Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Νάσια Διονυσίου

Η υπηρέτρια της κυρίας Νταλογουέι

Η κυρία Νταλογουέι είπε πως θα τα αγοράσει η ίδια τα λουλούδια.

Γιατί η Λούσι είχε δουλειές να κάνει. Οι πόρτες έπρεπε να βγουν απ’ τους μεντεσέδες και κάποιος να υποδεχτεί τους άντρες του Ραμπλμάγιερ που θα έφταναν από στιγμή σε στιγμή. Κι όσο κι αν ήθελε, ένα τέτοιο καλοκαιριάτικο πρωινό, να διέσχιζε η ίδια το Σεντ Τζέιμς Παρκ με το καταπράσινο γρασίδι, τις θορυβώδεις πάπιες και τα φουσκωτά πουλιά, και να περνούσε από το Πίμλικο στην οδό Άρλινγκτον κι από εκεί στην πολύβουη πλατεία Πικαντίλι –κόρνες, πικετοφορίες, λατέρνες κι άνθρωποι να καταφτάνουν από παντού για τα ραφτάδικα, τα αρωματοπωλεία και τα καπελάδικα της οδού Μποντ– η Λούσι ήξερε πως το πρωινό αυτής της Τετάρτης είχε δουλειές να κάνει. Κι έτσι στεκόταν στον προθάλαμο, δίπλα από την κυρία της που κοιταζόταν χαμογελαστή στον καθρέφτη προσπαθώντας να ισιώσει το κίτρινο καπέλο της με τα φτερά, και, μόλις εκείνη γύρισε προς το μέρος της, της έδωσε το ομπρελίνο και την περίμενε να το ανοίξει, βλέποντας την τώρα να βγαίνει στον δρόμο, ελαφριά, ψηλή, ευθυτενής, όπως πάντοτε, η πιο χαριτωμένη απ’ όλες, κι από εκείνη ακόμα τη λαίδη Μπέξμπερο, κι έκλεισε την πόρτα.

Της άρεσε να κλείνει και να ανοίγει την πόρτα σ’ αυτό το σπίτι στο Γουέστμινστερ με τις ολόλευκες κολώνες και τον πίσω κήπο –πάρκο ολόκληρο!–, κι εκεί να υποδέχεται όλους τους καλεσμένους που έρχονταν για δουλειές ή που έσπευδαν στις περίφημες δεξιώσεις της κυρίας Νταλογουέι. «Περάστε αγαπητέ κύριε», «Μισό λεπτό να σας αναγγείλω, μιλαίδη», παίρνοντας και δίνοντας καπέλα, πανωφόρια κι ομπρέλες, γνωρίζοντας πως κάτι είχε πετύχει. Κι όταν μια άλλη μέρα θα πήγαινε η ίδια στο ανθοπωλείο Μάλμπερς στην οδό Μποντ, όπου θα την περίμενε η δεσποινίς Πιμ ανάμεσα σε γυάλες με δροσερά γαρίφαλα, τριαντάφυλλα, πασχαλιές και τρυφερές ίριδες, θα έλεγε στις παλιές της φίλες από τον φούρνο όπου είχε πρωτοδουλέψει στο Κέιτερχαμ που θα συναντούσε εκεί τυχαία: Δείτε! Δείτε! Δείτε τα λουλούδια που διάλεξε η κυρία Νταλαγουέι για τη δεξίωσή της! Ο ήχος του Μπιγκ Μπεν ακούστηκε φρέσκος, κελαρυστός, και της θύμισε πως έπρεπε να βιαστεί. Όλο το σπίτι μύριζε κατράμι, με το οποίο η μικρή κυρία άλειβε τον σκύλο της για να μένουν μακριά τα τσιμπούρια κι οι ψείρες. Έτρεξε προς τα παράθυρα κι έσπρωξε με δύναμη τα παντζούρια, ο ήλιος χύθηκε φουριόζος στα μάτια της, μέχρι το απόγευμα, σκέφτηκε, η μυρωδιά θα ’χει χαθεί.

