Κάθονται όλοι μαζί και τρώνε στο γνωστό τους τραπέζι, στην ταβέρνα του Οικονόμου.
Η απαράλλαχτη τετράδα των τελευταίων χρόνων. Στ’ αριστερά η σύζυγός του, η Έλενα, και απέναντί τους ο καλύτερός του φίλος, ο Φίλιππος και η γυναίκα του η Εύα. Που είναι και η δική του ερωμένη.
Είναι βράδυ Πέμπτης, της συνηθισμένης τους δεκαπενθήμερης εξόδου, για παρέα και κουβεντούλα. Αρχές Ιουνίου, και στα Πετράλωνα απλώνεται μια γλυκιά ευδαιμονία, μια ακόμα ελεγχόμενη ζέστη, τόσο όσο να σε κάνει να θέλεις να βγάλεις απλά το σακάκι σου, να προσκαλέσεις το άγγιγμα του αέρα στο δέρμα, και μια αίσθηση κοινοτικής αρμονίας, από τις χαμηλόφωνες συζητήσεις στα γύρω τραπέζια και τις γειτονιές με τις ταβέρνες που απλώνονται ακτινωτά στην πλαγιά της συνοικίας, κάτω απ’ τον κατάφυτο λόγο του Φιλοπάππου.
Έχει το χέρι του περασμένο στην πλάτη της Έλενας, όπως το συνηθίζει όταν βρίσκονται μαζί με άλλους, και ταυτόχρονα φροντίζει να απαντάει στα απανωτά ερωτήματα του Φίλιππου, δίχως να χάνει οπτική επαφή με την Εύα, με την οποία συνευρέθηκαν ερωτικά τελευταία φορά πριν δύο μήνες, στο ξενοδοχείο ημιδιαμονής «Ανεμώνη», στον Άλιμο, όχι πολύ μακριά απ’ το σπίτι εκείνης. Πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσει να τηρεί τα προσχήματα και τους τύπους της κοινής εξαπάτησης. Γιατί μονάχα η διατήρηση της απάτης μπορεί να προστατέψει τη μόνη αλήθεια που τον απασχολεί αυτή τη στιγμή, την αλήθεια που την ανακάλυψε μόλις ετούτο το απόγευμα, δύο ώρες πριν απ’ την προγραμματισμένη τους έξοδο. Και που μέχρι τώρα, εκτός απ’ τον ίδιο, δεν την έχει μάθει κανείς.
Το γκαρσόνι σερβίρει τα πιάτα τους, το ιμάμ και τη φάβα, το αρνάκι γιουβέτσι και τα βλίτα, τη σαλάτα με ρόκα της Έλενας (για την ατελείωτη νηστεία στην οποία υποβάλλει από αμνημονεύτων τον εαυτό της), το κουνέλι στιφάδο του Φίλιππου που ξερογλείφεται ήδη. Το μπουκάλι με τη δροσερή μαλαγουζιά. Αναλαμβάνει ο ίδιος να γεμίσει με κρασί τα ποτήρια, για να ηρεμήσει κάπως τα χέρια του. Όταν τελειώνει, τσουγκρίζουν όλοι μαζί αναφωνώντας «καλό καλοκαίρι» κι έπειτα εκείνο που τον πονάει περισσότερο, για την υγεία πάνω απ’ όλα.
Είναι παλιοί συμφοιτητές και συνομήλικοι, πλήρεις εμπειριών, με παιδιά και εγγόνια διασκορπισμένα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου. Γενιά του ’70, της αμφισβήτησης και της ανατροπής. Καθηγητές και καθηγήτριες σε ανώτατες σχολές, πλέον ομότιμοι και ομότιμες. Ο ίδιος και ο Φίλιππος στο Πάντειο, πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες, η Έλενα στο Χαροκόπειο, ιστορία και λαογραφία, η Εύα στην Καλών Τεχνών, ιστορία της τέχνης. Ζωές φαγωμένες σε έδρανα, σε εργαστήρια, σε αναγνωστήρια, μπροστά σε υπολογιστές, σε αίθουσες διαλέξεων και ακροατήρια, σε εκπαιδευτικά ταξίδια, σε αεροδρόμια και δωμάτια ξενοδοχείων, και σε κοινές διακοπές στο Αιγαίο, στην Κύθνο και την Ανάφη, στη Δονούσα και τη Λέρο, στην Αστυπάλαια (προτού γίνει μόδα) με σανδάλια και λευκά λινά και τη Μαρία Νεφέλη πάντα σε εγρήγορση, κομμένη και ραμμένη στο μυαλό για υποβλητική απαγγελία, στα χρόνια των δυνατών ερώτων, προτού να δώσει τη θέση της στη Λαϊνά και τον Λεοντάρη, στις μετέπειτα εποχές της σωματικής και της πολιτικής κάμψης.
Αυτή τη στιγμή ο Φίλιππος αγορεύει για τον Αλέξη Τσίπρα και την υποτιθέμενη επιστροφή του στην κεντρική πολιτική σκηνή. Τον κάνει κομματάκια, αποδομώντας τον όπως πάντα με χειρουργική ακρίβεια, για τη συλλογική παραίσθηση στην οποία καταβύθισε με ασυγχώρητο κυνισμό τον ελληνικό λαό, και για το κακέκτυπο του παπανδρεϊκού ηγέτη που επιμένει να πρεσβεύει. Από δίπλα του, σύμφωνα με το από χρόνια θεσμοθετημένο τελετουργικό τους, η Έλενα τον σιγοντάρει φιλότιμα, ενώ η Εύα, λοξοκοιτώντας εκείνον, αναλαμβάνει τον ρόλο της εσωτερικής αντιπολίτευσης, πάντα στο πλαίσιο του μετώπου της λογικής, διερωτώμενη πόσο χειρότερος μπορεί να είναι ο Τσίπρας σε σχέση με τα αδίστακτα θρασίμια που κυβερνούν αυτή τη στιγμή. Όπου ο Φίλιππος αναφωνεί για πολλοστή φορά «έλεος!» και της επιτίθεται με μια ομοβροντία ακλόνητων επιχειρημάτων, που ανατέμνουν από την φιλελεύθερη σκοπιά (αυτή στην οποία έχουν άπαντες προσχωρήσει την τελευταία εικοσαετία τουλάχιστον, έχοντας εγκαταλείψει τις ριζοσπαστικές τους καταβολές με το κλείσιμο της ηλικιακής δεκαετίας των σαράντα), όλη τη ναρκοθετημένη διαδρομή του πάλαι ποτέ κοσμαγάπητου, νυν απαξιωμένου, πολιτικού ειδώλου.
Με την άκρη του ματιού του κοιτάζει τα γύρω τραπέζια. Αντίστοιχες παρέες μεσήλικων (κανείς πια δεν αποκαλείται γέρος, όλοι ανήκουν απλά σε διαφορετικές βαθμίδες της αέναα παρατεινόμενης μέσης ηλικίας) και νεαρότερων θαμώνων, όλοι ντυμένοι στο στυλ μιας ψαγμένης ιντελιγκέντσιας η οποία περιφρονεί τη μόδα χωρίς όμως να την αρνείται, όπως συμβαίνει και με το χρήμα και με την καλοπέραση (και με την καπιταλιστική εκμετάλλευση των αδύναμων, σκέφτεται τώρα κάπως πικρά), άντρες και γυναίκες που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως καλλιεργημένοι, διανοούμενοι, ή απλά κουλτουριάρηδες και φασαίοι, ανάλογα με την οπτική γωνία και τη θέση του εκάστοτε παρατηρητή.
Θυμάται σε παλιότερες εποχές, σε αντίστοιχα τραπεζώματα στον Οικονόμου, τη μορφή του Παπαγιώργη που δέσποζε σε κάποιο βάθος του μαγαζιού με το χαρακτηριστικό λευκό του κεφάλι, θυμάται τον ποιητή Νίκο Παναγιωτόπουλο, θυμάται ακόμα και την εκθαμβωτική Μάγδα Κοτζιά, για την οποία τόσοι και τόσοι είχαν πέσει λαβωμένοι στα αλώνια της παραφοράς. Όλοι πια ανήκουν στην άλλη πλευρά του υπαρξιακού σύμπαντος, εκείνη για την οποία κανείς δεν έμαθε και δεν μαρτύρησε ποτέ. Είναι πια αόρατοι, ευγενικά, καλοπροαίρετα φαντάσματα που χαμογελούν αινιγματικά μέσα απ’ τις γρίλιες του χρόνου, χαμένοι σαν παλιά νομίσματα κάπου στην αχανή φόδρα της πραγματικότητας. Μονάχα εκείνος τους διακρίνει εκεί τώρα να αχνολάμπουν ανάμεσά τους. Ίσως γιατί, σε λίγο, πρόκειται κι ο ίδιος να τους συναντήσει στην όχθη τους.
