Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Μιχάλης Μακρόπουλος - Αναστασία Δεληγιάννη

Η ιστορία του μισάδη

Αρχή του παραμυθιού.

Ήταν ένας βασιλιάς και μια μέρα φώναξε τους τρεις γιους του.

«Παιδιά μου», τους είπε, «το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Σήμερα είσ’ εσύ βασιλιάς κι αύριο είν’ ένας άλλος, κι άμα χάσω τον θρόνο μου μετά δεν θα ’χετε τίποτα. Γι’ αυτό δείτε τι δουλειά θα σας άρεσε, και θα δώσω στον καθέναν σας από μερικά λεφτά, να κάνετε μ’ αυτά μια αρχή. Πείτε μου λοιπόν, τι θέλετε να γίνετε;»

Έτσι είπε κι έπειτα περίμενε, να το σκεφτούν οι τρεις γιοι του και ν’ αποφασίσουν.

«Πατέρα, θέλω να γίνω βιομήχανος», είπε ο πρώτος, και τ’ άκουσε αυτό ο βασιλιάς και χάρηκε.

«Πατέρα, εγώ θέλω να γίνω τραπεζίτης», είπε κατόπιν ο δεύτερος.

Ο βασιλιάς χάρηκε με την επιλογή και του δεύτερου γιου του, και μετά περίμενε τον τρίτο, τον μικρότερο από τους τρεις, να πει κι αυτός. Μα εκείνος δεν μίλαγε, παρά μόνο είχε το κεφάλι σκυφτό, σαν να ’θελε να πει κάτι αλλά να φοβόταν πως θα στεναχωρούσε μ’ αυτό τον πατέρα του.

«Άντε», του ’πε ο βασιλιάς. «Κάτι θα θες να γίνεις κι εσύ, δεν μπορεί. Τι, δεν το ’χεις αποφασίσει ακόμα;»

«Όχι, πατέρα, το ’χω αποφασίσει», είπε τότε κείνος.

«Πες μου λοιπόν».

«Θέλω να γίνω χασάπης».

Ο βασιλιάς νόμισε ότι παράκουσε.

«Τι πράμα;» είπε.

«Χασάπης».

«Γιατί θες να γίνεις χασάπης;» τον ρώτησε ο βασιλιάς, που δεν πίστευε στ’ αφτιά του.

«Γιατί ’ναι πιο τίμιο από το να είμαι βασιλιάς, πατέρα», είπε, «ή βιομήχανος ή τραπεζίτης. Στο χασάπικο τα κρέατα κρέμονται ματωμένα σε κοινή θέα, και μπορούν όλοι να δουν τι σφαγιάστηκε και τι θα φαγωθεί».

«Γιε μου, δεν σε καταλαβαίνω. Θες δηλαδή να φοράς μια ματωμένη ποδιά και να σπας κόκαλα και να κόβεις σάρκες με τον μπαλτά;»

«Ναι, πατέρα, το θέλω, παρά να φοράει άλλος τη ματωμένη ποδιά για λογαριασμό μου».

Ο βασιλιάς πικράθηκε βαθιά με τον τρίτο του γιο, μα δεν μπορούσε ν’ αθετήσει κιόλας την υπόσχεσή του.

«Θα σου δώσω τα λεφτά που σου ’ταξα», είπε. «Πάρ’ τα και κάνε μ’ αυτά ό,τι θες, αλλά δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου».

Το βασιλόπουλο δεν παραπονέθηκε· μονάχα πήρε τα λεφτά κι έφυγε απ’ το παλάτι.

Λίγο καιρό μετά άνοιξε το χασάπικο και κάθε πρωί, αξημέρωτα, πήγαινε στην κρεαταγορά, διάλεγε τα καλύτερα κρέατα και τα κρεμούσε στα τσιγκέλια του. Έπειτα στεκόταν εκεί, ανάμεσα στ’ αρνιά και στα μοσχαρίσια και τα γουρουνίσια μπούτια, πλάι στο κούτσουρο που ’χε πάνω ακουμπισμένο το μαχαίρι και καρφωμένο τον μπαλτά, και περίμενε να ’ρθουν οι πελάτες.