Η Τζένι κατέβαινε κρατώντας τον δίσκο με τα απομεινάρια από το πρόγευμα, που μετέφερε η Λούσι κάθε πρωί στο υπνοδωμάτιο της κυρίας Νταλογουέι, κι αυτή την ακολούθησε, λέγοντας μ’ ένα παιχνιδιάρικο αναστεναγμό «Μεγάλη μέρα η σημερινή, Τζένι». Η Τζένι δεν απάντησε, μάλλον σκεφτόταν αν είχε τεντώσει όσο έπρεπε τα σεντόνια στα κρεβάτια, κι η Λούσι ήταν βέβαιη πως η Τζένι δεν θα εμφανιζόταν απόψε επάνω. Η κυρία Γουόκερ στην κουζίνα είχε ήδη ξεκινήσει τις προετοιμασίες, τα λαχανικά για τη σούπα και τις σαλάτες είχαν πλυθεί και χωριστεί, οι σολομοί φωσφόριζαν μέσα στον πάγο, τα πολύχρωμα βαζάκια με τις πίκλες και τις κομπόστες είχαν απλωθεί επάνω στους πάγκους. «Η Τζένι να βοηθήσει στην πουτίγκα και στο πλύσιμο των πορσελανών, εσύ να γυαλίσεις τα έπιπλα και τ’ ασημικά», είπε η κ. Γουόκερ με τη βαριά ιρλανδική προφορά που διατηρούσε ακόμη. Η Λούσι έσκυψε να πάρει λευκά πανιά, «θα ξεκινήσω από τα έπιπλα της εισόδου», είπε, «πάρε μαζί σου και το μικρό βουρτσάκι για τις γωνιές και τα σκαλίσματα», φώναξε η κυρία Γουόκερ, ενώ αυτή ήδη ανέβαινε τις σκάλες.

Θα ξεκινούσε από την κονσόλα και τον καθρέφτη στον προθάλαμο, σκεφτόταν καθώς ανέβαινε τις σκάλες, κι ύστερα θα πήγαινε στο σαλόνι για να τρίψει τις μεγάλες κορνίζες με τις παλιές εγγλέζικες γκραβούρες, τις σκαλιστές καρέκλες και τα τραπεζάκια του χολ, τους μπουφέδες, το οβάλ τραπέζι, το πιάνο, ώσπου και το παραμικρό ίχνος σκόνης να εξαφανιστεί και να σβηστεί ακόμα κι η πιο αμυδρή γρατσουνιά. Έπειτα θα τα άλειβε όλα με λάδι αμυγδάλου και κερί μέλισσας, ύστερα θα τίναζε τα μαξιλάρια στους καναπέδες, θα άλλαζε τα καλύμματα στις πολυθρόνες, θα άπλωνε τα λευκά δαντελωτά τραπεζομάντηλα και στο τέλος θα γυάλιζε τα ασημικά και τα κρύσταλλα – όλα εκείνα τα πανέμορφα κηροπήγια επάνω στο τζάκι, τα βάζα, τις φοντανιέρες, τα διακοσμητικά δελφίνια, τους χαρτοκόπτες. Γιατί όλα θα έπρεπε να αστράφτουν απόψε, σκέφτηκε καθώς έριχνε πιο πολύ αλκοόλ στην άκρη του καθρέφτη, όπως αστράφτει πάντοτε η κυρία Νταλογουέι, ελαφριά, ψηλή, ευθυτενής με τα γουστόζικα καπέλα και την αστείρευτη διάθεσή της να προσφέρει χαρά στους άλλους, κι όχι μόνο στους καλεσμένους, αλλά ακόμα και στους υπηρέτες, τους σκύλους, τα καναρίνια, τα άλογα του κύριου Νταλογουέι, και κυρίως στον κύριο Νταλογουέι. Ο σεβαστός μου κύριος, σκέφτηκε η Λούσι, ένας τέτοιος σοβαρός και δραστήριος άντρας, που απολαμβάνει το κυνήγι και την πεζοπορία κι έχει κάθε μέρα υψηλές συναντήσεις στη Βουλή και που ίσως μια μέρα γίνει Υπουργός ή –γιατί όχι– ακόμα και Πρωθυπουργός! Ω, ήταν ένα θαύμα να έχεις μια ζωή σαν των Νταλογουέι, ψιθύρισε η Λούσι, κι ήταν πράγματι ένα θαύμα, ένα αληθινό θαύμα, ακόμα και το να δουλεύεις γι’ αυτούς!

Κάποια στιγμή το κουδούνι χτύπησε, αλλά άφησε την Τζένι να ανοίξει στους άντρες του Ραμπλμάγιερ, αυτή συνέχιζε να καθαρίζει με τα λεπτά δάχτυλά της τις εσοχές, τις κόγχες, τις γωνίτσες, κατατροπώνοντας τη σκόνη, αποκαλύπτοντας τη λαμπερή όψη των πραγμάτων, κάποια στιγμή ήχησε στιβαρό το Μπιγκ Μπεν, είχε περάσει άλλη μισή ώρα, είχε όμοια περάσει πάνω από τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και πάνω απ’ τις παμπ στους βρώμικους παράδρομους, μα και πάλι αυτή δεν σήκωσε το κεφάλι της, έπρεπε όλα απόψε ν’ αστράφτουν, η κυρία Γουόκερ σφύριζε στην κουζίνα, οι άντρες μετακινούσαν τις καρέκλες προς τους τοίχους, κάποια στιγμή ακούστηκε και πάλι το κουδούνι, στάθηκε κι έτρεξε να ανοίξει στην κυρία της.

«Μα τι κοιτάζουν όλοι;», είπε η κυρία Νταλογουέι κι αμέσως η Λούσι έστρεψε το κεφάλι προς στον ουρανό, ένα αεροπλάνο, ευτυχώς ο Πόλεμος είχε τελειώσει, το αεροπλάνο σχημάτιζε καμπύλες γραμμές ολόισια, ψηλά, αφήνοντας να ξεχυθεί μια κορδέλα άσπρου καπνού, που έγραφε ένα Κ, ένα Α, ένα Ρ. Η κυρία πέρασε το κεφαλόσκαλο κι αυτή έκλεισε την πόρτα, «Ο κύριος Νταλογουέι, κυρία–», η κυρία είχε προλάβει να διαβάσει στο μπλοκάκι με τα τηλεφωνικά μηνύματα πως η λαίδη Μπρούτον προσκαλούσε σε γεύμα σήμερα τον κύριο Νταλογουέι, «είπε να σας πω ότι θα γευματίσει έξω το μεσημέρι», και πήρε από τα χέρια της το ομπρελίνο για να το βάλει στην ομπρελοθήκη και τα μοσχομπίζελα απ’ την αγκαλιά της, μωβ και ροζ κι υπόλευκα μοσχομπίζελα, για να τα μοιράσει στ’ αστραφτερά βάζα. Πόσο ακλόνητη, έμοιαζε η κυρία της, πόσο περήφανη έτσι καθώς ανέβαινε τη σκάλα κι όπως σταμάτησε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο με τις κουρτίνες να ανεμίζουν πάνω απ’ τους ώμους της, πόσο ευχαριστημένη, χωρίς να υπάρχει κανένα, μα κανένα, κενό στην καρδιά της.

Η Λούσι επέστρεψε στο σαλόνι κι άρχισε τώρα να μαζεύει σ’ έναν δίσκο τ’ ασημικά, προχώρησε με προσοχή προς το υπόγειο, κάθισε στη γωνιά της, η κυρία Γουόκερ σφύριζε καθώς ανακάτευε τη σούπα, η Τζένι σαπούνιζε τις πορσελάνινες πιατέλες κι αυτή σήκωνε ένα ένα τα πολύτιμα αντικείμενα – αχνοί και μυρωδιές και κουδουνιστοί ήχοι κι αυτά τα εξαίσια σκαλίσματα, σχεδόν σαν να μη μιμούνται κάτι, σχεδόν αληθινά, τα σήκωνε κάτω από τη λάμπα, σχεδόν αληθινά ιδίως όταν γυαλίζουν. Όταν επέστρεψε στο σαλόνι για να τα τοποθετήσει στις θέσεις που βρίσκονταν από χρόνια, μπορεί και είκοσι, όσα κι οι Νταλογουέι στο σπίτι τους, η κυρία της είχε ήδη κατέβει, κρατώντας ένα ασημοπράσινο φόρεμα – πτυχώσεις από μετάξι, περίτεχνα κεντήματα, κορδέλες, πόση ομορφιά!, επάνω στο τραπεζάκι χυμένες κλωστές, βελόνες, δαχτυλήθρες, ψαλίδια. «Ω, Λούσι, τι ωραία που έγιναν τα ασημικά!» είπε η κυρία Νταλογουέι κι ύστερα ψαχουλεύοντας ένα μαξιλάρι του καναπέ, «Πάρ’ το αποδώ!» της είπε, σπρώχνοντας την ελαφρά, μ’ ένα μορφασμό αποστροφής, σχεδόν φρίκης, στο πρόσωπό της, «πάρ’ το αποδώ!». Η Λούσι το πήρε –ήταν ελαφρώς φθαρμένο κι έδειχνε θαμπό– και σταματώντας στην πόρτα ρώτησε αν θα μπορούσε να βοηθήσει να φτιάξουν το φόρεμα που ήταν σκισμένο στον ποδόγυρο. Η κυρία απάντησε πως της έφταναν και της περίσσευαν τόσα πράγματα που είχε να κάνει, «αλλά σ’ ευχαριστώ Λούσι, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», κι αυτή ένιωσε να φωτίζεται όμοια με τα γυαλισμένα ασημικά στις προθήκες.

‘Όταν ύστερα από λίγο άκουσε το κουδούνι και πήγε να ανοίξει την πόρτα, ένας μεσήλικας άντρας με καρό κουστούμι κι αστείο παπιγιόν στεκόταν στην είσοδο. «Η κυρία Νταλογουέι δεν μπορεί να δεχτεί κανέναν αυτή τη στιγμή», πρόλαβε να του πει, αλλά εκείνος ακουμπώντας την στον ώμο την προσπέρασε, τι μεγάλη αναίδεια! «Ω, ναι, εμένα θα με δεχτεί!» είπε ο άγνωστος άντρας, δρασκελίζοντας τις σκάλες, ήταν εξωφρενικό, έτρεξε ξοπίσω του, «Μα δεν μπορεί», φώναξε, «Ύστερα από πέντε χρόνια στην Ινδία, η Κλαρίσα θα με δει», απάντησε εκείνος, στρίβοντας τώρα το μπρούτζινο πόμολο της πόρτας. «Ποιος μπορεί – τι μπορεί;» ακούστηκε από μέσα η φωνή της κυρίας της κι ύστερα ξανά «Πίτερ, καλέ μου Πίτερ». Η Λούσι καταλάβαινε πια πως δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται εκεί, αλλά όταν επέστρεψε ξανά στο σαλόνι μαζί μ’ άλλα ασημικά, γνώριζε ήδη από την κυρία Γουόκερ ότι αυτός ο Πίτερ, αυτός ο Πίτερ Γουόλς, ήταν κάποιος που κάποτε υπήρξε τρελά ερωτευμένος με την κυρία της, ότι εκείνη τον είχε απορρίψει, ότι πήγε στην Ινδία, ότι όλα πήγαν στραβά, ότι τα έκανε θάλασσα. Τους βρήκε να κάθονται στον βελούδινο μπλε καναπέ, η κυρία της περνούσε σταθερά τη βελόνα στο ασημοπράσινο φόρεμα που ήταν απλωμένο στα γόνατά της, η μεταξωτή κλωστή τεντωνόταν ψηλά πάνω από τα ακίνητα γόνατά της, ενώ αυτός ο Πίτερ Γουόλς, με τους ώμους κυρτούς και το κεφάλι σκυμμένο, ανοιγόκλεινε ένα μικρό σουγιά, μοιάζοντας να μη βολεύεται, δείχνοντας τόσο αταίριαστος μες στο περιποιημένο σαλόνι τούτο το ολόφωτο, καλοκαιριάτικο πρωινό.

Πόσο δίκιο είχε η κυρία, σκέφτηκε η Λούσι βγαίνοντας, πόσο δίκιο που δεν παντρεύτηκε αυτό τον άντρα. Κάποια στιγμή ο ψυχρός ήχος του Μπιγκ Μπεν, κάποια στιγμή η δεσποινίς Ελίζαμπεθ να κατεβαίνει κι η αρχοντική φωνή της κυρίας «Να η κορούλα μου», κάποια στιγμή ο Πίτερ Γουόλς να βαδίζει γρήγορα προς το κεφαλόσκαλο και ν’ ανοίγει την πόρτα, η κυρία της πιο πίσω, σχεδόν απελπισμένα, «Τη δεξίωσή μου! Μην ξεχάσεις τη δεξίωσή μου απόψε!». Γιατί αυτό ήταν που είχε αξία, σκέφτηκε η Λούσι, όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι του Λονδίνου θα έδιναν τα πάντα για να βρίσκονται στην αποψινή δεξίωση, άλλωστε πώς να ξέρει κανείς ότι είναι σημαντικός αν δεν μπορεί να παρευρεθεί σε μια τέτοια δεξίωση;

«Λούσι» άκουσε τη φωνή της κυρίας κι έτρεξε, «Ω Λούσι, τι ωραία που τον είδα», δίνοντάς της στα χέρια έναν γαλάζιο φάκελο, το όνομα «Πίτερ Γουόλς» γραμμένο με όμορφα μενεξελιά γράμματα, περικοκλάδες που κρέμονταν, κορδέλες που ανέμιζαν, χαρταετοί έτοιμοι να πετάξουν. Περπάτησε γρήγορα προς το ταχυδρομείο –οι ήχοι της πόλης, φωνές γάργαρες, παιχνιδιάρικα σύννεφα, μπουμπούκια στα δέντρα, ευτυχώς ο Πόλεμος είχε τελειώσει, μέλισσες να ζουζουνίζουν– τίποτα όμως δεν μπορούσε να την αποσπάσει, το γράμμα έπρεπε να σταλεί χωρίς καθυστέρηση στο ξενοδοχείο της οδού Μπλούμσμπερι. Ο υπάλληλος στο ταμείο τής χαμογέλασε, τον είχε προσέξει ξανά, με το φτενό, ξεβαμμένο από τα πολλά πλυσίματα πουκάμισό του, που ήταν όμως καθαρό και φροντισμένο, έτσι της φάνηκε και το χαμόγελό του, μια απλότητα που της απευθυνόταν σε γνώριμη γλώσσα, ενστικτωδώς ανταπέδωσε το χαμόγελο, αλλά ευθύς το μετάνιωσε, έπρεπε να γυρίσει αμέσως στο σπίτι, είχε τόσα ακόμα να κάνει.

Ήταν κιόλας πίσω όταν ήχησε ξανά το Μπιγκ Μπεν, υπήρχαν κι άλλα ασημικά για να γυαλιστούν κι έπρεπε ακόμα να κρεμαστούν οι κίτρινες κουρτίνες από κρετόν με τα ζωγραφισμένα παραδείσια πουλιά. Χτύπησε το κουδούνι, ήταν η ώρα που έφτανε κάθε μέρα η κυρία Κίλμαν για τα μαθήματα της δεσποινίδος, ήξερε πως η κυρία μισούσε την κυρία Κίλμαν, αλλά και πώς να μη μισεί κανείς την κυρία Κίλμαν, που ήταν πάντα σκυθρωπή και χωμένη, χειμώνα καλοκαίρι, μέσα στο μονοκόμματο αδιάβροχό της; Έπειτα ξανά το κουδούνι, ο κύριος Νταλογουέι, κρατώντας μια τεράστια ανθοδέσμη από κόκκινα και λευκά τριαντάφυλλα, πόσο δίκιο είχε η κυρία της που τον παντρεύτηκε. Κι όταν η Λούσι μπήκε ξανά στο σαλόνι για να φέρει τα στιλβωμένα μπρούντζινα εργαλεία για το τζάκι σκέφτηκε και πάλι το ίδιο, βλέποντας τον τώρα να στρώνει ένα μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα στον μπλε καναπέ κι ακούγοντας τον να λέει «Μια ώρα απόλυτη ανάπαυση μετά το μεσημεριανό», καθώς έκλεινε πίσω του σιγανά την πόρτα κι άφηνε την κυρία να αναπαυθεί.

Τα ηλεκτρικά φώτα άναψαν από νωρίς, η πόρτα ορθάνοιχτη περίμενε τους καλεσμένους. Τι καθαρό, τι φωτεινό, τι όμορφα φροντισμένο σπίτι, θα σκεφτόταν όποιος έμπαινε, αισθάνθηκε η Λούσι· τα πόδια της έπρεπε να βγάλουν τώρα φτερά! Αυτοκίνητα σταματούσαν στην είσοδο, από μέσα κατέβαιναν κυρίες με γούνες, κεντητές εσάρπες, δαντελένιες τουαλέτες, χρυσαφιά κοσμήματα κι ηλικιωμένοι κύριοι με ψηλά καπέλα και νεαροί με τον αέρα της Οξφόρδης. Και να, η Λαίδη Λάβτζοϊ, και να, ο σερ Χιου Γουίτμπρεντ, και να, η κυρία Χίλμπερι και το ζεύγος Γουίλιαμ Μπράντσο, και να αυτός ο ασήμαντος Πίτερ από την Ινδία. Κι εκείνη η Σάλι Ρόσετερ, ποια να είναι άραγε, αναρωτήθηκε η Λούσι, ακούγοντας να την αναγγέλλουν και βλέποντας την κυρία της να χυμά στην αγκαλιά της και να τη φιλά, πρώτα το ένα μάγουλο, μετά το άλλο, κρατώντας σφιχτά το χέρι της και γελώντας – ένα γέλιο γάργαρο σαν νεαρών παιδιών κάτω από τον ανέφελο ουρανό μιας εξοχής ολάνθιστης.

Το γεύμα είχε πια σερβιριστεί κι οι καλεσμένοι ανέβαιναν τώρα, πόσο όμορφη φαινόταν η δεσποινίς Ελίζαμπεθ με το ροζ φόρεμά της, σκέφτηκε η Λούσι κουβαλώντας έναν δίσκο με ποτήρια στην κουζίνα, οι στοίβες με τα πιάτα, τις κατσαρόλες, τα σουρωτήρια ολοένα και ψήλωναν, η φωτιά τριζοβολούσε, να μην ξεχάσει η Τζένι να ρίξει μια ματιά στον σκύλο που είναι κλεισμένος επάνω, κι έτρεξε στο κελάρι να φέρει το τοκάι, που της είχε ζητήσει ο κύριός της. Και να τώρα, ο Πρωθυπουργός κι η Λαίδη Μπρούτον, και να η κυρία της να τους συνοδεύει, η πιο λαμπερή απ’ όλες, με βήμα ανάλαφρο, τα γκρίζα μαλλιά της πλεγμένα κοτσίδα και το ασημοπράσινο φόρεμα που την έκανε να μοιάζει με γοργόνα, περήφανη, ευχαριστημένη και με όλους τριγύρω να την θαυμάζουν κι ίσως, γιατί όχι, λιγάκι να την ζηλεύουν, καθώς κι άλλοι καλεσμένοι εξακολουθούσαν να φτάνουν κατά κύματα, οι αίθουσες γέμιζαν ασφυκτικά.

Η Λούσι θα ανέβαινε τώρα να κοιτάξει τον σκύλο της δεσποινίδος, αφού, όπως το είχε μαντέψει, η Τζένι δεν τόλμησε να βγει από το υπόγειο, ούτε καν από περιέργεια, η ψυχή πρέπει να είναι γενναία για να ανεβεί από τα υπόγεια. Το καημένο το σκυλί θα ήταν φοβισμένο, σκέφτηκε, με τις φωνές και τα γέλια και την φωταψία του κήπου να τρυπώνει από παντού, μέχρι και στα πάνω δωμάτια. Μα πού πάει η κυρία της, τα βήματά της σαν να μπλέκονται το ένα με το άλλο, το ένα της χέρι ψάχνει ν’ ανοίξει δρόμο ανάμεσα στους καλεσμένους, το άλλο της σφίγγεται πάνω απ’ το στήθος της, μήπως πονούσε; Την είδε που μπήκε στο δωματιάκι, εκεί όπου προηγουμένως είχε οδηγήσει τον Πρωθυπουργό και τη Λαίδη Μπρούτον, μα αυτοί είχαν πια φύγει, τι γύρευε μόνη της τώρα εδώ η κυρία της; Έσπρωξε απαλά την πόρτα και σιγανά τη ρώτησε μήπως χρειαζόταν κάτι. Πρόσεξε τα γαλανά μάτια της, άστραφταν. «Κάποιος μίλησε για θάνατο στη δεξίωσή μου, Λούσι, το πιστεύεις; Για έναν νεαρό που αυτοκτόνησε. Το πιστεύεις; Να γίνεται λόγος για θάνατο στη δική μου δεξίωση;» κι η φωνή της έτρεμε, τρίξιμο κλαδιού που ξεκολλά απ’ το δέντρο, κι αμέσως έτρεξε προς το παράθυρο, τράβηξε την κουρτίνα. «Ένας νεαρός πήδηξε κι αυτοκτόνησε, ένας γδούπος… άκου… ένας γδούπος… κι εγώ είμαι υποχρεωμένη να στέκομαι εδώ. Ορίστε, πώς την έκανα τη ζωή μου, ορίστε!». Έστεκε πια ακίνητη δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, κοιτώντας κάπου πιο πέρα, μια στον ουρανό, μια ίσια μπροστά, στο σπίτι ίσως απέναντι. «Ω, να μπορούσαν να ξανάρχιζαν όλα απ’ την αρχή!», είπε.

Η Λούσι αισθάνθηκε ξαφνικά ότι όφειλε να απαντήσει, να προσφέρει μια υπεράσπιση σ’ ένα τόσο άδικο ξέσπασμα, μα τα πόδια της δεν την κρατούσαν, ένιωθε πως από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν, ίσως και να ήταν η κούραση ολόκληρης της ημέρας. Έκανε να ακουμπήσει κάπου, αλλά ήξερε πως ήταν κάτι παραπάνω από κούραση, κάτι πιο βαθύ. Εκεί, μπροστά από τις καρέκλες που είχαν ακόμη επάνω τους το σχήμα του Πρωθυπουργού και της Λαίδης Μπρούτον, κάτω από το πολύμορφο φως των πολυελαίων, πίσω από τη σκιά που διέγραφε το ευθυτενές σώμα της κυρίας Νταλογουέι, εκεί, άκουγε τώρα να θρυμματίζονται τα γυαλισμένα ασημικά, τα κρυστάλλινα βάζα με τα μοσχομπίζελα και τα τριαντάφυλλα, οι παγωτιέρες και τα πορσελάνινα μπωλ με τις καραμέλες, τα καπέλα, οι καρφίτσες, οι κορδέλες, κι όλη η φλυαρία, οι υποκλίσεις, τα χαμόγελα, κι όλη η ευχαρίστηση κι όλη η ομορφιά. Τι κρότος, Θεέ μου!

Κάποια στιγμή ο ψυχρός ήχος του Μπιγκ Μπεν, κάποια στιγμή η μηχανή ενός αυτοκινήτου που έπαιρνε μπρος, κάποια στιγμή το γαύγισμα του σκύλου, κάποια στιγμή είδε την κυρία Νταλογουέι να βγαίνει από το δωμάτιο και να επιστρέφει στους καλεσμένους της.

⸙⸙⸙

[Τα αποσπάσματα και η ορθογραφία που χρησιμοποιούνται βασίζονται στη μετάφραση της Κωνσταντίας Τριανταφυλλοπούλου (Βιρτζίνια Γουλφ, Η κυρία Νταλογουέι, εκδ. Μεταίχμιο).]

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή