Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Κώστας Μελάς

Η μετάλλαξη των πολιτικών νοοτροπιών στην Ευρώπη

Η « Φιλελεύθερη Δημοκρατία του Κέντρου» ή ο «Κεντριστικός Εξτρεμισμός»[1]

Μου λεν αν φύγω από τον κύκλο θα χαθώ
στα όρια του μοναχά να γυροφέρνω.
Και πως ο κόσμος είν’ ανήμερο θεριό
κι όταν δαγκώνει εγώ καλά είναι να σωπαίνω.
Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ
μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω.
Και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό
είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.
Γ. Αγγελάκας

Το πλαίσιο λειτουργίας της πολιτικής

Στη λεγόμενη εποχή της Παγκοσμιοποίησης, όλες οι λογικές –οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές[2]– λειτούργησαν εντός ενός κυρίαρχου πλαισίου πολιτικής ερμηνείας, η οποία ονομάστηκε ιδεοτυπικά «Φιλελεύθερη Δημοκρατία της Αγοράς», αποφεύγοντας επιμελώς τον επιθετικό προσδιορισμό της αγοράς ως καπιταλιστικής[3]. Με άλλη έκφραση το φαινόμενο αυτό μπορεί να ονομαστεί «Φιλελεύθερη Δημοκρατία του Κέντρου» ή περισσότερο εμφατικά ως «Κεντριστικός Εξτρεμισμός». Με απλά λόγια θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως θεμελιώδη θέση αυτής της αντίληψης «μια πανάρχαια ιδέα “μεσότητας”, που αποκλείει οποιαδήποτε δραματική μεταβολή του εκάστοτε υπαρκτού –μέχρι βέβαια αυτή να λάβει χώρα, ερήμην όσων παραγνώρισαν τη δυνατότητά της»[4].

Η επικράτηση της λεγόμενης «Φιλελεύθερης Δημοκρατίας του Κέντρου», πραγματοποιήθηκε σιγά-σιγά και σταθερά, σε μια τέμνουσα πορεία αλληλεπίδρασης των αλλαγών που συντελέστηκαν στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά του υποδείγματος που είχε επικρατήσει τουλάχιστον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούμε σε αυτά, έχουν αναλυθεί διεξοδικά και κατά κόρον. Αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να περιγράψουμε τις συντελεσθείσες αλλαγές, οι οποίες εξανάγκασαν πολλούς μελετητές να σημειώσουν εμφατικά: «η πολιτική που γνωρίσαμε δεν υπάρχει πια. Αυτό που σήμερα εξακολουθούμε να ονομάζουμε πολιτικό έχει πάψει να είναι κατά κυριολεξία πολιτικό, το διαχειριστικό-εργαλειακό και αναπτυξιακά προσανατολισμένο πολιτικό… απεκδύεται από τον λόγο της ύπαρξής του ως ειδικά ονοματισμένο επιπέδου μιας κυρίαρχης συλλογικής δράσης… το πολιτικό όραμα φαίνεται να έχει εγκαταλείψει τη μεγαλειώδη ευθύνη του σε ανάρμοστα χέρια. Στα ανεύθυνα, ανεξέλεγκτα, αόρατα και αφερέγγυα χέρια των ιδιοτελών ιδιωτικών συμφερόντων»[5].

Το παραπάνω απόσπασμα μας επιτρέπει να αντιληφθούμε το γενικό πλαίσιο της συντελεσθείσας διαφοροποίησης, η οποία είναι η εξής: αυτό που θεωρούσαμε ως πολιτική, στην ανεπτυγμένη Δύση, τουλάχιστον μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν υπάρχει πια, έχει διαφοροποιηθεί. Τι θεωρεί ο Τσουκαλάς (και πλείστοι άλλοι) ότι υπήρχε και λειτουργούσε ως πολιτικό; Μια «κυρίαρχη συλλογική δράση», η οποία έχει εγκαταλειφθεί «στα ανεύθυνα, ανεξέλεγκτα, αόρατα και αφερέγγυα χέρια των ιδιοτελών ιδιωτικών συμφερόντων». Επομένως αυτό που έχει εγκαταλειφθεί είναι ουσιαστικά η παρέμβαση του Κράτους που εξέφραζε το «γενικό συμφέρον της κοινωνίας» και όχι μόνο αυτό «των ιδιοτελών ιδιωτικών συμφερόντων». Διατυπώνεται για ακόμη μια φορά η συνήθης αντίληψη, η οποία κυριαρχεί σχεδόν από την ίδρυση του ευρωπαϊκού κράτους, που σχεδόν ταυτίζει την πολιτική με το κράτος και συμβαδίζει με την ιδέα της αντιπαράθεσης του κράτους και της (κατά βάση μη πολιτικής, δηλαδή οικονομικής, πολιτιστικής κ.τ.λ.) κοινωνίας[6]. Η έλευση της παγκοσμιοποίησης και η επικράτηση της μαζικοδημοκρατίας ανατρέπουν αυτή την αντίληψη δεδομένου ότι παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου διάχυση της κοινωνίας μέσα στο κράτος, με την έννοια ότι πλέον τα ιδιοτελή ιδιωτικά συμφέροντα –με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού– έχουν το πάνω χέρι στη χάραξη και στην άσκηση της πολιτικής του κράτους.

Ποια επομένως πολιτική δεν υπάρχει πια, όπως το διατυπώνει ο Τσουκαλάς; Η αναφορά χρονικά αφορά προφανώς τα 30 με 40 χρόνια με αρχή το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και χαρακτηρίζει την περίοδο κατά την οποία η πολιτική ως κρατικό φαινόμενο λάμβανε υπόψη τις διαμορφωθείσες ισορροπίες στην κοινωνία που κατά κύριο λόγο οφείλονταν στη μαζική συμμετοχή των εργατικών μαζών με βάση τα παραδοσιακά «ταξικά» κόμματα και τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες που αυτή η συμμετοχή, πρωτογενώς, προκάλεσε. Δεν υπάρχει λοιπόν αυτή η πολιτική!

Δύο παρατηρήσεις επ’ αυτού.

Πρώτη παρατήρηση.

«Η ιστορική εποχή της Παγκοσμιοποίησης και της μαζικοδημοκρατίας, στην οποία ο δυτικός άνθρωπος διάγει τον βίο του, χαρακτηρίζεται, με βάση τα όσα προηγουμένως υποστηρίξαμε, από πλείστους όσους μελετητές, ως α-πολιτική και αντιπολιτική. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου όμως ότι το πολιτικόν εξαφανίζεται. Τουναντίον, κατά την άποψή μας, το πολιτικόν ισχυροποιείται και καθίσταται κυρίαρχο, υπακούοντας τα κελεύσματα και τις επιταγές των νικητών αυτής της περιόδου. Αν «διαβάσουμε» την πολιτική πάλη που διεξ(άγεται)ήχθη τα τελευταία εκατό με εκατό πενήντα χρόνια μεταξύ αφενός της αστικής τάξης αρχικά και των μετεξελίξεών της σε διάφορες πολιτικές αρχηγεσίες στη συνέχεια και της αντίστοιχης εργατικής τάξης και των αντίστοιχων μετεξελίξεων της αφετέρου, υπό το πρίσμα του σμιτιανού δίπολου εχθρός-φίλος, ή της μαρξικής ταξικής πάλης, ή της ευρωκομμουνιστικής και σοσιαλδημοκρατικής οπτικής της διεύρυνσης της δημοκρατίας και του δημόσιου νοικοκυριού, ανεπιφύλακτα θα συμπεράνουμε ότι νικητές στην παρούσα φάση στην πολιτική αντιπαλότητα είναι οι δυνάμεις που ανήκουν στην πρώτη πλευρά. Τώρα ασκούν την πολιτική τους επικυριαρχία επιβάλλοντας τους όρους τους.

Ο βασικός πολιορκητικός κριός των νικητών δεν είναι άλλος από το να επιχειρούν να πείσουν περί του τέλους της πολιτικής, απαξιώνοντάς την στο διηνεκές ή μετατρέποντάς την σε διαδικασία συζήτησης, επικοινωνίας και συναίνεσης. Δηλαδή σε μια ουδέτερη διαχειριστική διαδικασία ζητημάτων άνευ ουσίας και ειδικού βάρους. Αυτό επιζητούν να εμφανίζεται ως το πολιτικό πρόβλημα . Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που η απεμπόληση του πολιτικού καθίσταται πρακτικά αδύνατη, η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται στην απεμπόληση της πολιτικής όπως αυτή εκφράζεται στις φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της δύσης και την αντικατάστασή τους από φορείς της πολιτικής που δεν είναι αναγκασμένοι να διαβούν τη στενωπό της λαϊκής βούλησης και επιλογής.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση ριζικής υποτίμησης του παραδοσιακού ρόλου της πολιτικής, ο οποίος επικεντρωνόταν στον χειρισμό της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών αλλά και στον τρόπο αντιπροσώπευσης, και ακόμα περισσότερο , της νομιμοποίησης της πολιτικής δύναμης. Η κατάργηση των ορίων της πολιτικής συνδέεται με την καθιέρωση νέων κέντρων και πεδίων «υποπολιτικής», τα οποία βρίσκονται –πέρα από τους θεσμούς και τις συμβολικές μορφές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– αφ’ ενός στα κέντρα εξουσίας του οικονομικού και του τεχνοεπιστημονικού συστήματος και αφετέρου στα πεδία της αντίστασης και της διαμαρτυρίας των νέων συστημάτων»[7].

«Οι νεοεμφανιζόμενες δομές εξουσίας προδιαγράφουν μια οργάνωση του κόσμου κυριαρχούμενη από νέες ολιγαρχίες, στηριγμένες σε κοινωνικές ομάδες και ελίτ, οι οποίες έχουν αποκτήσει μια ισχύ ελέγχου και λήψεως αποφάσεων έξω από το πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης των εθνικών κρατών. Η δυναμική αυτών των ολιγαρχιών υπακούει σε μια καθαρά κατακτητική λογική, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε για την πρόσφατη ιστορία του κόσμου ως την ιστορία της επιστροφής των κατακτητών, της επιστροφής μορφών ισχύος και κυριαρχίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νέες βαρβαρότητες. Η σύγχρονη ιστορική εποχή στηρίζεται σε δομές αυταρχικής επέμβασης, οι οποίες δρουν σε παγκόσμια κλίμακα».[8]

Συνεπώς το Πολιτικό στην ανταγωνιστική του διάσταση ζει και βασιλεύει και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι ακόμα μαζί μας. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, αφού το πολιτικό περιλαμβάνει όλα όσα αφορούν τη ρητή εξουσία η οποία περιλαμβάνει τα ιδιαίτερα όργανά της, τις συγκεκριμένες της λειτουργίες, το νομικό της πλαίσιο.

 Ό,τι παρουσιάζεται ως τέλος της πολιτικής ή ως εξαφάνιση του πολιτικού ανταγωνισμού, «είναι αποφθέγματα ενός δημαγωγού εκσυγχρονιστικού τύπου ή ασταθής παρέμβαση ενός παλαιοπώλη της ηθικής». Το ζητούμενο επομένως είναι να αντιληφθούμε ότι η Πολιτική είναι πάντοτε παρούσα και απαιτεί συνεχή προσπάθεια και αγώνα. 

Δεύτερη παρατήρηση

Για να είμαστε ακριβείς θα πρέπει να σημειώσουμε τα ακόλουθα σχετικά με την υπόθεση της αντιπαράθεσης μεταξύ κράτους και κοινωνίας, που έχουμε ήδη αναφέρει, και στην οποία στηρίζεται in ultima istanza, η «πολιτική που δεν υπάρχει πια». Κατά τον Κονδύλη[9], «η αστικοφιλελεύθερη αντιπαράθεση κράτους και κοινωνίας σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ήταν πλασματική, πλην όμως χρήσιμη για τους σκοπούς της πολιτικής πολεμικής, όπως και η διαπλοκή μεταξύ κράτους και κοινωνίας στη μαζική δημοκρατία. Και όμως στην αντίθεση μεταξύ των δύο σχημάτων σκέψης καθρεφτίζεται η πραγματική μετάβαση προς το κοινωνικό κράτος πρόνοιας του 20ού αιώνα. Τώρα το κράτος φαίνεται πως κατ’ αρχήν βρίσκεται στην υπηρεσία της κοινωνίας ή των (σημαντικών) κοινωνικών οργανώσεων και κατ’ αυτά η πολιτική θεωρείται η προέκταση της κοινωνίας, ένα μέρος ή «υποσύστημά» της, το οποίο υποτίθεται ότι διακρίνεται από τα άλλα μόνο λόγω των ειδικών του λειτουργιών. Αυτός ο υποβιβασμός της πολιτικής και του πολιτικού στοιχείου, καθίσταται δυνατός με τον εννοιολογικό περιορισμό της πολιτικής, δηλαδή με την περιστολή της στον κυβερνητικό μηχανισμό και ό,τι κινείται στο άμεσο περιβάλλον του».

Υπάρχουν δύο βασικές συνιστώσες που οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση και τον ίδιο ακόμα τον όρο πολιτική. Η πρώτη αφορά την παταγώδη αποτυχία του όποιου «σοσιαλιστικού» πειράματος, προεξαρχούσης της απόλυτης χρεοκοπίας του σοβιετικού υποδείγματος και συμπεριλαμβανομένων των πειραμάτων στις αραβικές χώρες, στην Κίνα, την Κούβα, ακόμα και στην Ευρώπη, όπου η σοσιαλδημοκρατία, παρότι κατάφερε αρκετά πράγματα, τελικά υποτάχθηκε πολύ εύκολα[10]. Ο συγκλονισμός που υπέστη τεράστιος αριθμός ατόμων ανά την υφήλιο ήταν κάτι το πρωτόγνωρο.

Η δεύτερη αφορά την αυξανόμενη απογοήτευση του κόσμου μπροστά στην έκδηλη ανικανότητα του πολιτικού φιλελευθερισμού[11] να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις υποσχέσεις του. Δημιούργημά του είναι η εξαφάνιση του πολιτικού, κοινωνικού, συλλογικού ορίζοντα, η εγκατάλειψη της ιστορίας, η επιβεβαίωση του ταυτού.

Δημιούργημά του είναι επίσης η παγίδα της μόνιμης συναίνεσης ή η Δημοκρατία του Κέντρου[12], η οποία μετέθεσε τη λύση των πιεστικών προβλημάτων και ταυτόχρονα οδήγησε στην κρίση των ριζοσπαστικών προταγμάτων, στο φιλελεύθερο τέλος της ιστορίας, στη λοιδορία της συμμετοχής και στο έντονο δημοκρατικό έλλειμμα. Δημιούργημά του είναι η σταδιακή κατάργηση του κοινωνικού κράτους, η επαναφορά του άγριου καπιταλισμού της παγκοσμιοποίησης, η απαξίωση της πολιτικής, η αδιαφορία και η απορία των ψηφοφόρων εμπρός στην κάλπη, που αποτελούν τα αναμενόμενα συμπτώματα της απουσίας των συγκρούσεων.

Δημιούργημά του είναι επίσης η παγίδα της απώθησης των ρήξεων, μεταξύ άλλων, που προκάλεσε τη μετάλλαξη της ταυτότητας της Αριστεράς, κόμματα και στελέχη της οποίας σύρθηκαν στη φαντασίωση της πραγμάτωσης μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας και πολιτικών «τρίτου δρόμου»[13].

Η κυρίαρχη πολιτική λογική

Η νέα πολιτική εποχή εδράζεται ολοκληρωτικά στην υπόθεση της ύπαρξης ενός «καινούργιου λαού», στο όνομα του οποίου θα αναφέρονται από εδώ και στο εξής οι όποιες πολιτικές επιλογές και θα λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις. Ο «καινούργιος λαός» δεν ήταν άλλος από τα μεσαία στρώματα, τα νεοπαγή αστικά στρώματα που εισέρχονται στη πολιτική σκηνή ωθούμενα από τα κύματα της παγκοσμιοποίησης και την απορρύθμιση των αγορών. Τα κοινωνικά αυτά στρώματα κατά την πρώτη φάση της παγκοσμιοποίησης, όπου υπερισχύουν οι οικονομικές διεργασίες, γίνονται οι βασικοί φορείς του «σύγχρονου», εκθειάζοντας τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες, προσδίδοντάς τους χαρακτήρα «φυσικού νόμου» με απόλυτη προοδευτική κατεύθυνση. Επομένως καθίστανται το πρότυπο κοινωνικό υποκείμενο, στη συμπεριφορά του οποίου θα πρέπει να προσαρμοσθεί και η συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων. Ο προβαλλόμενος ως εγγενής ειρηνικός και συναινετικός χαρακτήρας των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών και η πεποίθηση της συνεχούς αυξητικής διαδικασίας του οικονομικού παιγνίου (όλοι κερδίζουν), όπως περιγράφεται από τη νεοκλασική οικονομική σκέψη, επιβάλλει την ψευδή εικόνα της απουσίας συγκρούσεων, ρήξεων και ανατροπών στη συγκρότηση του κοινωνικού, καθιστώντας την πολιτική παρέμβαση ως καθαρά διαχειριστική σε αναζήτηση μονίμων συναινέσεων. Στη διαμόρφωση αυτής της ψευδούς εικόνας ξεχωριστή θέση καταλαμβάνουν απόψεις όπως:

«Ο ανθρωπισμός ως ηθική αξία “υπεράνω πολιτικών παθών” και πολιτισμικών προκαταλήψεων. Η “ανθρωπότητα” ως πολιτικό υποκείμενο που βρίσκεται πέρα από τις επιμέρους “μεγάλες αφηγήσεις” των πολιτικών κοινοτήτων και των συλλογικοτήτων της Ιστορίας, ως ιδεατή εικόνα των “ανοικτών κοινωνιών του επιθυμητού μέλλοντος”. Οι ταυτότητες χωρίς δεσμεύσεις. Ο κεραυνοβόλος έρωτας εκ του “πολιτισμικού μηδενός” για την “ετερότητα”. Οι ελευθερίες χωρίς καταναγκασμούς. Τα δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις. Οι απολαύσεις χωρίς φραγμούς. Η ισότητα χωρίς κοινωνικές και πολιτικές διακρίσεις εντός της αυστηρά ιεραρχημένης και όλο και πιο άνισης “παγκόσμιας κοινωνίας”. Η ατομική διάκριση του “καθενός” ως “ευκαιρία” ή έστω ως δυνατότητα που (πρέπει να) διατίθεται σε όλους χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς. Πρόκειται για σχήματα σκέψης που λειτουργούν επίσης γύρω από πολιτικής φύσης προβληματισμούς και που μοιάζουν επομένως να στοιχειοθετούν το πλαίσιο μιας πολιτικής μετανεωτερικότητας: οι τάξεις χωρίς έθνος. Τα έθνη χωρίς κράτος. Το κράτος δίχως πολιτικά σύνορα…

Ο εγγράμματος κοινός νους και η υπερπληροφορημένη κοινή λογική των “πολιτών του κόσμου” χάνουν σταδιακά τις παραδοσιακές τους βεβαιότητες, όπως ίσως έχουν ήδη χάσει σε κάποιο βαθμό και την προηγούμενη αίσθηση του συνανήκειν σε μια κοινότητα ηθών, εθίμων και παραδόσεων, αλλά παρόλα αυτά – και παρά τις συχνές δυσκολίες της ζωής τους, πιστεύουν τελικά ότι έχουν “προοδεύσει”: υπάρχει λοιπόν πράγματι ένας μετανεωτερικός δυτικός “κοινός νους”. Είναι φανερός στις διάφορες συνήθεις εκλογικεύσεις των δυσκολιών και των επώδυνων βιωμάτων. Είναι επίσης ορατός όταν ο νέος δυτικός “μέσος άνθρωπος” συλλογίζεται “ψυχολογικά” περί του εαυτού του. Όταν για παράδειγμα θεωρεί ότι η “ψυχρή” λογική λειτουργία του “μοιάζει” κάπως με εκείνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή όταν λύνει προβλήματα: ένας εργαλειακός ατομικός νους που αποθηκεύει, διαχειρίζεται και επεξεργάζεται τις διαθέσιμες πληροφορίες στη βάση των “προγραμματισμένων από τη φύση” ικανοτήτων του, όπως ακριβώς κάνει με τα προγράμματά του και ο υπολογιστής, μπροστά στην οθόνη του οποίου εκπαιδεύεται και δραστηριοποιείται διανοητικά ο σύγχρονος δυτικός εργαζόμενος»[14].

Η πρόταξη των μεσαίων στρωμάτων ως βασικών κοινωνικών παραγόντων στη συγκεκριμένη συγκυρία απέκρυψε εντέχνως την επιχειρούμενη διαμόρφωση της πραγματικότητας, οδηγώντας ευθέως σε αυτό που ονομάζεται Νατουραλιστική Δημοκρατία του Κέντρου[15]. Στο πλαίσιο αυτό οι βασικοί πολιτικοί μηχανισμοί της χώρας στο σύνολό τους αναγορεύονται ως «Κεντρώοι». Συνωθούνται στο Κέντρο του πολιτικού συστήματος και τείνουν να καταλάβουν τον Μεσαίο Χώρο[16]. Επιχειρούν με κάθε μέσο να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι όχι μόνο είναι στο Κέντρο αλλά και ότι το Κέντρο αποτελεί το πολιτικό παρόν των δυτικών κοινωνιών. Είναι όμως πασίδηλο ότι ο πυρήνας του Κέντρου είναι μόνο καθεστωτικός, με διαφορετικές αποχρώσεις στις αποφάνσεις του, εμπλουτισμένος με έντονη ρητορεία, που αποπροσανατολίζει με μαθηματική ακρίβεια ως προς τις προθέσεις του.

Είναι η «Δημοκρατία» της διάλυσης των ιδεολογικών πόλων, της απουσίας αξιολογικών ερωτημάτων, η κυριαρχία της αχρωμάτιστης κοινότητας «Όλων», η επικράτηση της «Δημοκρατίας» των ολίγων, της ολιγαρχίας. Είναι η «Δημοκρατία» ενός φαντασιακού, θολού και απροσδιόριστου χώρου, υποθετικά απενοχοποιημένη από όποιες ιδεολογικές επιδράσεις και συμβολικά ανήκουσα σε ένα έλλογο, αλλά μη υπαρκτό, κοινωνικό Κέντρο, το οποίο όμως συγχρόνως στο πραγματικό πεδίο της ασκούμενης πολιτικής είναι υπεύθυνο και ύποπτο για καθετί βρόμικο που γίνεται ή που σχεδιάζεται μελλοντικά να γίνει.

Τη Δημοκρατία του Κέντρου επικαλέστηκαν ολόκληρη τη συγκεκριμένη περίοδο τα κόμματα που κυβέρνησαν τις χώρες της Δύσης.

Παράλληλα, στη θέση της αστικής έννοιας της προόδου εγκαταστάθηκε η εξέλιξη «ως φυσική διαδικασία», ως φυσικό μέγεθος, ως γενική εξελικτική φορά και φυσική δύναμη των πραγμάτων, η οποία απαιτούσε μόνο παρακολούθηση από μια αποτελεσματική Πολιτική Ηγεσία. Το σήμερα είναι καλύτερο από το χθες απλώς και μόνον γιατί είναι το σήμερα. Η κυρίαρχη πολιτική επωδός της περιόδου ήταν η Προσαρμογή, διότι έτσι επιτυγχάνεται ο συγχρωτισμός με την εξέλιξη ως φυσική διαδικασία. Ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο της δυναμικής δεν απασχολούν. Αρκεί μόνο η δυναμική. Μάλιστα η δυναμική της αλλαγής χωρίς υποκείμενο. Βρισκόμαστε στο καθεστώς της μη ερώτησης, στο καθεστώς της εξέλιξης του «ταυτού» στην κολακεία του συμβάντος. Το οποίο αρκεί να συμβαίνει, φθάνει να συμβαίνει. Στην αέναη επανάληψη του ταυτού. Στο εκθετικό στοίβαγμα του αυτονόητου.

Η Δημοκρατία του Κέντρου πόρρω απέχει από το να ενσαρκώνει το κοινό καλό, το «ευ ζην» της αρχαίας ελληνικής Πόλεως. Για να είναι καλή η κοινωνία πρέπει να είναι πολιτική κοινωνία, μια κοινωνία όπου υπάρχει κυβέρνηση ανθρώπων και όχι απλώς και μόνον διαχείριση πραγμάτων. Η συναίνεση με αυτούς τους όρους είναι προφανώς απάτη. Άλλωστε η συναίνεση είναι έννοια χωρίς βάθος, αν και του συρμού. Το ουσιώδες είναι να καταλάβουμε πώς επιτυγχάνεται η συναίνεση. Η διάκριση ανάμεσα σε κατάκτηση και χειραγώγηση της κοινής γνώμης είναι στην πραγματικότητα πολύ λεπτή, αποτελεί κυρίως ζήτημα οπτικής γωνίας. Η μη συγκρουσιακή κοινωνία γέρνει αποφασιστικά υπέρ Κάποιου. Ο περιορισμός στη διαχειριστική λογική είναι ένας ψεύτικος περιορισμός. Πρόκειται για κάτι χειρότερο. Πρόκειται για την ταξική επικράτηση του Ολιγαρχικού Πλούτου και της απόλυτης νίκης των κυρίαρχων κοινωνικών ελίτ. Πρόκειται γι’ αυτό που συμβαίνει σήμερα στη δεύτερη φάση της Παγκοσμιοποίησης, όπου έχουν πέσει οι μάσκες και η Κυριαρχία εκδηλώνεται με την πραγματική της μορφή. Η «κοινή συναίνεση» της Δημοκρατίας του Κέντρου» οδήγησε αναπόδραστα στην αποδόμηση της λαϊκής Υποκειμενικότητας, του ενός πόλου της σύγκρουσης, αναδεικνύοντας την απόλυτη κυριαρχία του ετέρου πόλου. Στη θέση του αποδομηθέντος πόλου και στο κενό που δημιουργεί η απουσία του αναδύεται ο λαϊκισμός ως απαραίτητος μηχανισμός κάλυψης των αναγκών νομιμοποίησης της συναινετικής Δημοκρατίας του Κέντρου, που στην ουσία σημαίνει ιδεολογική επικάλυψη της απόλυτης επικυριαρχίας των πολιτικών ελίτ.

Κυρίαρχες θεωρητικές αντιλήψεις

Οι δύο βασικές θεωρητικές αντιλήψεις στις οποίες εδράζεται η «Φιλελεύθερη Δημοκρατία του Κέντρου», είναι οι ακόλουθες:

Α.

Το «Τέλος της Ιστορίας», στην εκδοχή του Φουκουγιάμα, προβλήθηκε ως το τέλος της ιδεολογικής εξέλιξης του ανθρώπου(δηλαδή του Πολιτικού), με την έννοια του τέλους της δυνατότητας παρέμβασης του ανθρώπινου είδους να συνεχίσει να πράττει αυτό που έπραττε καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας: να αγωνίζεται και να επιχειρεί, συνεχώς και αενάως, να βελτιώσει τις συνθήκες της ύπαρξής του, ανατρέποντας συνεχώς το υπάρχον πλαίσιο άσκησης της εξουσίας. Εξυπακούεται ότι ποτέ –παρά τις δηλωμένες προθέσεις διαφόρων θεωριών– δεν εκλείπει η εξουσία.

 Η κεντρική θέση της εργασίας του Φουκουγιάμα είναι ότι η ανθρωπότητα έχει φτάσει στο τελικό σημείο της ιδεολογικής της εξέλιξης με τον θρίαμβο της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας πάνω σε όλους τους ανταγωνιστές της στα τέλη του 20ού αιώνα: «…η ακαταμάχητη νίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού… [σημαίνει] …αυτό τούτο το τέλος της ίδιας της ιστορίας, δηλαδή το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης του ανθρωπίνου γένους και την οικουμενοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της τελικής μορφής ανθρώπινης διακυβέρνησης…»[17]. Από την παραπάνω κεντρική θέση συνάγονται ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα που χρειάζεται να αναλυθούν περαιτέρω για την κατανόηση της προβληματικής του Φουκουγιάμα. Το πρώτο είναι η ύπαρξη ενός τέλους στην ιστορία, το οποίο παραμένει ανοικτό στις όποιες εννοιολογικές διερευνήσεις και απαιτεί έναν επακριβή καθορισμό. Είναι γνωστό ότι η θέση αυτή δέχθηκε ομαδικά πυρά πανταχόθεν δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αντιτιθεμένων σ’ αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει κλείσιμο της ιστορίας νοούμενο με οποιονδήποτε τρόπο. Ως απάντηση στη φιλοσοφική αυτή θέση, ο Φουκουγιάμα επικαλέσθηκε τον Χέγκελ και τη δική του φιλοσοφική αντίληψη περί κλεισίματος της ιστορίας, στοχεύοντας να βρει κάλυψη και λογική θεμελίωση των δικών του αντιλήψεων στα γραπτά του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου. Υιοθετώντας τη χεγκελιανή φιλοσοφία και διεκδικώντας μια αυθεντική ερμηνεία της χρειάζεται ωστόσο, ανεξαρτήτως των αρχικών του προθέσεων, να «συγκρουσθεί» ή να «ταυτισθεί» με αυτό που ο Χέγκελ θεωρεί ως κλείσιμο της ιστορίας. Τούτο γιατί παρότι ένα κλείσιμο της ιστορίας συνάγεται από το σύνολο σχεδόν των γραφτών του Χέγκελ, εντούτοις ποτέ ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί για να το περιγράψει τη λέξη «τέλος»όπως ο Φουκουγιάμα. Όπως σημειώνει ο Πέρυ Άντερσον[18] «…ο Χέγκελ ουσιαστικά ποτέ δεν χρησιμοποιεί τους όρους τέλος (ende) ή λήξη (schluss) στο λεξικό των κλεισιμάτων του: μόνο στόχος (ziel), σκοπός (zweck) ή αποτέλεσμα (resultat)…o Xέγκελ ασχολήθηκε ουσιαστικά με τον …σκοπό».Η κατάληξη της Φιλοσοφίας του είναι ο Στόχος, η Απόλυτη Γνώση, η αυτο-μεσολαβητική ανέλιξη του Πνεύματος μέσω της διαδοχής των χρονικών του μορφών, προς τον στόχο της απόλυτης γνώσης του εαυτού του, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στη Φαινομενολογία του Πνεύματος[19]. Άρα η κατάληξη της χεγκελιανής σύνθεσης είναι πρωτίστως φιλοσοφική και παραλλήλως αποτελεί το πεδίο πραγμάτωσης ενός στόχου, την επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος αποτελεί τον τελικό στόχο της δημιουργίας γενικά, αλλά δεν συνιστά τέλος, δεν είναι το τέρμα της περιπέτειας της δημιουργίας. Επομένως η κάλυψη που αναζητά ο Φουκουγιάμα στο φιλοσοφικό επίπεδο μπορεί να δοθεί με την προϋπόθεση της συνολικής αποδοχής της χεγκελιανής σύνθεσης και όχι επιλέγοντας ad hoc εκείνα τα σημεία που προσιδιάζουν περισσότερο με τις απόψεις του. Διότι είναι προφανές ότι ο Φουκουγιάμα επιλέγει τον Χέγκελ ουσιαστικά λόγω της οπτιμιστικής κατάληξης της πορείας της δημιουργίας στη σύνθεσή του. Ως εκ τούτου , ο Φουκουγιάμα θα πρέπει τουλάχιστον να προσδιορίσει τον τελικό σκοπό της δικής του σύνθεσης κατά θετικό τρόπο, όπως για παράδειγμα κάνει ο Καντ θέτοντας ως έσχατο στόχο την επίτευξη του ύψιστου αγαθού, μιας κατάστασης όπου η ανθρώπινη ευτυχία και η ηθική τελειότητα τείνουν να συμπέσουν, ή ο Μαρξ όταν ομιλεί για την πραγμάτωση του βασιλείου της ελευθερίας ως κατάληξης της ανθρώπινης ιστορίας. Στο σημείο αυτό είναι εμφανής η επιδεξιότητα του Φουκουγιάμα στο να ανταποκριθεί στο συγκεκριμένο αυτό φιλοσοφικό αίτημα. Καταφεύγει εκ νέου με ικανό τρόπο στη σύνθεση ήδη εκφρασμένων φιλοσοφικών αντιλήψεων ώστε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Συνδέει τη θέση του με μια γενική θεωρία παγκόσμιας ιστορίας. Η ανθρώπινη εξέλιξη παρουσιάζει μια σταθερή κατεύθυνση σπρωγμένη από δύο μηχανισμούς: τηςεπιθυμίαςκαιτης αναγνώρισης. Ο πρώτος είναι αυτός που υποχρεώνει τα άτομα και τα κράτη να επιθυμούν την ικανοποίηση υλικών αναγκών και για τον λόγο αυτό χρειάζεται να προσαρμόζονται συνεχώς, αν θέλουν να επιβιώσουν, στα τεχνολογικά επιτεύγματα, η ενσωμάτωση των οποίων με τη σύγχρονη επιστήμη ανοίγει απεριόριστους ορίζοντες για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών. Η επιστήμη παρέχει τον θεμελιακό μηχανισμό για την εκπλήρωση των επιθυμιών που δεν είναι άλλος από τον δρόμο που οδηγεί στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ο καπιταλισμός είναι το μοναδικό σύστημα, επειδή είναι ανταγωνιστικό, που μπορεί να ανταποκριθεί στη δυναμική αυτής της απαίτησης.

Ο δεύτερος μηχανισμός είναι αυτός που οδηγεί στην ελευθερία. Η απαρχή του βρίσκεται στη διαλεκτική αφέντη-δούλου και περνά μέσα από την προθυμία να διακινδυνεύσει κανείς τον θάνατο για να αποσπάσει βίαια την αναγνώριση του εαυτού του από τους άλλους. «Είναι η μάχη για αναγνώριση που οδηγεί την ανθρωπότητα προς τον στόχο της ελευθερίας: η αυθόρμητη διάθεση για αυτο- επιβεβαίωση παρά για αυτο-συντήρηση[20]». Αυτή την χεγκελιανή θέση που ερμηνεύει την πολιτική ως αναζήτηση της αναγνώρισης της ύπαρξης υιοθετεί ο Φουκουγιάμα θέτοντάς την σε ευθεία αντιπαράθεση με την αγγλοσαξονική παράδοση των Χομπς και Λοκ, των οποίων η ερμηνεία της πολιτικής είναι πρωταρχικά στον μεν πρώτο η επιδίωξη της ασφάλειας στον δε δεύτερο η ιδιοκτησία. Μάλιστα θεωρεί ότι αυτή η θέση του Χέγκελ μπορεί να αναχθεί στην πλατωνική διδασκαλία περί θυμού, όπως αυτή αναλύεται στην πλατωνική τοπογραφία περί των τριών μερών της ψυχής[21]. Η μάχη για αναγνώριση στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ιστορίας αφορούσε τους πολέμους μεταξύ των κυρίων, αφού βεβαίως είχαν υποτάξει τους δούλους τους. Η έλευση μιας προχωρημένης εμπορικής κοινωνίας, επίτευγμα της σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, αμβλύνει το παλαιό πολεμικό ήθος και την ατομική διαδικασία αναγνώρισης, επιβάλλοντας την καθολική αναγνώριση, δηλαδή τα μοντέρνα ιδανικά της ελευθερίας και της ισότητας της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας.

 Το δεύτερο συνίσταται στην ταύτιση του τέλους της ιστορίας με την επικράτηση της πολιτικής τάξης πραγμάτων που ο ίδιος ονομάζει δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία επί όλων των ανταγωνιστών της. Σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα, η κατάληξη αυτή είχε προβλεφθεί από τον Χέγκελ, για τον οποίο η φαινομενολογία των ακατάπαυστων μετασχηματισμών του πνεύματος κατέληγε σε μία στιγμή, όπου ο λόγος ως ελευθερία επί της γης πραγματώθηκε στους θεσμούς ενός φιλελεύθερου κράτους[22]. Οι βασικοί αντίπαλοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα αντίπαλα πολιτικοοικονομικά συστήματα, ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός και ο σοσιαλισμός κατέρρευσαν στην αντιπαλότητα και στη σύγκρουσή τους με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Όσες δηλαδή λύσεις εμφανίστηκαν ως οικουμενικώς εναλλακτικές όχι μόνον έπεσαν σε αναξιοπιστία, αλλά ηττήθηκαν ολοσχερώς στο αδιάψευστο πεδίο της ιστορικής εμπειρίας. Παράλληλα, η εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε σειρά κρατών της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας, συνοδευόμενη από την εγκαθίδρυση της φιλελεύθερης δημοκρατίας δυτικού τύπου πριν την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας μετά την πτώση του τη δεκαετία του 1990, δηλαδή την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, δείχνει περίτρανα ότι οι βιώσιμες λύσεις ουσιαστικά μπορούν να ανευρεθούν μονάχα εντός του πλαισίου του οικονομικοκοινωνικού συστήματος της καπιταλιστικής δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Το καταλυτικό επιχείρημα που έχει στα χέρια του ο Φουκουγιάμα δεν είναι άλλο από την ήττα που υπέστησαν οι αντίπαλοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη μεταξύ τους σύγκρουση. Τα πλεονεκτήματα της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας στην ουσία ταυτίζονται με τα μειονεκτήματα των αντιπάλων συστημάτων. Απέδειξε την υπέροχή της, την ανωτερότητά της, μέσω δαρβινικής επιλογής, ότι δηλαδή αποδείχθηκε ως η μόνη ικανή να επιβιώσει στην πάλη της με τις άλλες μορφές πολιτικοοικονομικής διακυβέρνησης[23]. Η παντελής απουσία συγκροτημένης και αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης στο πολιτικοοικονομικό επίπεδο που να σηματοδοτεί την υπέρβαση του καπιταλισμού είναι το κεντρικό πολιτικό γεγονός που χαρακτηρίζει το τέλος της ιστορίας στη σκέψη του Φουκουγιάμα και επίσης το γεγονός το οποίο αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της επιχειρηματολογίας του. Συνεπώς βρισκόμαστε εντός ενός πολύ συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου πολιτικής δράσης όπου ο τροχός της ιστορίας κινείται μόνο προς μία κατεύθυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο νέο πλαίσιο δεν θα υπάρχουν αλλαγές ή συγκρούσεις, πόλεμοι ή εξάρσεις εθνικιστικές , τρομοκρατικές ή άλλου είδους ασύμμετρες απειλές. Όμως όλα αυτά δεν μπορούν να αποτρέψουν τον ρου της ιστορίας. Το τέλος της ιστορίας δεν είναι η άφιξη ενός τέλειου συστήματος, αλλά η απαλοιφή οποιασδήποτε καλύτερης εναλλακτικής λύσης απέναντι σ’ αυτό. Η ολοκληρωτική επικράτηση της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας απαιτεί χρόνο και συγκεκριμένες υποβοηθητικές προσπάθειες.

Είναι προφανές ότι στη θεώρηση του Φουκουγιάμα, το προβαλλόμενο θετικό πρότυπο του τέλους της ιστορίας δεν είναι άλλο από την αμερικανική μαζική δημοκρατία, σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Κόζεφ, τον οποίο ο Φουκουγιάμα επικαλείται ως θεωρητικό σημείο αναφοράς. «Η αμερικανική μαζική δημοκρατία, στην τελική θεώρηση του Kojeve, όταν μετά τον πόλεμο είχε αναλάβει συμβουλευτικά καθήκοντα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μολονότι αντικατοπτρίζει την υπέρβαση των μεγάλων διχασμών, τη μετα-Ιστορία, αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα την επιστροφή του ανθρώπου στο ζωικό βασίλειο. Σε αυτό οι άνθρωποι θα παραδίδονται στην κτηνώδη σεξουαλικότητα, θα δουλεύουν σαν μέλισσες, θα παίζουν σαν κουτάβια και θα συνεννοούνται με σινιάλα, έχοντας απωλέσει τη δυνατότητα του λόγου…Αντίθετα υποδείκνυε στους “τελευταίους ανθρώπους” της μαζικοδημοκρατικής κοινωνίας την ανάγκη να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο ταυτόν ενός παρόντος, που ύστερα από την τελευτή του ιστορικού χρόνου σέρνει τις παντόφλες του στον κενό τόπο του άχρονου μέλλοντος »[24]

Με βάση τις ιστορικές εξελίξεις[25] οι απόψεις του Φουκουγιάμα απέχουν από το να αντανακλούν την ενεργή ζώσα πραγματικότητα.

Β.

Η δεύτερη αντίληψη που συνετέλεσε στην εμφάνιση της «Φιλελεύθερης Δημοκρατίας του Κέντρου» ήταν «η υποκατάσταση της Πράξης (της πραξιολογίας σε όλες τις δυνατές μορφές της), ως διαδικασία σύνδεσης-διαμεσολάβησης του Υποκειμένου με τον Αντικειμενικό κόσμο όπου υπάρχει και ζει, με την επικοινωνιακή δράση στην εκδοχή του Χάμπερμας[26]. Πρόκειται «για μια ηθικοκανονιστική κατασκευή που είναι στραμμένη στους υπερβατολογικούς όρους της διυποκειμενικής επικοινωνίας, από τους οποίους συνάγει μια οιονεί ανθρωπολογία της “συννενόησης”. Ο άνθρωπος γλωσσοποιείται….Ο άνθρωπος είναι πρωτίστως μια ομιλιακή-επικοινωνιακή οντότητα… Για να αποκαλυφθεί στην ουσία του ως ον που αναζητά φύσει τη συναίνεση, επειδή σε αυτήν είναι ταγμένος από τη βαθιά και υπεριστορική δομή της γλώσσας εν γένει…Το επικοινωνιακό ανθρωπολογικό μοντέλο φυλακίζει τον άνθρωπο σε μια γλώσσα, από τους καταναγκασμούς της οποίας αδυνατεί να απελευθερωθεί, αφού οποιοδήποτε ενέργημά του υπάγεται εκ προοιμίου στους συντακτικούς κανόνες της και στην ενύπαρκτη σε αυτούς ηθική της επικοινωνίας»[27].

Η έννοια της «συνεννόησης» εγκαθίσταται στο επίκεντρο της μεσολάβησης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου (βιόκοσμος), εξοβελίζοντας όχι μόνο την έννοια της «σύγκρουσης» αλλά και αυτήν της απλής «διαμάχης» ως περιεχόμενο γενικά του πολιτικού και ειδικά της δημοκρατίας.

Όμως αυτό το σχήμα αδυνατεί να εξηγήσει στοιχειωδώς το πώς συμπεριφέρονται τα ανθρώπινα όντα στην πραγματική ζωή.

 Η προσεκτική ανάγνωση των θεωρητικών και ιστορικών προσεγγίσεων για την έννοια της δημοκρατίας καταδεικνύει το εμμενές συγκρουσιακό της περιεχόμενο. Είναι πασίδηλο ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα «συμβολικό πράγμα», ένα σύνολο σταθερών αξιών και νομικών κανόνων, ένα άθροισμα δικαιωμάτων που μοιράζονται ισομερώς σε όσους τα επιζητούν ή τα επικαλούνται, αλλά ένα διακύβευμα αγώνων και συγκρούσεων, που οικοδομείται, αμφισβητείται, εμπλουτίζεται ή ανατρέπεται απ’ όσους μπορούν να το οικοδομήσουν, να το αμφισβητήσουν, να το εμπλουτίσουν και να το ανατρέψουν ή να το υπερασπιστούν. Αν με άλλα λόγια η δημοκρατία ως αίτημα και ως διαδικασία είναι δημιουργός Ιστορίας και πολιτικών παραδόσεων κάποιων κοινωνικών ομάδων ενάντια πιθανότατα σε άλλες ιστορικές πράξεις, προσδοκίες και παραδόσεις άλλων ομάδων, και αν συγκροτείται ως πάντα ασταθές συνειδησιακά οικοδόμημα του λαϊκού πολιτισμού, τότε αναγκαστικά και εξ ορισμού η δημοκρατία ως έννοια συστηματοποιεί, συνεπώς εμπεριέχει εν δυνάμει «διακρίσεις» και αποκλεισμούς… Η δημοκρατία συνιστά σχέση και ιστορική διαδικασία, συλλογικά οργανωμένων, κοινωνικών συμφερόντων που προσπαθούν να ρυθμίσουν, να απορρυθμίσουν, να αναδιοργανώσουν τις σχέσεις τους ως προς την κυριαρχία, δηλαδή ως προς τη δυνατότητα εξάσκησης της εξουσίας, της προνομιακής εκμετάλλευσης και ιδιοποίησης από τις κυρίαρχες ομάδες του χώρου, του χρόνου, των μέσων παραγωγής, των συνθηκών εργασίας και των προϊόντων της.

Με άλλα λόγια, η δημοκρατία είναι προϊόν κοινωνικών υποκειμένων που παράγουν, εκτός από προϊόντα, και ηθικές, γνωστικές και πολιτικές σημασίες, μέσω των οποίων νοηματοδοτούν (και νοηματοδοτούνται από) τις σχέσεις κυριαρχίας του ατόμου με την εκάστοτε εξουσία.

Συμπέρασμα

Εγκαταστημένη στο επίκεντρο του πολιτικού συστήματος της Δύσης, η «Φιλελεύθερη Δημοκρατία του Κέντρου» επέβαλε μια άτεγκτη ομοιομορφία αποδεκτών κανόνων συμπεριφοράς, στηριζόμενη κατά βάση στη σιωπηλή πλειοψηφία της κοινής γνώμης, η οποία πάντοτε, όπως έλεγε ο Νίξον, εκλέγει τις κυβερνήσεις. Ο πλέον απειλητικός κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι η κοινή γνώμη. Η τυραννία της πλειοψηφίας γίνεται αφόρητη επειδή ακριβώς μπορεί ανά πάσα στιγμή να επικαλείται την κοινή γνώμη. Επικαλούμενη πάντοτε την υποστήριξη των διαφορετικοτήτων, ουσιαστικά εξοβελίζει στο πυρ το εξώτερο όσες δεν υποκύπτουν στην ορθοφροσύνη της.

Η εξάπλωση των μεσαίων στρωμάτων (άλλοτε συγκυριακή και άλλοτε πλασματική) αποτέλεσε τον απαραίτητο καμβά πάνω στον οποίο οι πολιτικές και οικονομικές αρχηγεσίες κέντησαν με αριστοτεχνία έναν κλωβό, χρησιμοποιώντας πραγματικές και συμβολικές κλωστές, προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους. Ο κεντριστικός εξτρεμισμός, βασιζόμενος στα ιδεολογήματα του Τέλους της Ιστορίας και της ορθολογικής συνεννόησης, είναι συνεπώς ένα ακόμη αμυντικό καταφύγιο ενός εν αποδρομή φιλελευθερισμού, πασπαλισμένο με κάποιο επίχρισμα «κοινωνικής δικαιοσύνης» δεξιάς σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης που παλεύει να περισώσει, όπως είπαμε, προνόμια συγκεκριμένων ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων. Η εμφανής αδυναμία της «Φιλελεύθερης Δημοκρατίας του Κέντρου» να συνεχίσει να επιβάλλει την κυριαρχία της, λόγω της μεγάλης αναντιστοιχίας με τις εξελίξεις της πραγματικότητας, αυξάνει την αυταρχικότητά της στενεύοντας όλο και περισσότερο το πλαίσιο ανοχής της. Το γεγονός αυτό αυξάνει, όπως είναι αναμενόμενο, τις αντιδράσεις όλων όσοι βλέπουν τη θέση τους να χειροτερεύει στον κοινωνικό καταμερισμό, προμηνύοντας απρόβλεπτες εξελίξεις. Όμως αυτή την περίοδο, η μεγαλύτερη πίεση προς τη «Φιλελεύθερη Δημοκρατία του Κέντρου», προέρχεται από ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες, σιγά αλλά σταθερά, αμφισβητούν, όλο και πιο έντονα την κυριαρχία της. Βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με μια επανάκαμψη και μια πύκνωση του πολιτικού, με πρωταγωνιστές εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που αρέσκεται να προβάλλει η «Φιλελεύθερη Δημοκρατία του Κέντρου».


[1] Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2005,σ.307

[2] Για όλα αυτά δες: Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ, Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2017

[3] Η μετονομασία του συστήματος από καπιταλιστικό απλά σε «Σύστημα της Αγοράς», σύμφωνα με τον Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, (Τα Οικονομικά της Αθώας Απάτης, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2006, σ. 29) αποτελεί μια (ακόμη) Αθώα Απάτη.

«Το οικονομικό σύστημα, το οποίο είναι κοινό σε όλες τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες του κόσμου και αρκετά αναπτυγμένο σε άλλες – με εξαίρεση την Βόρεια Κορέα, την Κούβα και κατά αναφορά και οχι πραγματικά την Κίνα – παρέχει την απόλυτη εξουσία σε εκείνους που κατέχουν τα εργοστάσια, τον εξοπλισμό, το έδαφος και τους απαιτούμενους χρηματοοικονομικούς πόρους. Κάποτε οι ιδιοκτήτες είχαν τον έλεγχο. Τώρα οι επιχειρήσεις που υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο μέγεθος και έχουν πολύπλοκους στόχους διαθέτουν διοίκηση (management). Οπως θα τονίσουμε αργότερα με έμφαση, οι διοικούντες και όχι οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου έχουν αποτελεσματική δύναμη στις σύγχρονες επιχειρήσεις. Για τον λόγο αυτό και επειδή ο όρος «καπιταλισμός» ανακινεί συχνά πικρές ιστορικές μνήμες, η ονομασία αυτή φθίνει. Στις φημισμένες εκφράσεις των οικονομολόγων, εκπροσώπων επιχειρήσεων, προσεκτικών πολιτικών ομιλητών και μερικών δημοσιογράφων, αναφέρεται πλέον ως «Σύστημα της Αγοράς» . Η λέξη «καπιταλισμός» αναφέρεται ακόμα, αλλά όχι συχνά, από οξύνους και ικανούς υπερασπιστές του συστήματος… Η αναφορά στο σύστημα της αγοράς ως ήπια εναλλακτική ονομασία αντί του καπιταλισμού, αποτελεί ωμή και ανούσια συγκάλυψη της βαθύτερης επιχειρηματικής πραγματικότητας, που σημαίνει ότι η δύναμη του παραγωγού εξαπλώνεται τόσο, ώστε να επηρεάσει και να ελέγξει τη ζήτηση του καταναλωτή. Ωστόσο, αυτό δε δύναται να ειπωθεί. Δεν έχει απήχηση στις σύγχρονες οικονομικές συζητήσεις και πρακτικές. Ετσι στους νέους διδάσκουμε το σύστημα της αγοράς».

[4] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2005,σ.309.

[5] Κ. Τσουκαλάς , Η Επινόηση της Ετερότητας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2010, σ. 81

[6] Π. Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος, εκδόσεις Το Θεμέλιο, 2007, Τόμος Ια, σ.110

[7] Κ. Μελάς, Η Πολιτική της Αντι-πολιτικής και η «αντικειμενική» Οικονομία, Περιοδικό Μηνιαία Επιθεώρηση, Σεπτέμβρης 2009

[8] Κ. Μελάς . Παγκοσμιοποίηση , Εξάντας 1999 .Σελίδα 124

[9] Π. Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος, εκδόσεις Το Θεμέλιο, 2007, Τόμος Ια, σ.111

[10] Κ. Μελάς, Περί των αριστερών και συναφών αντισυστημικών κινημάτων, Περιοδικό Φρέαρ, Φθινόπωρο 2021, https://mag.frear.gr/peri-ton-aristeron-kai-synafon-antisystimikon-kinimaton/

[11] Κ. Μελάς, Περί της «φιλελεύθερης δημοκρατίας», Περιοδικό Φρέαρ, Χειμώνας 2020, https://mag.frear.gr/peri-tis-fileleytheris-dimokratias/

[12] Εκτενέστερα βλέπε: Κ .Μελάς, «Ελλάδα 1990-2005: η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο», Μonthly Review, No 21 (86), Σεπτέμβριος 2006.

[13] Θεωρητικός του τρίτου δρόμου είναι αναμφισβήτητα ο Άντονυ Γκίντενς και ο πολιτικός εφαρμοστής των ιδεών του ο Τόνυ Μπλερ.

[14] Κ. Μελάς – Γ. Παπαμιχαήλ, Το ανυπόφορο βουητό του κενού, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2017. σ.201

[15] Francois Furet, Jacques Julliard, Pierre Rosanvallon, La Republique du Centre. La fin de l’ exception francaise, Calmann-Levy , Paris 1988.

[16] «Πρόκειται για μια πανάρχαια ιδέα «μεσότητας», που αποκλείει οποιαδήποτε δραματική μεταβολή του εκάστοτε υπαρκτού- μέχρι βέβαια αυτή να λάβει χώρα, ερήμην όσων παραγνώρισαν τη δυνατότητά της» Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2005, σ.307.

[17] F. Fukuyama : The End of the History? , The National Interest, Summer 1989, pp 3-18 . Ελληνική μετάφραση : Οριοθετήσεις , Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1990 , σσ. 87 -136

[18] Π.Άντερσον : Θεωρίες για το τέλος της Ιστορίας , Στάχυ 1992 , σελ. 20.

[19] F. Hegel : La fenomenologia dello Spirito , Nuova Italia , 1974.

[20] Πέρυ Άντερσον: op.cit , σελ. 82.

[21] Πλάτωνος , Πολιτεία , Πόλις 2002.

[22] Το τι είχε προβλεφθεί από τον Χέγκελ χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά που δεν μπορεί να γίνει στην παρούσα στιγμή. Απλά αναφέρουμε ότι η αναφορά στο «τέλος» από τον Χέγκελ δεν σηματοδοτεί το τέλος ούτε από την άποψη της οριστικής αναστολής του γίγνεσθαι ούτε, φυσικά, από εκείνη της σκόπευσης μιας υποκειμενικής βούλησης.

[23] Η επικράτηση του φιλελεύθερου καπιταλισμού δείχνει απλώς ότι είναι ο πιο ισχυρός , με την πιο ωμή και πιο βάναυση έννοια του όρου και όχι ότι είναι ο καλύτερος ή ο ορθολογικότερος .

[24] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2005, σ.276-277-278

[25] Κ. Μελάς, Επιστροφή στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, Περιοδικό Νέο Πλανόδιο https://neoplanodion.gr/2022/02/21/epistrophe-ston-antagonismo-ton-megalon-dynameon/

[26] Jürgen Habermas, Teoria dell’agire comunicativo, Il mulino, Bologna 1986. Επίσης του ιδίου, Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993

[27] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, 2005, σ.304-305

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή