Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Παντελής Μπουκάλας

Βάρναλης και Βαρνακιώτης

Όσες επετείους κι αν γιορτάσουμε, το όνομα πολλών αγωνιστών του 1821 είναι καταδικασμένο να μείνει εσαεί γλώσσα, με τη σημασία της «αχρήστου, απηρχαιωμένης, ή ξένης λέξεως, ήτις χρήζει ερμηνείας» που έχει ο όρος αυτός στην Ποιητική και τη Ρητορική του Αριστοτέλη: Ποιος ο Σέκερης τάχα και ποιος ο Φωτομάρας; 

Αρκετών άλλων το όνομα κάτι μάς θυμίζει, έτσι όπως το βλέπουμε στις οδωνυμικές πινακίδες των πόλεών μας, δεν είμαστε όμως απολύτως βέβαιοι για το νόημα που τους αντιστοιχεί, για τον βίο δηλαδή του ανθρώπου που το έφερε: Ο Ξάνθος; Ο Στουρνάρης; Ο Κασομούλης; Χμ…

Τη χειρότερη μοίρα ωστόσο την υφίστανται ονόματα αγωνιστών του ’21 καταδικασμένα να κυκλοφορούν διά παντός σαν συνώνυμα της εθνικής προδοσίας. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση το όνομα Γεώργιος Βαρνακιώτης. Αφορμή για να τον θυμηθώ, ή μάλλον να τον ξαναθυμηθώ, στάθηκε η πρόσφατη αναδημοσίευση, στη λήξη του επετειακού έτους για τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, ενός περίπου εβδομηντάχρονου κειμένου του Κώστα Βάρναλη που αναφέρεται –ονειδιστικά– και στον Βαρνακιώτη. Και αιτία μια παλιά βαθιά απορία για το πώς ακριβώς μεταφράζεται στο πεδίο του πραγματικού βίου, της καθημερινότητας, των μαζικών αντιλήψεων, ο εξής περίφημος αφορισμός του Αριστοτέλη στην Ποιητική του (1451b):

τω τον μεν τα γενόμενα λέγειν, τον δε οία αν γένοιτο. Διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν· η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ’ ιστορία τα καθ’ έκαστον λέγει.

Και στη μετάφραση του Σίμου Μενάρδου:

ο μεν (ιστορικός) λέγει τα γενόμενα, ο δε (ποιητής) όπως είν’ επόμενον να συμβούν. Διά τούτο είναι και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον πράγμα η ποίησις από την ιστορίαν, διότι η μεν ποίησις μάλλον τα καθόλου (συμβαίνοντα) λέγει, η δε ιστορία τα καθ’ έκαστον (άνθρωπον συμβάντα).[1]Αριστοτέλης, Περί ποιητικής, μετάφραση Σίμος Μενάρδος, εισαγωγή, κείμενο και ερμηνεία Ι. Συκουτρής, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, χ.χ.έ., σσ. 78-79.

Όταν όμως η ποίηση δεν ασχολείται με «τα καθ’ όλου, με γενικάς αρχάς των όντων», όπως ερμηνεύει ο Ιωάννης Συκουτρής το αριστοτελικό χωρίο, αλλά «με ατομικά γεγονότα», όταν στην πραγματικότητα ιστοριογραφεί, ποια η μοίρα της τυπικής, της συνήθους ιστοριογραφίας; Ποια από τις δύο επιβάλλει το πόρισμά της; Ξαναρχόμαστε λοιπόν στον Γεώργιο Βαρνακιώτη. Για τον Ξηρομερίτη οπλαρχηγό (1780-1842) έχουν γραφτεί πολλά, από τον Κάρπο Παπαδόπουλο (Τα κατά Γ. Βαρνακιώτην και ανάκτησις του Μεσολογγίου, Μεσολόγγι 1861) έως τον Διονύσιο Μιτάκη («Η συμβολή του Βαρνακιώτη εις την ελευθερίαν του Μεσολογγίου», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών, τόμ. Ε΄, 1974-1975, σσ. 157-198), τον Κώστα Σαρδελή (Γεώργιος Βαρνακιώτης, ο προδομένος στρατηγός του 1821, Αθήνα 1980) και τον Κωστή Παπαγιώργη (Τα καπάκια: Βαρνακιώτης – Καραϊσκάκης -Ανδρούτσος, Αθήνα 2003). Ομοφωνία δεν υπάρχει, είτε καταδικαστική είτε αθωωτική.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1822 ο Βαρνακιώτης, κατόπιν αποφάσεως του Εκτελεστικού Σώματος, που εκτιμά «την εις τα πολεμικά εμπειρίαν του και τον υπέρ πατρίδος διακαή ζήλον του», αναλαμβάνει, ως στρατηγός, τη γενική διεύθυνση όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Δυτική Χέρσο Ελλάδα. Πριν καν συμπληρωθεί μήνας όμως, στις 11 Οκτωβρίου, το Βουλευτικό Σώμα κρίνει αναγκαίο «να ψηφισθή στρατηγός κατά πάσαν την Δυτικήν Ελλάδα αντί του επαράτου Γεωργίου Νικολού Βαρνακιώτη» ο Μάρκος Μπότσαρης. Τι συνέτρεξε; Κατά τον αγωνιστή του ’21 Κάρπο Παπαδόπουλο, ο Βαρνακιώτης έπεσε θύμα των ραδιουργιών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, που ενώ είχε δώσει στον οπλαρχηγό έγγραφη άδεια να προχωρήσει σε πλαστές συνεννοήσεις με τους Τούρκους, αρνήθηκε κατόπιν την εμπλοκή του.

Από τα τέλη του 1822 έως την αποκατάστασή του από το Βουλευτικό Σώμα τον Δεκέμβριο του 1827, οπότε και επέστρεψε στις τελευταίες πολεμικές επιχειρήσεις στη Ρούμελη, ο Βαρνακιώτης αντιμετωπίζεται σαν προδότης. Μάταια προσπαθούσε επί μία πενταετία να αποδείξει την αθωότητά του από τα Επτάνησα, όπου είχε καταφύγει μετά την αποκήρυξή του. Δεν είχε πια να αντιμετωπίσει μόνο τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αντιπάλους του, αλλά και την ίδια την ποιητική μούσα, την ανώνυμη και την επώνυμη. Και σ’ αυτήν τη μάχη ήταν αδύνατο να νικήσει.

Ο λαϊκός ποιητής απαξιώνει σχεδόν αμέσως το όνομά του, αν κρίνουμε από ένα τραγούδι αποθησαυρισμένο από τον Κλωντ Φωριέλ, και συγκεκριμένα από τη δοξαστική αναφορά στον Μάρκο, που εμφανίζεται ζων και δρων (σκοτώθηκε στο Καρπενήσι, στις 9 Αυγούστου 1823):

Να ’μαν πουλί να πέταγα, να πήγαινα στο ψήλο,
ν’ αγνάντευα την Ρούμελη, το δόλιο Μεσολόγγι,
πώς πολεμούν οι Έλληνες με τέσσαρες πασάδες.
Πέφτουν τα τόπια σαν βροχή, και μπόμπες σαν χαλάζι,
κι αυτά τα λιανοτούφεκα σαν άμμο της θαλάσσης.
«Προσκύνα Μάρκο στον πασά, προσκύνα στον βεζίρη,
να σου χαρίσω τ’ άρματα, σένα και των παιδιών σου».
«Εγώ, πασά, δεν προσκυνώ, σαν τον τουρκο-Γιωργάκη,
που πρόδωσε τ’ αδέρφια του»[2]Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τόμ. Β΄: Ανέκδοτα κείμενα, αναλυτικά κριτικά υπομνήματα, παράρτημα και επίμετρα, εκδοτική επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 109, αρ. 141..

Σφοδρότατα επιτιμητικό ήταν και το εκτενές ποίημα Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, που αποδίδεται στον Στασινό Μικρούλη. Το εν λόγω Ποίημα απλούν τυπώθηκε στο Μεσολόγγι το 1824, στο τυπογραφείο του Δημητρίου Μεσθενέως, ο οποίος ήταν ο τυπογράφος των Ελληνικών Χρονικών του Ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβου Μάγερ. Ιδού οι πρώτοι δεκατέσσερις από τους ενενεήντα στίχους της συλλογής Φωριέλ:

Τόσο με παρακίνησε να γράψ’ αυτήν την ρίμα,
για να μη μείνει και χαθεί, και έχω αυτό το κρίμα.
Να πω για τ’ Ανατολικό κι αυτό το Μισολόγγι,
οπού κατέβηκ’ η Τουρκιά κι οι Αρβανίτες όλοι.
Τους άφηκε και πέρασαν σκύλος ο Βαρνακιώτης
οπού ’τον Τούρκος-χριστιανός, Ιούδας και προδότης.
Αυτός, ήταν ο διάβολος μέσα του φυλαμένος
κι ο πρίγκιψ ο Αλέξανδρος δεν το ’ξευρ’ ο καημένος,
μόν’ έλεγε ότ’ ήτονε πιστός και πατριώτης,
κι αυτός ήτον ο σατανάς, κι ήτον κακός προδότης.
Να θελ’ αστράψ’ ο ουρανός να τονε κατακάψει!
Στην προδοσιάν οπού ’καμε, και ποίος να μην κλάψει;
Επρόδωσε τ’ αδέλφια του και όλους τους δικούς του,
κανένας δεν τους ήξευρε τους διαλογισμούς του.

Το ανεξίτηλο στίγμα ήρθε βεβαίως από τον Ανδρέα Καλβο και την «Εις προδότην» ωδή του. Οι τέσσερις πρώτες στροφές της:

Εγύρισε ταις πλάταις του·
φεύγει, φεύγει ο προδότης·
αλαμπή σέρνει τ’ άρματα
φαρμακερά, το στήθος του
έγινεν άδης.

Τον σταυρόν και τους Έλληνας
άφησ’ οπίσω, εξάπλωσεν
αδελφικώς την χείρά του
στους τούρκους κ’ επροσκύνησε
βάρβαρον νόμον.

Τον συντροφεύει ολόμαυρον,
μέγα εναέριον σύγνεφον·
κρέμεται ακόμα ατίνακτον
αστροπελέκι επάνω του,
κ’ άγρυπνος μοίρα.

Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις,
και ο κτύπος των ποδών σου
αντιβομβεί, ωσάν να ’τρεχες
επί τον κούφιον θόλον
βαθείας αβύσσου.

Μπορεί ο Βαρνακιώτης να αποκαταστάθηκε το 1827· μπορεί το 1830 να ονομάστηκε χιλίαρχος από τον Ιωάννη Καποδίστρια, που εμπιστευόταν τον οπλαρχηγό από την αρχή της γνωριμίας τους στη Λευκάδα, το 1807, και μέχρι τέλους· μπορεί πολλοί ιστορικοί, συγκαιρινοί του και μεταγενέστεροι, να τον απαλλάσσουν από τις εις βάρος του κατηγορίες, η ποίηση όμως, η προσωπική και η δημοτική, δεν παλινώδησε ποτέ. Δεν αναψηλάφησε καν το ζήτημα. Επέμεινε στο καταδικαστικό πόρισμά της, το οποίο τελικά κυριάρχησε.

Δεν ξενίζει λοιπόν ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Κώστας Βάρναλης προσυπογράφει το κατηγορητήριο του Κάλβου σε κείμενό του στην Αυγή, τα Χριστούγεννα του 1955, με τίτλο «Χριστουγεννιάτικοι στοχασμοί» και υπότιτλο «Αφρίζουν τα ποτήρια της αδικίας» (αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Βαγγέλη Σακκάτου Ο Ανδρέας Κάλβος και οι καρμπονάροι, που διανεμήθηκε από την Εφημερίδα των Συντακτών στις 23 Δεκεμβρίου 2021). Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι γνώριζε τις τιμητικές για τον Βαρνακιώτη πράξεις της επίσημης ελληνικής πολιτείας και, αν όχι τις απαλλακτικές, τουλάχιστον τις επιφυλακτικές κρίσεις των ιστορικών, και πάλι με την ποίηση θα συντασσόταν.

«Όσο θα υπάρχουν αιώνες», γράφει λοιπόν ο Βάρναλης για τον Κάλβο, με την ευκαιρία της έκδοσης των Απάντων του από τον Νίκο Βέη, «θα στέκουν υποδείγματα ηθικού μεγαλείου οι δύο περίφημες ωδές του: “Εις Προδότην” και “Ευχαί”». Είναι πολύ επίκαιρες ωδές. Αυτές μπορούνε να περάσουνε την άβυσσο, που αχολογά από τους βρόντους των αλυσίδων, από τα βογγητά και τους θρήνους των αιχμαλώτων και να τους εξυψώσουνε το φρόνημα και να τους φτερώσουνε την ελπίδα της… “ειρήνης”».

Αμέσως έπειτα ο Βάρναλης παραθέτει έξι στροφές της ωδής «Εις τον προδότην» και συμπεραίνει: «Αλλ’ αν τους Βαρνακιώτηδες και τους Νενέκους και τους “προσκυνημένους” και τους Γραικύλους τούς ξέρουν οι λαοί, τους “προστάτες” δύσκολα τους ξέρουν».

Εκείνο που εμείς ξέρουμε πάντως είναι ότι ορισμένες φορές η ποίηση, ακόμα κι αν δεν είναι σπουδαιότερη της ιστορίας, είναι ισχυρότερή της.

Υποσημειώσεις[+]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή