Ζωγραφική: Λήδα Κοντογιαννοπούλου

Μιχάλης Μακρόπουλος

Είναι η οκνηρία αμάρτημα;

Καθόταν, και του άρεσε πώς του χάιδευε ο ήλιος το πρόσωπο, έτσι είπε να συνεχίσει να κάθεται.

Ένα αεράκι φύσηξε έπειτα.

Έπιασε ένα δροσιστικό ψιλόβροχο, μετά το γύρισε σε μπόρα. Μες στη νεροποντή, πού να τρέχει;…

Ο καιρός καλοσύνεψε. Σουρούπωσε. Βράδιασε. Το φεγγαρόφωτο χάραζε κάθε περίγραμμα με μια φωτεινή κοντυλιά, χουχούτιζαν τα νυχτοπούλια. Από τα χαμόκλαδα, θροΐσματα ακούγονταν, ένας ψίθυρος εκεί, τρεχαλητά… Άμα ξημέρωσε, είπε να πηγαίνει, μα ήταν ωραία εκεί ꟷπώς ο ήλιος του ζέσταινε το πρόσωπο, που τη νύχτα είχε παγώσει. Πού να πάει;

Φθινοπώριαζε, και τα χρώματα στα φύλλα γύριζαν, κάθε μέρα κι άλλο.

Όλο έλεγε να σηκωθεί, κι ολοένα το ανέβαλλε.

Γύμνωσαν τα δέντρα, έπιασαν τα κρύα, μα το κορμί του είχε συνηθίσει, κι έπειτα λίγο λίγο μπήκε η άνοιξη, τα κλαριά φύλλωσαν ξανά.

Καθόταν έτσι εκεί, κι όλο και κάποιος θα περνούσε, να του δώσει κάτι να φάει, νερό να πιει.

Πέρασαν μήνες, χρόνια.

Λίγο λίγο, ξύλιασε στη κυριολεξία το κορμί του. Σκλήρυνε, κι έγινε το πετσί σαν φλούδα. Τα μαλλιά του, μπλεγμένα και μακριά ίσαμε κάτω στο χώμα, άρχισαν να πρασινίζουν, η γενειάδα του το ίδιο. Από τα νώτα του κι απ’ τα πέλματά του, ριζούλες φύτρωσαν κι απλώθηκαν μες στη γη, ώσπου έγιναν ρίζες, χοντρές και βαθιές.

Το δέντρο θέριεψε, κάρπισε.

Πουλιά έρχονταν κι αναπαύονταν στα κλαριά του, κούρνιαζαν τη νύχτα. Βερβερίτσες ανεβοκατέβαιναν στον κορμό. Μερμήγκια έφτιαξαν στη φλούδα τη φωλιά τους. Όλο και κάποιος πεινασμένος θα περνούσε αποκάτω, και θα ’τρωγε από τα πιο χαμηλά κλαδιά έναν δυο καρπούς. Στη σκιά του δροσίζονταν διαβάτες φουντωμένοι από το περπάτημα κι απ’ τον ήλιο, ξεκουράζονταν αν από το δρόμο είχαν αποκάνει.

Μια μέρα, έτυχε να περνάω κι εγώ αποκεί και πεινούσα, έτσι άπλωσα το χέρι κι έκοψα έναν καρπό. Μα ήμουν κουρασμένος, κι είπα να ξαποστάσω. Κάθισα με την πλάτη στον κορμό, με τον ήλιο και τ’ αεράκι στο πρόσωπο. Μυγάκια βούιζαν γύρω μου ꟷμια μέλισσα. Είχα δουλειές που περίμεναν, έπρεπε να συνεχίσω, αλλά κάτι όμως μ’ έκανε να μην μπορώ να σηκωθώ ꟷκαι γλαρωμένος αναρωτήθηκα:

«Είναι η οκνηρία αμάρτημα;»

/οκνηρία

«το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»
Κύλιση στην κορυφή