Νιώθει στο πόδι του το ελαφρύ άγγιγμα από το πέλμα της Εύας. Όσο περισσότερο στεντόρεια αγορεύει ο άντρας της, τόσο εκείνης της ξυπνάει το πάθος της ανατροπής. Του απευθύνει ένα φευγαλέο βλέμμα συνενοχής, μισοκρυμμένο πίσω απ’ το ποτήρι της όπου λαμπυρίζει σαν κεχριμπαρένιο ψηφιδωτό το λευκό κρασί. Τόσα χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες πλάι της, ο Φίλιππος δεν κατάφερε να μάθει αυτόν τον απλό κανόνα. Ότι η Εύα απεχθάνεται τις στέρεες εξωτερικές εκδηλώσεις και ότι μονάχα στα σκοτεινά και στα λαθραία μπορείς να συντονιστείς με τη συναισθηματική της θερμοκρασία. Γι’ αυτό και οι δυο τους στην ουσία υπήρξαν ασύμπτωτοι, βαρήκοοι στις βαθύτερες ανάγκες ο ένας του άλλου, πράγμα που σίγουρα από ένα σημείο και μετά θα πρέπει να γνώριζαν, έστω και αφομοιώνοντάς το σαν μια περίπου κατανοητή, αν όχι συγγνωστή ήττα, από εκείνες που μας κατατρύχουνε όλους. Όπως συνέβαινε άλλωστε και με τον ίδιο, στη σχέση του με την Έλενα.
Την απατούσε εξαρχής και κατά συρροή. Ένιωθε μια τρανή σεξουαλική έλξη για εκείνη, όμως κατά τα άλλα ποτέ δεν την είχε θεωρήσει απόλυτα αντάξιά του. Στα πρώτα χρόνια, όταν ήταν ακόμα παιδιά, το κορμί και η αφοσίωσή της του ήταν περίπου αρκετά, ωστόσο, όπως είχε συνειδητοποιήσει με τον καιρό, η ίδια εκείνη η αδιαπραγμάτευτη αγάπη που του έδειχνε του είχε –φευ– εμπνεύσει και την αδιαπραγμάτευτη εντύπωση ενός ορίου, ενός πεπερασμένου χώρου που εκείνη είχε τη δυνατότητα να καταλαμβάνει εντός του, κι αυτό όχι από κάποιο εγγενές σφάλμα ή χαρακτηριστικό του εαυτού της, αλλά ακριβώς εξαιτίας της αναμφισβήτητης τάσης προσκόλλησης. Η αγάπη που του είχε την μ ί κ ρ α ι ν ε στα μάτια του.
Ήταν αυτό μια από τις πιο δυσοίωνες, μια από τις αντικειμενικά χειρότερες ανακαλύψεις της ζωής του. Το γεγονός πως στην ουσία παρέμενε αλλεργικός στην αγάπη, ιδίως όταν του παρουσιαζόταν με μια ανόθευτη, μια συμπαγή μορφή, παρόλο που ο εγωισμός του κολακευόταν να την αρχειοθετεί στα πεπραγμένα της γοητείας του κάτω από την ένδειξη «κατάκτηση» (ντροπή). Και όμως, ήταν αλήθεια. Ωστόσο, ακριβώς επειδή είχε υπάρξει οριακά έξυπνος, είχε καταφέρει να διατηρήσει την Έλενα στο πλάι του, μαζί με μια –σχεδόν– αλώβητη εκδοχή της κάποτε πλησίστιας συναισθηματικής της αρματωσιάς. Δεν την είχε πληγώσει (συνειδητά τουλάχιστον) και γενικά, κατά πώς λένε στις σχετικές μικροαστικές αφηγήσεις, την είχε σε αδρές γραμμές «σεβαστεί».
Με το χέρι του χαϊδεύει απαλά τη ράχη της γυναίκας του. Κοιτάζει το πιάτο της, εκεί όπου αναπαύεται μία μοναδική ντοματούλα, που η Έλενα την τεμαχίζει όπως πάντα απαλά, διστακτικά, λες και φοβάται μην την πονέσει πριν την φάει. Ετούτη η κίνηση είναι θα έλεγε κανείς και ολόκληρη η πεμπτουσία της: η ανάγκη της να είναι διακριτική, να μην πληγώνει, να μην κάνει κακό επ’ ουδενί. Γλυκιά μου Έλενα, μονολογεί από μέσα του.
Καθώς ο Φίλιππος συνεχίζει να αναπτύσσει την πολιτική του επιχειρηματολογία, επικουρούμενος από την ολοένα και εντατικότερη κατάποση της μαλαγουζιάς, στην οποία επιχειρηματολογία δεσπόζει η επίμονη πλην ματαιόπονη υπεράσπιση της παλιάς καλής σοσιαλδημοκρατίας, λες και τον άμοιρο πάλαι ποτέ συνάδελφό του στα πανεπιστημιακά έδρανα έχουν ξεχάσει να τον ενημερώσουν ότι η εν λόγω κυρία έχει πεθάνει και κηδευτεί με όλες τις αρμόζουσες τιμές από χρόνια, νιώθει την ανάγκη να σηκωθεί, να δώσει μια και να φύγει από εκεί.
Και το κάνει.
Με ένα νεύμα του χεριού επικαλείται αναγκαστική «στάση υγείας», αφήνει το τραπέζι και τους συνδαιτυμόνες που κρέμονται από τα χείλη του Φίλιππου (αγωνιώντας μάλλον για το πότε θα ολοκληρώσει) και κατευθύνεται προς το εσωτερικό της ταβέρνας. Μπαίνει στο WC και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη. Κοιτάζει το πρόσωπό του.
Τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει από χθες, ή από προχθές, προτού να λάβει τη διάγνωση. Όχι, ούτε τα μάτια του είναι πιο κίτρινα, ούτε οι ευδιάκριτες σακούλες από κάτω τους πιο ευτραφείς ή πιο σκούρες. Τα ίδια πεσμένα μάγουλα, η ίδια θλιβερή κατωφέρεια των σιαγόνων, ειδικά στις άκρες του στόματος, εκεί όπου η βαρύτητα συνεργάζεται λες με μια μόνιμη, ενδημική πλέον κατήφεια. Είναι ο ίδιος, γνωστός εαυτός του, ηττημένος αμετάκλητα από το χέρι του χρόνου, οσονούπω και της αρρώστιας, η οποία ωστόσο προς το παρόν δρα πιο ύπουλα, μ’ ένα πιο αθέατο, πιο ελαφρύ άγγιγμα, σαν τον νυχτερινό διαρρήκτη που αντί να κλέψει κάτι απ’ τα τιμαλφή και έπειτα να αποχωρήσει, τελευταία στιγμή αποφασίζει να εγκατασταθεί και λίγο-λίγο να γκρεμίσει ολόκληρο το οίκημα όπου εισέβαλε παράνομα και κρυφά.
Βγάζει το κινητό του απ’ την τσέπη. Καμία κλήση, κανένα μήνυμα, κανένας δεν τον ζητάει. Το απενεργοποιεί και το ξαναχώνει στο παντελόνι του.
Τον πιάνει ασφυξία.
Δεν μπορεί να μείνει ούτε στιγμή εκεί μέσα. Ούτε και θέλει να γυρίσει στους άλλους.
Η εικόνα της τροφής που τον περιμένει (δεν έχει αγγίξει ακόμα τίποτα μέσα απ’ τα πιάτα), μαζί με τα πρόσωπα των συντρόφων του (ακόμα και της Έλενας, αναγκάζεται να παραδεχτεί), προβάλλει εμπρός του με τη μορφή γκροτέσκων, υπερ-ευρυγώνιων κινηματογραφικών πλάνων, εκείνων που στην τέχνη της φωτογραφίας αποκαλούνται «μάτι ψαριού», με παραμορφωμένες διαστάσεις και εξαμβλωματικές γωνίες θέασης, που καταλήγουν σε ένα τερατικό αποτέλεσμα, σαν από πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Τους αδικεί κατάφωρα, το γνωρίζει, όμως κάτι βαθιά μέσα του τον αναγκάζει να τους δει έτσι, κάτι που οφείλει να το σεβαστεί, όπως σέβεσαι ένα ανησυχητικό σωματικό σύμπτωμα.
Βγαίνει από το WC και, προσπαθώντας να μη γίνει αντιληπτός, γλιστράει έξω από την πίσω έξοδο του μαγαζιού, προχωρώντας με γρήγορα βήματα, απομακρυνόμενος από τον αχό των κουταλοπίρουνων και των ατέρμονων τελετουργικών συζητήσεων που είναι έτσι προγραμματισμένες ώστε να μη λένε τίποτα και να μην οδηγούν πουθενά.
Στρίβει αριστερά, κάτω από το φύλλωμα μιας μουριάς (πάντα αγαπούσε τις μουριές, αυτό το γενναιόδωρο, βαθύσκιωτο, παχύφυλλο δέντρο, που στα μάτια του ήταν συνυφασμένο με τη δεκαετία του πενήντα και με τα πρώτα του παιδικά χρόνια) και αρχίζει να κατηφορίζει τον μακρύ δρόμο που οδηγεί προς τη λεωφόρο Χαμοστέρνας.
Κάνει ζέστη, εντούτοις πού και πού νιώθει το ελαφρύ χάδι μερικών ανέλπιστων ρευμάτων, σαν από μια δροσερή ανάσα που εκπνέεται ειδικά γι’ αυτόν, για να τον ανακουφίσει, σάμπως να είναι κάποιος ομηρικός ήρωας και η θεά προστάτιδά του επιστρατεύει τη βοήθεια του Αιόλου για να συνδράμει το ταξίδι του. (Τι ωραίες εποχές εκείνες, αναλογίζεται, τότε που η μυθολογία μπορούσε να παίξει τον ρόλο μιας παρηγορητικής νοσηλεύτριας, τότε που όλα, ακόμα και ο φυσικός κόσμος, ήταν ευφρόσυνα μαγικά και απροσδιόριστα, όταν μπορούσες να επινοήσεις μια εντελώς προσωπική και συμφέρουσα εκδοχή της επικρατούσας θρησκείας και επιπλέον να πιστέψεις σ’ αυτή, τότε που ακόμα δεν υπήρχαν ούτε διαγνωστικά κέντρα, ούτε υπέρηχοι, ούτε μαγνητικοί τομογράφοι.)
Βγαίνει στη λεωφόρο που εκτείνεται σαν ηλεκτρισμένο ποτάμι στις δύο άκρες του ορίζοντά του, πάνω σε μια κοίτη βρώμικου μπετόν, γεμάτου σκουπίδια και μπογιές γκραφίτι. Βρίσκει τη διάβαση με τα φανάρια και περνάει απέναντι, αφήνοντας τον δήμο της Αθήνας και εισερχόμενος μετωπικά στην αντικρινή χτισμένη ζούγκλα, εκείνη της Καλλιθέας.
Στην αρχή πίστευε ότι τα βήματά του ήταν αυτοσχέδια, προϊόν της τύχης και της αυθόρμητης ανάγκης για περπάτημα, ωστόσο σταδιακά αρχίζει να εμφανίζεται κάτι σαν πλάνο, σαν ένα σχέδιο για την περιπλάνησή του. Μαζί με μια εκδοχή της κατάληξης.
Προσπαθώντας να εντοπίζει τις τρύπες του δρόμου και τα αλλεπάλληλα σπασίματα στα πεζοδρόμια (όπως οφείλει να κάνει σχολαστικά κάθε άνθρωπος στην ηλικία του, αν θέλει να διατηρήσει την πολύτιμη αρτιμέλειά του και το οφειλόμενο προσδόκιμο ζωής – πόση ειρωνεία, ειδικά τώρα), διασχίζει κάθετα το μπετονένιο κάστρο που υψώνεται εμπρός του, σαν μια προέκταση του παράπλευρου λόφου Σικελίας, που μέσα στο αιθέριο, σκοτεινό θάμβος ανακαλεί εκείνο το υποβλητικό νησί του θανάτου του συμβολιστή ζωγράφου Μπόκλιν, εκεί όπου καταλήγει ο βαρκάρης των ψυχών, πριν τις περάσει στην αιώνια νύχτα. Εκείνος ωστόσο δεν αρκείται στον ελλιμενισμό, αλλά εισβάλλει αποφασιστικά στο τετραγωνισμένο, μπακλαβαδωτό πλέγμα των δρόμων που διακλαδίζονται εμπρός του (ένα απ’ τα λίγα καλά της Καλλιθέας είναι η προβλέψιμη, γεωμετρημένη μορφή του αστικού λαβυρίνθου της).
Κάτω απ’ το μισερό φως του δημόσιου φωτισμού, σε μια απόχρωση που του θυμίζει αρρωστημένο, πρασινωπό ξερατό, μια ακόμα σκέψη τον βρίσκει. Του έρχεται στο μυαλό ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς του Τολστόι, ένα από τα πρώτα πραγματικά συγκλονιστικά αναγνώσματα της ζωής του, που μέσα στην οντολογική αφέλειά του ποτέ δεν περίμενε ότι κάποτε θα αποτελούσε ένα είδος προπλάσματος και για τη δική του ζωή.
Για κάποιον παράξενο λόγο, εκείνος που πάντα ήταν καλός στην αλίευση τσιτάτων και την από μνήμης απαγγελία λογοτεχνικών εδαφίων, τώρα δεν καταφέρνει να ανακαλέσει σχεδόν τίποτα απ’ το βιβλίο – ούτε ένα απόσπασμα, ούτε καν την ανάμνηση έστω και μιας σκηνής. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Αυτό που τον επισκέπτεται αμέσως, ωστόσο, είναι η εικόνα μιας γυναίκας από το εξώφυλλο μιας αγγλικής έκδοσης (Penguin ή Oxford Press;) μιας γυναίκας μαυροφορεμένης, του τέλους του (προ)προηγούμενου αιώνα, με ένα υπέροχο, λυγερό παράστημα και με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο, η οποία, στέκοντας στο κέντρο ενός αστικού σαλονιού της εποχής, κρατάει με απόγνωση το στόμα της, ενώ τα μάτια της είναι έτοιμα να ξεχυθούν απ’ τις κόγχες. Είναι μια εικόνα που για τον ίδιο πάντα συνόψιζε καλύτερα κι απ’ την «Κραυγή» του Μουνκ εκείνο που προσπαθεί να προσδιορίσει ο Κίρκεργκορ με την έννοια της αγωνίας. Είναι η εικόνα και της δικής του ψυχής, ετούτη την ώρα, ακόμα και αν ο ίδιος επιλέγει να το αρνείται, ή να παριστάνει ότι στέκεται ανώτερος από τέτοιες εκδηλώσεις αδυναμίας. (Ποιον κοροϊδεύει, εντούτοις.)
Σε μερικά λεπτά έχει φτάσει.
Τώρα το νιώθει ξεκάθαρα, ότι εξαρχής αυτός ήταν ο σκοπός, ο προορισμός του. Εκεί, σε μια σαρακοφαγωμένη πολυκατοικία της οδού Αριστείδου 67, ήταν το πρώτο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει ως ενήλικος στην Αθήνα, τα χρόνια που είχε πρωτοέρθει φοιτητής απ’ τον Βόλο. Είχε μείνει εκεί μέχρι περίπου τα τριανταπέντε του, προτού τελικά μετακομίσουν με την Έλενα στο σπίτι όπου μένανε ακόμα, πίσω απ’ το ΝΙΜΙΤΣ.
Κοιτάζει και επιστρέφει πέντε δεκαετίες πίσω. Σχεδόν όλα φαντάζουν ίδια εδώ, στον δρόμο, στη γειτονιά ολόκληρη, με τη βοήθεια και του ευεργετικού σκοταδιού που υποβάλλει τις πιο παράτολμες συγκρίσεις και συνειρμούς (έτσι είναι αν έτσι νομίζετε). Ακόμα και το χάλκινο πλαίσιο με τα κουδούνια, μοιάζει να έχει παγώσει στον χρόνο, μόλο που δεν μπορεί να θυμηθεί τα ονόματα που περιστοίχιζαν το δικό του (έχει ωστόσο την αμυδρή αίσθηση ότι αναγνωρίζει δυο-τρία). Στη θέση πάνω αριστερά, στον πέμπτο όροφο, όπου βρισκόταν κάποτε το θυροτηλέφωνο εκείνου, τώρα υπάρχει μια μουτζούρα, ένα μαύρο κενό, λες και το διαμέρισμα είναι ξενοίκιαστο ή, ακόμα πιο αλλόκοτα, λες κι έχει εξαφανιστεί απ’ τον χώρο, λες και δεν είναι μονάχα κενό, αλλά μια τρύπα, ένα χάσμα στο κτίριο.
Αποφασίζει να το πατήσει.
Τίποτα. Αναμενόμενο. Δεν γίνονται κάθε μέρα τέτοια πράγματα, ιδίως στις δέκα το βράδυ. Τη στιγμή που κάνει να φύγει, ωστόσο, ένας μικρός, ασθενής βόμβος αντηχεί.
Είναι ο ήχος από τότε, όπως τον θυμόταν! Σπεύδει να πέσει πάνω στη σκεβρωμένη πόρτα και την παραμερίζει με το βάρος του κορμιού του.
Βρίσκεται πάλι στον γνώριμο χώρο της εισόδου, με τον τοίχο στο ίδιο βρώμικο τυρκουάζ χρώμα που θυμόταν, τα ίδια σκαλιά με το κρεατί μωσαϊκό, το ίδιο ασανσέρ στο βάθος. Μπαίνει στον κλωβό (που μετά βίας χωράει πια το ξεχειλωμένο σουλούπι του) και πατάει το πέντε. Μ’ ένα απότομο τράνταγμα, σαν κρίση λόξιγκα, το ασανσέρ ξεκινάει και αρχίζει να ανηφορίζει αγκομαχώντας. Σε δυο λεπτά έχει φτάσει στον όροφο.
Όπως αποβιβάζεται στον πέμπτο, διαπιστώνει μες στο σκοτάδι ότι η πόρτα που αναζητά είναι ήδη ανοιχτή, ενώ από μέσα της διακρίνεται φως και ανθρώπινες μορφές που τον περιμένουν. Είναι φανερό ότι τους έχει αναστατώσει, έτσι απρόσκλητος που τους ξεσήκωσε. Πλησιάζει και βλέπει έναν άντρα και μια γυναίκα να τον κοιτούν διερευνητικά στο κατώφλι, ντυμένους με παραδοσιακές ανατολίτικες φορεσιές, εκείνος με ένα εντυπωσιακό σαρίκι, η γυναίκα με ένα τυλιχτό σάρι, και συνειδητοποιεί ότι πρέπει να είναι Ινδοί Σιχ. Τους πλησιάζει σκυφτός, υψώνοντας ελαφρά τα χέρια σαν σε ικεσία, για να δηλώσει όσο πιο ευδιάκριτα γίνεται το γεγονός ότι έρχεται σαν φίλος, ότι είναι ακίνδυνος, και τους περιγράφει στα αγγλικά με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια την κατάσταση, ότι δηλαδή περνούσε τυχαία από κάτω και αποφάσισε να τους χτυπήσει για να ξαναδεί το πρώτο του σπίτι, το σπίτι της νιότης του.
Εκείνοι, έπειτα από την πρώτη δυσπιστία, δείχνουν να χαλαρώνουν, τα πρόσωπά τους σα να φωτίζονται από μια ελαφριά λάμψη επιείκειας, και σταδιακά αρχίζουν να υποχωρούν απ’ την είσοδο που ως τώρα φρουρούσαν πεισματικά, φράζοντάς την με τα κορμιά τους για να αποκλείσουν ακόμα και το βλέμμα του απ’ το να εισβάλει στον χώρο τους. Σε λίγο του δείχνουν προς τα μέσα, καλώντας τον να περάσει.
«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ», τους κάνει, στ’ αλήθεια ευγνώμων.
Μπαίνει και βλέπει το διαμέρισμα μονάχα επιφανειακά αλλαγμένο, μονάχα στο χρώμα, ωστόσο ο σκελετός, οι τοίχοι και τα ταβάνια είναι ίδια, ο ιδιαίτερος τρόπος που το μπετόν ανοίγεται κάθε φορά σαν σπηλιά για να δεχτεί το ανθρώπινο σώμα. Περνάει απ’ το χολ με τον καθρέφτη που έχει παραμείνει όπως και τότε και που μέσα του η μορφή του φαντάζει ακόμα πιο σοκαριστικά γερασμένη, καθώς είναι αλήθεια εκείνο που λένε, ότι κάθε μέρος όπου καθρεφτιζόμαστε κρατάει τη μνήμη του τελευταίου μας ειδώλου, ανασύροντάς την μπροστά μας ως αντίστιξη σε οποιαδήποτε νέα επαφή μας, κι έπειτα προχωράει στο σαλόνι, όπου αντικρίζει τρία παιδιά πάνω-κάτω στα δέκα να κάθονται γύρω από ένα αναμμένο τάμπλετ, μέσα σε κουρελούδες και χαλιά πολύχρωμα, με τα διακριτικά της θρησκείας των Σιχ, και όλα αυτά ενώ αιωρείται παντού μια βαριά μυρωδιά κάρι, από κάτι που έχει μόλις μαγειρευτεί και ετοιμάζεται να σερβιριστεί, και το ζευγάρι τον κοιτάζει ήδη πλέον σαν έναν ευπρόσδεκτο μουσαφίρη, αφού ο άντρας τού δείχνει το ένα και το άλλο χαμογελώντας του άκακα, λες και μιλάει σ’ έναν παλιό φίλο που επέστρεψε έπειτα από μακρόχρονη απουσία, ωστόσο ενώ κι εκείνος του αντιγυρίζει με ευγένεια το χαμόγελο, μέσα του κάτι άλλο τον τσιγκλάει τώρα.
Στρίβει απότομα απ’ το σαλόνι και εισβάλλει στον διάδρομο, στον σκοτεινό διάδρομο που στο τέλος του βρίσκεται η μικρή κρεβατοκάμαρα, η κρεβατοκάμαρα των δυονών τους, και με γρήγορα, ανυπόμονα βήματα κατευθύνεται προς τα εκεί, αφού πετάξει στην άκρη το σακίδιό του, διασχίζει τη μικρή απόσταση που τον χωρίζει απ’ την τζαμένια πόρτα πατώντας στο κρεμεζί κιλίμι που έχει φέρει απ’ το Πήλιο και τώρα γυρίζει την μπετούγια και ανοίγει την πόρτα και την βλέπει να βρίσκεται ξαπλωμένη στο κρεβάτι τους, όπως περίπου την είχε αφήσει τρεις ώρες πριν, όταν είχε φύγει για να πάει να παρακολουθήσει το μεταπτυχιακό του, κι εκείνη τώρα έχει αποκοιμηθεί πάνω από το βιβλίο που διάβαζε, τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο, και η εικόνα της έτσι παραδομένης, αφημένης στο βλέμμα και στο έλεός του σχεδόν του ραγίζει την καρδιά από μια ανεξέλεγκτη τρυφερότητα, για την εμπιστοσύνη και την αφειδώλευτη ανάγκη της να τον έχει κοντά της, για την ίδια τη σωματική της ύπαρξη, ετούτο το θηλυκό ανθρώπινο σώμα το γεμάτο μαλακωσιές και ηδύτητα που του επιτρέπει μια τόσο κοντινή επαφή μαζί του, και αυτή τη στιγμή δεν επιθυμεί τίποτε άλλο παρά να βγάλει τα παπούτσια του και να πέσει όπως είναι στο πλάι της, να την αγγίξει απαλά, να την αγκαλιάσει και να αισθανθεί μέσα από τη θερμότητα που αναδίδει η αθωότητα του ύπνου της ότι κάποια τον αγαπάει αληθινά και ίσως ακόμα και να τον ονειρεύεται ετούτη την ώρα, και να σφιχτεί πάνω της με ασφάλεια, με θαλπωρή και ανεμελιά τόση ώστε να νιώσει προστατευμένος εκεί από το ρεύμα του χρόνου, να νιώσει ξανά δυνατός και αβλαβής στο λιμάνι της αγκαλιάς της, αφού τώρα ο χρόνος είναι και πάλι πολύς, είναι και πάλι μεγάλος, και αύριο θα είναι μια άλλη μέρα και μια ολόκληρη ζωή που τους περιμένει για να τη ζήσουν μαζί.

