ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΡΟΜΗ
Το βλέπω, κοντεύουν να το φράξουν τα θαμνόμουρα
μονοπάτι πολύτιμο, κατευθείαν μας πάει
στον ουρανό, αλλά πάντα μας φέρνει πάλι πίσω
πολύφωνους, πολύδοξους, τα σώματα του λευκού
ποιος άραγε να πέρασε από εδώ πριν από μας;
Μάλλον ο ουσιοπάτωρ, μας δείχνει το σφεντάμι
εδάφιο της γνώσης το απόγευμα ομιλεί
το κτήμα, η δροσιά, ο καιρός, δόξες του χώματος
πρόγνωση του βίου, η ευεξία του χρώματος
εκατόφυλλη μνήμη ο κατοικήσιμος κόσμος
στο άνοιγμα της σπηλιάς το αίνιγμα και η λύση
πρώτα κέρδη: τώρα σημαίνει θέληση η δύση
ανάκτηση κι όχι το τέλος του παντός ή λύπη
ας μείνουμε εδώ κι απόψε μαζί, ξανά το χάος λείπει.
⸙
Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΓΙΒΒΩΝΑ
διότι πρόλαβε να δει βρέφος την αλήθεια
ένα νήπιο σοφίας
κάτω από τη σελήνη
μητέρα της δικής του μητέρας
πολύ μακριά από τη σπηλιά του τέρατος
στο δρόμο για το πορφυρό ρήμα της αυγής
ένιωσε την πείρα της φυλής του
την αιωνιότητα της θέλησης για δύναμη
τη γλώσσα των νεφών με νόημα
μίλησε κι αυτός γρήγορα, σχεδόν αμέσως
όπως κι όλοι οι άλλοι της ομάδας του
σαν από πριν εγγονάκι του λόγου
μ΄ αγκαλιάζει στοργικά τώρα
μ΄ εκείνο το χέρι της πρόνοιας
επιτέλους έξω από το κλουβί του
με μαθαίνει χωρίς να με ρωτήσει
συλλαβές του αρχαίου δάσους
καθαρές πηγές της γνώσης
σκυφτός, νηφάλιος
αλλά υπερήφανος που είναι ρώμη
φωτογραφίζεται στωικά
δεν λέει ποτέ όχι στην τροφή
άτρωτος στο κυνήγι από παιδί
από κλαδί σε κλαδί
από φρόνηση σε συνέπεια αιώρας
θυμάται τα πάντα
ιδίως τις μέρες και τις νύχτες
ενός ανελέητου διωγμού
ήθελε να καταργήσει όχι μόνο τον κυνηγό
και το δίχτυ του
μα και την ιδέα του κυνηγού
όμως από την πολλή προσδοκία
ανέβηκε ψηλά ως τον αέρα της επιβίωσης
κι έρχεται από τότε συχνά να με επισκεφθεί
πάντα μόνος, πάντα μεταμφιεσμένος.
Το κατάλαβα από την πρώτη κιόλας στιγμή
τρέμει αυτή τη ζωή.
⸙
Η ΕΝΑΣΤΡΗ ΧΛΟΗ
Στην Αλκήστιδα Σουλογιάννη
Αιωρείται πάλι αυτή τη στιγμή
πολύ κοντά μας, σαν αλήθεια
ό, τι πιστέψαμε ότι ήταν λίγο πριν
από μάρμαρο ή από σκέτο ατσάλι
πυγολαμπίδες μήπως
δενδρόβια μυστικά να είναι άραγε
ή προσευχές ξανά των βουδιστών
καθώς σηκώνεται το χορταριασμένο μονοπάτι
με τη δύναμη των θαυμάτων, κάθετα
ένα λάβαρο δηλαδή μέσα στο όνειρο
δεν ακούμε αλλά ξέρουμε
στρατώνες αδειάζουν εντελώς
ο ένας μετά τον άλλον
αλογοπέταλα με νόημα
από μακριά τώρα πια όλα αυτά
όπως ομίχλη με σθένος
πέπλο να σκεπάσει το μάτι του κακού
βασκανία έρεβος χολή μικραίνουν
μικραίνουν κι άλλο
για να τα καταπιεί στο τέλος
με υπομονή το ένα μετά το άλλο
εκείνο το ακοίμητο, το προβλέψιμο βατράχι
στην άκρη πάντα της πέτρας των θρύλων
καθώς κατεβαίνει ο ουρανός
να γίνει άλλη μια φορά
η γλώσσα της νύχτας
οι παραιτήσεις, οι πτώσεις
να σβήσουν, να ξεχαστούν
ενώ ο μέγας κυματισμός της βλάστησης
να παραμείνει κυρίαρχος
η μόνη βεβαιότητα ασίγαστη
συνεπής, όσο ο θεός Παν
(θα μου πεις
πυγολαμπίδες παντού;)