© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Ιάκωβος Κονιτόπουλος

Υπάρχει κοινό που διψάει για τη νέα μουσική

Η Ελλάδα, ως χώρα, έχει αποδείξει ότι δεν «κατανοεί» τη σύγχρονη μουσική, καθώς έχει στρέψει την προσοχή-ενδιαφέρον σε μουσικές προερχόμενες από την «καθ’ ημάς ανατολήν» ή μουσικές επίκαιρες και διασκεδαστικές ή μουσικές άμουσες ή μουσικές παγκοσμιοποιημένης βιομηχανοποίησης, χωρίς ερωτισμό, ποίηση και όνειρο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο σημερινός Έλληνας να αγνοεί σημαντικούς δημιουργούς της σύγχρονης μουσικής έκφρασης, όπως τον Ξενάκη, τον Σκαλκώτα, τον Αντωνίου, τον Σισιλιάνο, τον Μιχ. Αδάμη, τον Δραγατάκη κ.λπ. Και φυσικά δεν μπορείς να πεις ότι γνωρίζεις έναν συνθέτη μόνο από τους Ελληνικούς Χορούς του, όπως στην περίπτωση του μεγάλου Σκαλκώτα, και να αγνοείς όλο το υπόλοιπο έργο του.

Στη χώρα μας υπάρχει ένα κοινό που έχει «μυηθεί», θα έλεγα, στη σύγχρονη μουσική ή/και ενδιαφέρεται για τον νέο ήχο και τις νέες προτάσεις της μουσικής δημιουργίας. Υπάρχουν σημαντικοί μουσικοί φορείς που δίνουν βήμα στη σύγχρονη μουσική εδώ και δεκαετίες, όπως το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που από το ξεκίνημά του έδωσε χώρο στη νέα μουσική τέχνη. Αυτό εκ προοιμίου δημιουργεί κοινό. Επίσης η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει δώσει χώρο, τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες, στη σύγχρονη μουσική, με πολύ-πολύ σημαντικές προτάσεις και σημαντικούς δημιουργούς. Όλες οι παραστάσεις ήταν/είναι γεμάτες. Τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ, οι περίφημες Κρατικές μας Ορχήστρες Αθήνας και Θεσσαλονίκης, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, τα Μουσικά Σύνολα του Δήμου Αθηναίων, η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, όλοι αυτοί οι φορείς συμβάλλουν στην ανάπτυξη της σύγχρονης μουσικής τέχνης και στη διαμόρφωση κοινού, που παρακολουθεί τις εκδηλώσεις τους. Καταληκτικά, θα έλεγα, ότι στη χώρα μας υπάρχει κοινό που «διψάει» για τη νέα μουσική, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να το υποβαθμίσουν.

Η μουσική παιδεία στη χώρα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει ανεβεί αρκετά. Κι αυτό όχι γιατί το κράτος ασχολήθηκε ή μερίμνησε για κάτι τέτοιο, αλλά γιατί οι νέοι μουσικοί, σολίστ, μαέστροι, συνθέτες, έφυγαν από τη χώρα και σπούδασαν σε πανεπιστήμια και σχολές του εξωτερικού και διεύρυναν τις γνώσεις τους και τους μουσικούς τους ορίζοντες, μετά τις, ας πούμε, εγκύκλιες μουσικές σπουδές τους στην Ελλάδα. Έτσι τα Πανεπιστήμια και τα Ωδεία μας έχουν στελεχωθεί από κορυφαίους Δασκάλους, τόσο στην ενόργανη μουσική, όσο και στη μονωδία, τη σύνθεση, τη διεύθυνση ορχήστρας/χορωδίας. Στελεχώθηκαν οι ορχήστρες μας από ένα τέτοιο δυναμικό, που σε συνδυασμό με τη δραστηριότητα που πιο πάνω περιέγραψα, των επίσημων μουσικών φορέων της χώρας, να έχουμε σήμερα ένα πολύ υψηλού επιπέδου δυναμικό μουσικών, σολίστ, μαέστρων, μουσικών δημιουργών.

Παρ’ όλα αυτά, όμως, ένας συνθέτης στην Ελλάδα του 2022 δεν μπορεί να ζήσει από τη σύνθεση, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό, αλλά πρέπει να αναλώνει τον χρόνο του «χαμένος» μέσα σε έναν κυκεώνα εργασιακού χάους, ανασφάλειας, κρατικής απαξίωσης, για να μπορέσει να επιβιώσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απομάκρυνση του μουσικού δημιουργού από την κατεξοχήν εργασία του, αυτήν της σύνθεσης μουσικών έργων.

Η διεθνής μουσική σκηνή δεν αγνοεί τη σύγχρονη ελληνική μουσική παραγωγή. Ίσως να μην κατέχει όλο το εύρος της. Κι αυτό όχι γιατί η επίσημη πολιτεία φροντίζει, τουναντίον απέχει, αλλά γιατί οργανωμένοι φορείς, όπως η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών ή μεμονωμένοι Έλληνες δημιουργοί, σολίστ και μαέστροι, προάγουν τη νέα ελληνική μουσική στο εξωτερικό. Βέβαια αυτό θέλει ακόμη πολύ μεγάλη δουλειά και οργάνωση.

Η ηλεκτρονική μουσική είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας. Θα πρέπει, όμως, να προωθηθεί περισσότερο στο εξωτερικό, ώστε να αποκτήσει τη θέση που της αξίζει. Από τότε που ο αείμνηστος Μιχάλης Αδάμης έγραψε, τη δεκαετία του 1960, το πρώτο αμιγώς ηλεκτρονικό, ηλεκτροακουστικό θα προτιμούσα, έργο, έχουν προχωρήσει πολύ θετικά τα γενόμενα της έντεχνης ηλεκτροακουστικής μουσικής στη χώρα, τόσο μέσα από τα μουσικά τμήματα των Πανεπιστημίων μας όσο και από πολύ σημαντικούς δημιουργούς κι φορείς. Το σίγουρο είναι ότι η ηλεκτροακουστική μουσική αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης μουσικής στη χώρα μας και υπό αυτό το πρίσμα θεωρώ ότι αυτή μόνη, η νέα μουσική στο σύνολό της, είναι η σύγχρονη «κλασική» μας μουσική.

Ποίηση και Μουσική είναι δύο πανέμορφες Κόρες, με την αρχαία έννοια, που πάνε χέρι-χέρι. Στην Ελλάδα η πορεία τους είναι παράλληλη ή σχεδόν παράλληλη, αλλά ταυτόσημη για πάνω από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Ως Έλληνας δημιουργός ενδιαφέρομαι να «παντρεύω» αυτές τις δύο πολύ συχνά. Είναι μια πολύ δημιουργική κι ερωτική συνάμα διεργασία.

Η Ελλάδα είναι γεμάτη απ’ άκρη σε άκρη από ποιητές/τριες. Σπουδαίους/ες ποιητές/τριες. Ένας συνθέτης μπορεί να βρει νέα ποιήματα και να συνεργαστεί με ζώντες/ζούσες ποιητές/τριες. Αυτές οι συνεργασίες συνήθως βγάζουν διαμάντια. Με τα λιμπρέτα είναι λίγο δύσκολο, επειδή στη χώρα δεν υπήρχε μια τέτοια παράδοση αντίστοιχη με της Ιταλίας, ας πούμε, που η όπερα ήταν σε ημερήσια διάταξη ή στη Γερμανία τα ορατόρια κ.λπ. Αυτό συνετέλεσε ώστε οι ποιητές/τριές μας να μην έχουν ασχοληθεί διεξοδικά με τη δημιουργία λιμπρέτων. Όμως υπάρχουν κάποιες πολύ πετυχημένες περιπτώσεις δημιουργίας λιμπρέτων, που έδωσαν μεγάλες ελπίδες για την πορεία αυτού του είδους. Βλέπεις οι σημερινοί/ές ποιητές/τριες έχουν και τις γνώσεις και τα μέσα για να δημιουργήσουν πολύ επιτυχημένα λιμπρέτα/σενάρια για σύγχρονα μουσικά έργα. Όλο αυτό, όμως, πάντα σε συνεργασία με τον/την συνθέτη. Δεν υπάρχει, δηλαδή, στη χώρα μια βιβλιοθήκη λιμπρέτων/σεναρίων για μουσικές δημιουργίες.

Η σύγχρονη μουσική μπορεί να συνδυαστεί και να συνδυάσει κι άλλες τέχνες, όπως το Θέατρο, τον Κινηματογράφο, τον Χορό, που με τη χρήση τής πολύ ανεπτυγμένης τεχνολογίας του σήμερα, μπορεί να δημιουργήσει εκπληκτικά έργα.

Οι προσωπικότητες που έχουν επηρεάσει τόσο τη μουσική μου δημιουργία, όσο και την εν γένει εξελικτική πορεία μου ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη, είναι κατ’ αρχάς οι σπουδαίοι δάσκαλοί μου, Κ. Σαμσαρέλος, Δημ. Δραγατάκης, Θόδ. Αντωνίου, καθώς και οι Μάνος Χατζιδάκις, Γιάννης Χρήστου, Ν. Σκαλκώτας, Δημ. Μητρόπουλος, Bella Bartòk, Igor Stravinsky, Alfred Schnittke, Αισχύλος, Διον. Σολωμός, Γ. Σεφέρης, Οδ. Ελύτης, Ρέα Γαλανάκη, Γιώργος Μιχαηλίδης, Σπύρος Ευαγγελάτος και πολλοί άλλοι, που με το πνεύμα, το ήθος και το ύφος τους γαλούχησαν την αποτύπωσή μου στη ζωή.

Όταν γράφω μουσική δεν έχω κάποια προτίμηση σε όργανα ή συνδυασμούς οργάνων. Μου αρέσει να γράφω μουσική, γιατί το θεωρώ ανάγκη για την ύπαρξή μου. Ωστόσο μου αρέσει πολύ η φωνή, ως όργανο και η φωνητική μουσική τόσο ως σόλο όσο και μέσα από διάφορους συνδυασμούς της με άλλα όργανα ή μουσικά σύνολα, μικρά ή μεγάλα. Λατρεύω δε τη χορωδιακή μουσική.

Το κοινό, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, ενδιαφέρεται για τη μουσική μου, εκδηλώνει κάποιον ενθουσιασμό κατά τις παρουσιάσεις έργων μου. Υπάρχουν άνθρωποι που με ρωτούν, όταν με συναντούν σε διάφορους συναυλιακούς χώρους, πότε θα ακούσουν έργο μου. Μάλλον είναι θετική, απ’ ό,τι φαίνεται η ανταπόκριση του κοινού στη μουσική μου.

Κάθε έργο μου έχει ως αφετηρία το μηδέν, το τίποτα. Δεν ξέρω τίποτα, δεν γνωρίζω τίποτα. Συνεπώς η όλη διεργασία της δημιουργίας του είναι μια αναζήτηση, μια ερώτηση για την πορεία του, τη σκέψη μου, την αφομοίωση και ανάδειξη του εσώτερου κόσμου της μουσικής και του εαυτού μου. Δεν ξέρω αν η μουσική μου απαντάει σε κάτι, το σίγουρο είναι ότι συναντάει τη σκέψη και την έκφραση της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας.

Η χώρα μας, δυστυχώς, δεν στέκεται αρωγός στις δημιουργικές αγωνίες τόσων και τόσων συνθετών/τριών της. Απλά γιατί δεν την ενδιαφέρουν με αποτέλεσμα να τους/τις αγνοεί εντέχνως. Κι αυτό γιατί έχει πάψει, ως χώρα, να είναι δημιουργική, πνευματική, ερωτική μέσα στον παγκοσμιοποιημένο τεχνοκρατισμό της.

Τα τελευταία δύο/δυόμιση χρόνια ήμουν αρκετά δημιουργικός, θα έλεγα. Ολοκλήρωσα μια τρίπρακτη όπερα, συνέθεσα έναν κύκλο τραγουδιών για σοπράνο, τσέλο και πιάνο, ένα έργο για πιάνο 4 χέρια, ένα για σόλο πιάνο και τώρα συνθέτω ένα έργο για βιολί και άρπα.

⸙⸙⸙

Ενδεικτικά έργα:

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή