺ τὰ κουρέλια τους θὰ τοῦ ἐπέτρεπαν ν’ ἀγοράσει ἀπὸ τὴ γυναίκα. Καὶ νά ποὺ ἔπρεπε αὐτὴν νὰ σκοτώσει. Σκέφτηκε γιὰ λίγο τὸ ταλαίπωρο φόρεμα τῆς Ἀγκάφιας ποὺ βρισκόταν ἤδη ἀνάμεσα στὰ νεκρικὰ κατάλοιπα. Ἡ σκέψη αὐτὴ τὸν συγκλόνισε μ’ ἕνα τόσο τραχὺ τράνταγμα ποὺ τὸν ἔκανε νὰ τρικλίσει σὰν μεθυσμένος διασχίζοντας τὸ ὑπόγειο καὶ νὰ σκοντάψει σ’ ἕνα πτῶμα. Τοῦ βγῆκε μιὰ ὀργισμένη βρισιὰ καὶ κλώτσησε τὸ ἀδρανὲς κορμὶ μὲ τὴν ἀρβύλα του. Ἡ μυρωδιὰ φρέσκου αἵματος ἀνέβηκε πιὸ δυνατὴ κι ἄθελά της ἡ Ἀγκάφια μουρμούρισε κυριευμένη ἀπὸ μιὰ θολὴ ἀνάμνηση:
– Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ παράξενη μυρωδιὰ ποὺ εἶχες τὶς προάλλες. Ἐρχόσουν ἐδῶ.
Ὁ Ἰερεμέι, συνθλιμμένος ἀπὸ συγκεχυμένη ὀδύνη, ἀπὸ βίαιο οἶκτο κι ἀπὸ κάτι ἰσχυρότερο ποὺ δὲν τὸ προσδιόριζε καθόλου ἀκόμη, θάρρεψε πὼς διέκρινε ἀηδία στὰ λόγια τῆς νεαρῆς γυναίκας. Αὐτὸ τὸν γέμισε ἀπελπισμένη λύσσα. Τὴ γράπωσε ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ φυτεύοντας τὸ βλέμμα του τὰ ἄτονα μάτια της, ἔγρουξε τρέμοντας:
– Ἄ, σὲ δυσαρεστῶ, Ἀγκάφια! Ἄ, ἡ μυρωδιὰ τῆς ἐπιδερμίδας μου σοῦ προξενεῖ ἐμετό! Καταραμένη! Γιὰ τοῦ ἐλόγου σου βρομάει αἷμα τὸ δέρμα μου, γιὰ σένα, ἄκου, τσάκισα τὸ κεφάλι αὐτῶν ἐδῶ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀκόμα. Δὲ σκεφτόμουν τὰ χρήματα πρὶν σὲ γνωρίσω, δὲν τὰ χρειαζόμουν, ἤθελα νὰ ἐπιστρέψω στὸ σπίτι μου, ὅμως σὲ εἶδα, μὲ γήτεψες, καὶ δὲ σ’ ἔχει κανεὶς παρὰ μὲ χρήματα. Τὴν πρώτη φορὰ μὲ περιγέλασες κατάμουτρα, ἔφυγες, δὲ μὲ θέλησες. Τότε, γιὰ νὰ σὲ φιλήσω θὰ εἶχα κάνει τὰ πάντα. Καὶ κόλασα τὴν ψυχή μου∙ κι ἔχασα τὴ ζωή μου, κι ὅλ’ αὐτὰ ἀπὸ λάθος δικό σου. Καὶ τώρα σὲ κάνω ν’ ἀηδιάζεις, καταραμένη, καταραμένη! Ὁ Κύριος βλέπει, ἀπὸ ἐκεῖ ψηλά, πὼς δὲν εἶναι δικό μου λάθος ποὺ δέχτηκα τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δημίου, ἀλλὰ δικό σου, καὶ θὰ σ’ τὸ χρεώσει.
Μιὰ φρενιασμένη κραυγὴ ξεπήδησε ἀπὸ τὸ στῆθος τῆς γυναίκας πού, κάτω ἀπὸ τὰ φλογερὰ μάτια καὶ τὰ σφοδρὰ λόγια τοῦ στρατιώτη, ἔβλεπε, στ’ ἀλήθεια, τὴν κόλαση ν’ ἀνοίγεται μπροστά της.
– Πάψε λοιπόν, δολοφόνε! Σκότωσέ με, ἀλλὰ μὴ μὲ βασανίζεις προηγουμένως. Ἄχ, ἄχ! μὴ μὲ κοιτάζεις ἔτσι. Δὲν τὸ ἀντέχω ἄλλο, τέλειωσέ με, σὲ ἱκετεύω.
Τὸ ὑπόγειο χόρευε μπρὸς στὰ μάτια τοῦ Ἰερεμέι∙ ἡ Ἀγκάφια, τὰ πτώματα, οἱ τοῖχοι, τὸ ματωμένο αὐλάκι, ὅλα ταλαντεύονταν, συγχέονταν σὲ καμπύλες γραμμές, θραυσμένες, τρελές. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς τὸ σῶμα του χανόταν μὲς στὸν στροβιλισμὸ τῶν πραγμάτων. Ἡ πικρία, ἡ ἀπόγνωση, ἡ λύσσα ἔκαναν δαιμονικὸ μεῖγμα ἐντός του. Κι οἱ κραυγὲς ἐτούτης τῆς γυναίκας ποὺ τὸν ξέσκιζαν, κι αὐτὴ ἡ μυρουδιὰ χασάπικου!
Ἅρπαξε τὸ ζεστὸ ἀκόμη ἀπὸ τοὺς προηγούμενους φόνους περίστροφό του καὶ τ’ ἀκούμπησε στὸ λαιμὸ τῆς Ἀγκάφιας ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια.
Δὲν ὑπῆρξε ὅμως πυροβολισμός, γιατὶ στὸν ἀριστερὸ ὦμο τῆς γυναίκας ὁ Ἰερεμέι ἀναγνώρισε ἀμέσως μιὰ ἐλιά, τὴν ὁποία εἶχε ἤδη ἀντιληφθεῖ ἕνα βράδυ, ἕνα μοναδικὸ βράδυ τῆς ζήσης του, καὶ ξαφνικὰ ἔνιωσε ἀνίκανος νὰ σκοτώσει, ἔνιωσε πιὸ ἀδύναμος κι ἀπὸ ἕνα παιδὶ ποὺ κλαίει, πιὸ ἀξιολύπητος κι ἀπὸ ἕνα σκυλὶ ποὺ ψυχομαχάει. Κι ἡ ἀπόγνωση αὐτὴ δὲν τοῦ ἐρχόταν πιὰ μονάχα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε τὴν Ἀγκάφια ἐνώπιόν του, ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα πιὸ τεράστιο, πιὸ βαθύ, πιὸ σπαραξικάρδιο συναίσθημα.
Γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἰερεμέι σκότωνε τοὺς κατάδικους, ἀντιλήφθηκε τὴν ἔννοια τοῦ ἔργου του ὡς δημίου. Μέχρι τότε τὰ θύματα ἦταν γι’ αὐτὸν ἁπλῶς στόχοι. Τώρα, μπρὸς στὸ μικρὸ σημάδι ποὺ τὸν συγκίνησε ἀντικρίζοντάς το, ὕψιστη ἀναστάτωση τὸν ταρακούνησε συθέμελα καὶ κατάλαβε πὼς δὲν μποροῦμε νὰ σηκώσουμε τὸ χέρι μας πάνω σὲ καμιὰν ἀνθρώπινη ζωή. Ἡ προσευχὴ τοῦ συντρόφου του Στεπὰν ἀντήχησε στ’ αὐτιά του, κι ἀπ’ τὸ λαχανιασμένο στόμα του ἀνέβηκε ἡ πράξη τῆς μετάνοιας, ἀντανάκλαση τῶν κηρυγμάτων τοῦ παπᾶ, πού, μικρὸ παιδί, τὰ εἶχε ἀκούσει στὴ μικρὴ ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του.
– Εἶχες δίκιο, Στεπάν. Εἶμαι χαμένος καὶ θὰ ἐμφανιστῶ ἐνώπιον τῆς θείας Δίκης δυστυχέστερος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ σκότωσα. Σκότωσα ἀπὸ φιλοκέρδεια κι ἀπὸ κακὸ πόθο, ὅπως ἕνας χασάπης ποὺ σφάζει βόδια. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα. Ὁ Ἰερεμέι μὲ τὰ κόκκινα χέρια, νὰ τ’ ὄνομά μου τοῦ λοιποῦ γι’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα!
Γονάτισε πάνω στὸ γλοιῶδες δάπεδο.
– Συγχώρεσέ με, Θεέ μου, ἂν αὐτὸ εἶναι δυνατόν. Κι ἐσένα, Ἀγκαφιούσκα, σ’ εὐχαριστῶ. Σ’ εὐχαριστῶ, μικρή μου, σ’ εὐχαριστῶ, καημενούλα μου, γιὰ τὴ χαρὰ ποὺ μοῦ ’δωσες κι ἀκόμα περισσότερο γιὰ τὴ φωτεινότητα ποὺ ἦρθες νὰ μοῦ φέρεις μέχρι ἐδῶ, μέχρι τὸ ἔγκλημά μου.
Ἡ Ἀγκάφια τὸν ἄκουγε κουνώντας ἁπαλὰ τὸ κεφάλι της μὲ τὴν οἰκεία κίνησή της. Δὲν ἤξερε πιὰ ἂν ἦταν ζωντανὴ ἢ νεκρή, ἀλλὰ στὰ σπασμένα νεῦρα της, ἡ τραγουδιστὴ φωνὴ τοῦ στρατιώτη ἔριχνε τερπνὴ γαλήνη. Τὰ μεγάλα της μάτια δὲν ἐγκατέλειπαν διόλου τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰερεμέι, γεμάτα τρυφερὸ ξάφνιασμα, ἀδιατύπωτη εὐτυχία.
– Ὥστε μ’ ἀγαπᾶς λοιπὸν Ἰερεμιάκι μου; εἶπε ὀνειροπόλα λὲς καὶ δὲν κατανοοῦσε τὸ νόημα τῶν λόγων της. Μοῦ μιλᾶς τόσο ἁπαλά!
Τότε, μπρὸς σ’ αὐτὴν τὴ σχεδὸν γυμνὴ γυναίκα, μὲ τὰ ξεχτένιστα μαλλιά, μέσα στὸ ὑπόγειο ποὺ μύριζε θάνατο κι ὅπου ἔβλεπες πτώματα, ὁ στρατιώτης ἄκουσε νὰ τοῦ ἔρχονται ὅλα τὰ ἐρωτικὰ λόγια τῶν παλαιῶν ρωσικῶν θρύλων, ὅλα τὰ θωπευτικὰ λόγια ποὺ ἡ λαϊκὴ καρδιὰ ἔβαλε στὰ παραμύθια καὶ στὰ τραγούδια της, ὅλα ὅσα οἱ μεγάλες θροΐζουσες στέπες, τὰ τεράστια, ἀργοκίνητα ποτάμια, τὰ γεμάτα ὄνειρα δάση, ὑπαγόρευσαν ἐπὶ αἰῶνες στοὺς Σλάβους, τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά, ποὺ τὸ βλέμμα τους εἶναι γαλανό. Σὰν μεταξωτὴ πτήση πουλιῶν, περιτριγύριζαν τὸν Ἰερεμέι καὶ νανούριζαν τὴν Ἀγκάφια, ποὺ μόνο τότε θυμήθηκε πὼς τὰ γνώριζε.
Ὅταν οἱ στρατιῶτες ποὺ ἔφερναν ἕναν καινούργιο κατάδικο, ἄνοιξαν τὴν πόρτα, εἶδαν τὸν δήμιο γονατισμένο μπρὸς σὲ μιὰ γυναίκα ποὺ τοῦ χάιδευε ἁπαλὰ τὸ μέτωπο καὶ στὴν ὁποία ψιθύριζε ἀτελείωτες καὶ συγκεχυμένες ὁμολογίες.
⸙⸙⸙
[Τίτλος πρωτοτύπου: «Le caveau no 7», La steppe rouge, Gallimard/folio, 1923, σσ. 153-178.]
Σημειώσεις
- Τσεκά (συντομ. τοῦ ρωσ. Τchrezvytchaïnaïa Komissia «Ἔκτακτη Ἐπιτροπή»), ὀργάνωση μὲ ἀποστολὴ τὴ συντριβὴ κάθε ἐπαναστατικοῦ στοιχείου καὶ τὴν πάταξη τῆς διαφθορᾶς καὶ τῆς κερδοσκοπίας στὴ Σοβιετικὴ Ρωσία (τέλη 1917-1922), ἡ πρώτη πολιτικὴ ἀστυνομία τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος. Τοὺς ὑπαλλήλους τῆς Τσεκὰ προκρίναμε νὰ τοὺς ἀποκαλοῦμε, ὅπως καὶ στὸ πρωτότυπο, τσεκιστές.
- Πρωτεύουσα τῆς ὁμώνυμης ἐπαρχίας στὸ Κεντρικὸ Διαμέρισμα τῆς Ρωσίας.
- Μικρὸ χωριάτικο σπίτι χαρακτηριστικὸ τῆς βόρειας Ρωσίας, κατασκευασμένο ἀπὸ ξυλεία ἐλάτης.
- Τὸ βέρστι εἶναι παρωχημένη ρωσικὴ μονάδα μήκους ποὺ ἰσοῦται μὲ 1,0668 χιλιόμετρα.