Μια θλίψη τού φαινόταν πως έντυνε τα ματωμένα σφάγια, και συλλογιόταν συχνά τον θάνατό του. Ώρες ώρες, μες στο χασάπικό του, το βασιλόπουλο που έγινε χασάπης έμοιαζε με ερημίτη στη σκήτη του. Όμως έγινε μάστορας στην τέχνη του· το μαχαίρι κι ο μπαλτάς δεν του ξέφευγαν ούτε πόντο στο κόψιμο.

Με τον καιρό έγινε φημισμένος, κι άνθρωποι έρχονταν από μακριά για τα αλφαδιασμένα του φιλέτα και τις μπριζόλες του. Είχε μάθει να κάνει στην μπόλια, στ’ αρνιά που κρέμονταν στο τσιγκέλι, στόλισμα με το μαχαίρι, το θυρεό του πατέρα του, του βασιλιά.

Και μια μέρα μπήκε στο χασάπικο ένας μισός άνθρωπος.

«Καλημέρα, θέλω μισή μπριζόλα», είπε.

Ο μισός άνθρωπος είχε ένα πόδι, ένα χέρι, ένα αφτί, ένα μάτι· είχε μισό κεφάλι και μισό κορμί, κι έμοιαζε μ’ εκείνες τις κούκλες που ’χουν στο σχολείο για να μαθαίνουν οι μαθητές ανατομία. Άμα τον κοιτούσες από τη μια μεριά, ήταν κανονικός άνθρωπος· άμα τον κοιτούσες από την άλλην, ήταν σαν τα μισάδια που κρέμονταν απ’ τα τσιγκέλια, και του βασιλόπουλου που ’γινε χασάπης του φάνηκε πως ήταν ίδια η θλίψη που τύλιγε τον άνθρωπο και τα κρέατα· αλλά μπορεί πάλι να ’ταν η ιδέα του, γιατί αυτός εδώ χαμογελούσε με το μισό του στόμα.

«Δεν κόβω μισές μπριζόλες», είπε.

«Τι να την κάνω την ολόκληρη; Πού να τη χωνέψω, με το μισό στομάχι που ’χω όλο κι όλο;»

«Θα κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία», είπε τότε ο χασάπης. «Εγώ θα σου κόψω τη μισή μπριζόλα κι εσύ θα μου πεις την ιστορία σου».

«Σύμφωνοι», είπε ο άνθρωπος, που πολύ την ήθελε αυτή τη μισή μπριζόλα.

«Στάσου ένα λεπτό», είπε ο χασάπης, έβγαλε έξω το κεφάλι, «Κλείσαμε για σήμερα» φώναξε, και κατέβασε τα ρολά.

Ο μισός άνθρωπος έκανε στην άκρη τον μπαλτά και το μαχαίρι, βολεύτηκε πάνω στο κούτσουρο κι άρχισε την ιστορία του.

Ήταν κάποτε μια γυναίκα κι ήθελε να κάνει παιδιά και δεν μπορούσε. Παρακάλεσε λοιπόν τον Θεό να της δώσει ένα παιδί κι ας ήταν και μισό, κι ο Θεός πήρε την παράκλησή της κατά γράμμα. Έπειτα όμως η γυναίκα ντρεπόταν που ήταν το παιδί της έτσι μισό και δεν τ’ άφηνε να βγει από το σπίτι, να παίξει με τ’ άλλα παιδιά, να πάει σχολείο. Αλλά μια μέρα το παιδί βαρέθηκε να κάθεται μονάχο και κλεισμένο, κι είπε της μάνας του να του δώσει το πουλάρι για να πάει να κόψει ξύλα.

«Πού να πας εσύ, μισός άνθρωπος, να κόψεις ξύλα;» του ’πε η μάνα του, αλλ’ εκείνος επέμενε και τέλος πήρε το πουλάρι, ένα τσεκούρι και μια τριχιά, και κίνησε.

Μισός καθώς ήταν, δεν μπορούσε να καθίσει στο πουλάρι, έτσι στεκόταν ορθός πάνω στο ζώο, σαν ανεμοδούρα στη σκεπή, βαστώντας το τσεκούρι και την τριχιά.

Πήγαινε, κι έτυχε να περάσει κάτω από το μπαλκόνι μιας βασιλοπούλας που κείνη την ώρα ήταν έξω μαζί με τις δύο υπηρέτριές της και σχολίαζαν τον καθέναν που περνούσε. Είδαν λοιπόν τον μισό άνθρωπο, που απ’ όσους είχαν περάσει ήταν ο πιο αλλόκοτος, κι είπε η βασιλοπούλα:

«Δείτε τον, κείνον εκεί, πώς στέκεται με το ’να πόδι πάνω στ’ άλογο!»

«Σάμπως έχει κι άλλο;» είπε η μια υπηρέτρια.

«Και δείτε πώς μας κοιτάζει με το ’να μάτι και πώς έχει τεντώσει το ’να αφτί για ν’ ακούσει τι λέμε!» είπε η βασιλοπούλα.

«Σάμπως έχει κι άλλο μάτι κι άλλο αφτί;» είπε η δεύτερη υπηρέτρια και ξεκαρδίστηκαν και οι τρεις.

Ο μισός άνθρωπος ντράπηκε και του ’πεσε το τσεκούρι. Όμως, πού να κατέβει από τ’ άλογο να το πάρει;

«Δείτε τον», είπε η βασιλοπούλα, «που του ’χει πέσει το τσεκούρι αλλά κάνει τον αδιάφορο και δεν κατεβαίνει να το πιάσει».

«Με το ’να χέρι που ’χει όλο κι όλο, κυρά μου, πώς να πιαστεί έπειτα να ανέβει;» είπε η πρώτη υπηρέτρια, και τ’ άκουσε αυτό ο μισός άνθρωπος και ντράπηκε τόσο, που του ’πεσε και η τριχιά.

Πήγαινε και πήγαινε, κι έφτασε στο δάσος, αλλά πώς να κόψει τα ξύλα, που δεν είχε ούτε τσεκούρι ούτε τριχιά; Παρακεί ήταν μια λίμνη και, σαν πλησίασε, είδε να κολυμπάει ένα μικρό ψάρι, που έναν ολόκληρο άνθρωπο δεν θα τον χόρταινε, αλλά για έναν μισό ήταν ό,τι έπρεπε. Πήρε λοιπόν τη φλοκάτα από τη ράχη του αλόγου, την έριξε με μια σβέλτη κίνηση στο νερό κι έπιασε το ψάρι, που τότε του ’πε:

«Μη με φας και θα σου πω μια φράση να τη λες και να γίνεται ό,τι θες».

Έτσι είπε το ψάρι και σπαρτάρησε πάνω στη φλοκάτα.

Ο μισός άνθρωπος το σκέφτηκε. Τι ’χε να χάσει;

«Σύμφωνοι», είπε του ψαριού. «Πες τη μου και θα σε ρίξω ξανά στο νερό».

«Θα λες», είπε το ψάρι, «πρώτος λόγος του Θεού, δεύτερος του ψαριού, να γενεί –ό,τι θες να γίνει. Άσε με τώρα».

«Κάνε να φορτωθούν στ’ άλογό μου τα ξύλα», του ’πε ο μισός άνθρωπος, «και θα σ’ αφήσω».

«Πρώτος λόγος του Θεού, δεύτερος του ψαριού, να φορτωθούν στ’ άλογο τα ξύλα».

Εκεί που το άλογο βοσκούσε αφόρτωτο, να σου το μ’ ένα φόρτωμα ξύλα στην πλάτη. Τότε ο μισός άνθρωπος τίναξε τη φλοκάτα και το ψάρι ξανάπεσε στο νερό.

Πήρε ύστερα το δρόμο για πίσω.

Περνούσε ξανά κάτω απ’ το μπαλκόνι της βασιλοπούλας και τον είδε αυτή, που ήταν πάλι έξω με τις υπηρέτριες, κι είπε:

«Μωρέ, για δείτε τον μισό, που κατάφερε να φορτώσει τ’ άλογο με ξύλα, χωρίς τσεκούρι και χωρίς τριχιά».

Τ’ άκουσε αυτό ο μισός άνθρωπος κι είπε:

«Πρώτος λόγος του Θεού, δεύτερος του ψαριού, να γκαστρωθεί η βασιλοπούλα».

Όπερ και εγένετο.

Σαν καρβέλι λευκό ψωμί στο φούρνο, φούσκωσε η βασιλοπούλα και γέννησε ένα αγόρι. Ο βασιλιάς είχε γίνει πυρ και μανία και τον έτρωγε η αγωνία, ποιος να ’ταν ο πατέρας, που την είχε τη θυγατέρα του μη στάξει και μη βρέξει και την προόριζε για τον καλύτερο και τον πιο εχούμενο. Μα είτε την έπαιρνε ο βασιλιάς με το καλό, είτε με τη βία, εκείνη πάντα θ’ απαντούσε στην ερώτησή του:

«Δεν ξέρω πώς έμεινα έγκυος –μήτε ποιος είναι ο πατέρας. Να, παίρνω όρκο, να μη σώσω να σε νεκροφιλήσω».

Αφού είδε κι απόειδε ο βασιλιάς, είχε μιαν ιδέα και την έβαλε μεμιάς σ’ εφαρμογή. Κάλεσε στον δρόμο αποκάτω όλους τους άντρες του βασιλείου, έδωσε στον εγγονό του ένα μήλο και του ’πε:

«Τράβα δώσ’ το στον πατέρα σου».

Τ’ αγόρι πήρε το μήλο, δάγκωσε μια μπουκιά και, μασουλώντας, πήγε γραμμή στον μισό άνθρωπο που στεκόταν στριμωγμένος, κι αυτός, ανάμεσα στους άλλους υπηκόους, τους ολόκληρους –γιατί αυτή ήταν η προσταγή του βασιλιά: να μη λείψει κανείς από τη γενική μάζωξη, ούτε γκαβός, ούτε κουλός, ούτε κουτσός, ούτε κουφός, ούτε μισός.

Του ’δωσε το δαγκωμένο μήλο, και το ’δε αυτό ο βασιλιάς και έφριξε.

«Μ’ αυτόν το μισάδη!…» είπε στη βασιλοπούλα.

«Πατέρα», είπε αυτή, «σ’ τ’ ορκίζομαι, τον έχω δει μονάχα από ψηλά, απ’ το μπαλκόνι».

Μα δεν σήκωνε κουβέντα ο βασιλιάς. Πρόσταξε να τους βάλουν και τους τρεις σ’ ένα καζάνι σφραγισμένο αποπάνω, να τους δώσουν μια τσαπέλα σύκα, για το παιδί, και να τους ρίξουν στο πέλαγος.

Παστωμένοι μες στο καζάνι ταξίδευαν μεσοπέλαγα, και η απελπισμένη βασιλοπούλα ρώτησε τον μισάδη:

«Εγώ ούτε που σ’ είχα πλησιάσει, κι από τ’ άμοιρο το παιδί δεν λείπει τίποτα, για να ’ναι δικιά σου φύτρα: μήτε τοσοδά δαχτυλάκι κι ούτ’ ένα νύχι καν. Τα ’χει όλα από δύο κι ολόκληρα. Δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια, δυο αφτιά».

«Αν μου δώσεις ένα σύκο», είπε τότε ο μισάδης, «θα σου πω».

Του ’δωσε το σύκο αλλά με δισταγμό, γιατί το παιδί θα είχε έπειτα ένα λιγότερο να φάει, και του μισού ανθρώπου του φάνηκε πως δεν είχε γευτεί ξανά άλλο σύκο τόσο γλυκό.

«Ξέρω έναν λόγο», της είπε, «που άμα τον πω γίνεται ό,τι θέλω».

«Δεν τον λες λοιπόν, να βγούμε στη στεριά, που πάμε να σκάσουμε εδώ μέσα;»

«Άμα μου δώσεις ένα σύκο», είπε ο μισάδης, «θα τον πω».

Του το ’δωσε, κι ήταν αυτό το δεύτερο σύκο πιο γλυκό κι απ’ το πρώτο.

«Πρώτος λόγος του Θεού, δεύτερος του ψαριού», είπε έχοντας ακόμα στο στόμα του τη γλύκα, «να βγούμε στη στεριά».

Αποκεί που ήταν μες στο καζάνι, βρέθηκαν ξάφνου στη στεριά και οι τρεις. Τότε έπιασε βροχή.

«Δεν φτιάχνεις μια τέντα να μη βρεχόμαστε;» του είπε.

«Δώσ’ μου ένα σύκο», είπε ο μισάδης.

Του το έδωσε, κι αυτός έφτιαξε την τέντα.

«Αφού μπορείς ό,τι ζητάς να το κάνεις, δεν μου φτιάχνεις λοιπόν ένα παλάτι μ’ όλα τα πράγματα μέσα να μιλάνε;» είπε η βασιλοπούλα.

«Δώσ’ μου ένα σύκο και σ’ το φτιάχνω», είπε αυτός –πήρε το σύκο κι έφτιαξε το παλάτι όπου καθετί μέσα μιλούσε: τα πόμολα, οι καρέκλες, τα μαχαιροπίρουνα, τα πιατικά, οι μπουφέδες, τα χαλιά κι ό,τι άλλο.

Μέσα σ’ αυτό το παλάτι βολεύτηκαν οι τρεις και τα ’χαν όλα να τους υπηρετούν.

Μια μέρα ο βασιλιάς είχε βγει με τους υπηρέτες του για κυνήγι και για ψάρεμα, κι είδαν το παλάτι και τα ’χασαν. Είχαν πιάσει κάτι ψάρια, κι ο βασιλιάς σκέφτηκε να στείλει στο παλάτι τους υπηρέτες, να δουν ποιος έμενε εκεί και να του ζητήσουν να τους τα ψήσει. Πράγματι, οι υπηρέτες πήγαν και χτύπησαν την πόρτα, και μια φωνή τους απάντησε «Περάστε», μα όταν μπήκαν, δεν είδαν κανέναν – ώσπου άκουσαν τη φωνή να τους λέει «Καλωσορίσατε» και κατάλαβαν πως τους μίλαγε η πόρτα. Προχώρησαν σαστισμένοι, κι ο ένας αναρωτήθηκε «Πού να ’ναι άραγε η κουζίνα;» και τότε ένα βάζο πάνω σ’ ένα τραπεζάκι απάντησε: «Να πας ως το τέλος του διαδρόμου κι εκεί να στρίψεις δεξιά» κι όταν έστριψαν δεξιά κι ένας αναρωτήθηκε ξανά «Πού να ’ναι η κουζίνα;», του απάντησε ένας καθρέφτης τώρα.

Μπήκαν στην κουζίνα, μα δεν ήταν κανείς μέσα, κι είπαν τότε πώς θα ’ψηναν τα ψάρια.

«Να τα βάλετε μέσα μου και θα τα ψήσω», είπε ο φούρνος.

Πράγματι, έβαλαν τα ψάρια στο φούρνο να τα ψήσει και πήγαν να βρουν τον βασιλιά. Σαν άκουσε αυτός για το παλάτι όπου όλα τα πράγματα μιλούσαν, πήγε και χτύπησε την πόρτα, μα τούτη τη φορά άνοιξε η βασιλοπούλα.

«Κόρη μου», είπε τότε αυτός, μετανιωμένος που την είχε διώξει, τώρα που την ξανάβλεπε, «τι κάνεις εδώ πέρα;»

Εκείνη του εξήγησε για τον μαγικό λόγο που ήξερε ο μισάδης και μ’ αυτόν έκανε ό,τι ήθελε, κι ο βασιλιάς είπε να κάτσουν να φάνε τα ψάρια, γιατί ’χε κάτι να τους πει.

Κάθισαν στο τραπέζι οι τέσσερις: ο βασιλιάς, η βασιλοπούλα, ο μισός άνθρωπος και το παιδί, κι ο καθένας είχε από ένα ψητό ψάρι στο πιάτο του.

Όταν άρχισε όμως ο μισός άνθρωπος να τρώει το δικό του, το ψάρι είχε παράξενη γεύση, πικρή, και δεν μασιόνταν οι μπουκιές και δεν καταπίνονταν. Όταν είχαν αποφάει, είπε ο βασιλιάς:

«Σας αδίκησα, μα τώρα έχω μια πρόταση να σας κάνω. Πες το λόγο που ξέρεις», είπε στον μισάδη, «για να γίνεις ολόκληρος, και θα σε παντρέψω με την κόρη μου».

«Ξαφνιάστηκα, γιατί ’χα συνηθίσει τόσο να ’μαι μισός, που δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό πως θα μπορούσα μ’ ένα λόγο να γίνω ολόκληρος», είπε ο μισάδης στο βασιλόπουλο που έγινε χασάπης. «“Πρώτος λόγος του Θεού, δεύτερος του ψαριού, να γίνω ολόκληρος”, είπα, όμως μισός ήμουνα και μισός έμεινα. Και τότε κατάλαβα ποιο ψάρι είχα φάει. Όταν το ’δε αυτό ο βασιλιάς, είπε στους υπηρέτες του να με πετάξουν έξω απ’ το παλάτι, κι από τότε βολοδέρνω. Ποιος θα με πάρει στη δούλεψή του έτσι που ’μαι;

»Να ’χα ένα τέτοιο χασάπικο…» είπε κοιτώντας με θλίψη τα κρέατα στα τσιγκέλια.

Το βασιλόπουλο τ’ άκουσε αυτό και κοίταξε πρώτα τον άνθρωπο πάνω στο κούτσουρο και μετά τα μισά γουρούνια και τα μισά μοσχάρια. Ό,τι ’χε να μάθει ούτως ή άλλως μες στο χασάπικο για τη ζωή και το θάνατο, το ’χε μάθει –έτσι τ’ αποφάσισε.

Έβγαλε τη ματωμένη του ποδιά και την κρέμασε.

«Αν το θες, πάρ’ το», είπε· «δεν θέλω λεφτά, ούτε καν για τα κρέατα που ’χω αγορασμένα· μόνο θα πάρω τις εισπράξεις, για το ταξίδι μου. Και μη μ’ ευχαριστήσεις, εγώ σ’ ευχαριστώ για ό,τι θα βρω κι ό,τι θα μάθω στο ταξίδι, κι ας μην ξέρω ακόμα τι θα ’ναι».

⸙⸙⸙

Η «Ιστορία του μισάδη» είναι απόσπασμα από ένα πολύ μεγαλύτερο αφήγημα με τίτλο Παραμύθι, όπου ένα βασιλόπουλο που έγινε χασάπης ταξιδεύει με συνοδοιπόρο έναν γυμνό άνθρωπο που «είχε χώμα ανάμεσα στα δόντια, καθώς και κάτω απ’ τα σπασμένα νύχια στα δάχτυλα», και στη μακάβρια και θαυμαστή ιστορία του ταξιδιού τους πλέκονται παραλλαγμένα πολλά παραμύθια με δράκους, μισούς ανθρώπους, αηδόνια, φίδια, το αθάνατο νερό, κοπέλες από ξύλο που ζωντανεύουν και γίνονται βασιλοπούλες, και κάθε λογής άλλα πράγματα και πλάσματα. Και βέβαια ένα παραμύθι δεν είναι ποτέ απλώς παραμύθι. Ό,τι κινεί τα γρανάζια του μαγικού του μηχανισμού είναι πάντα το λεπτό ζύγιασμα της παλάντζας ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή