Στη σκηνή είναι ένα πιάνο, τρία τραπέζια, στο ’να καθισμένη μια νεαρή γυναίκα, στ’ άλλο μια νεότερή της στραμμένη ολότελα προφίλ, με τη δεξιά μεριά του προσώπου της αθέατη, κι ένας μεγαλύτερός της άντρας ανφάς· στο τρίτο τραπέζι ένας μεσήλικας μόνος του. Από πίσω, όλο το σκηνικό είναι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία καταστροφής: γκρεμισμένα κτήρια στο βάθος, καμένη γη διάσπαρτη από χαλάσματα, ένα σκελετωμένο δέντρο· μπορεί από τη Χιροσίμα ή ίσως απ’ το Ναγκασάκι.
Η νεότερη κοπέλα σηκώνεται, πηγαίνει προς το τραπέζι της μεγαλύτερης με τη στάση της καθώς βαδίζει να ’χει κάτι αφύσικο γιατί προσέχει το πρόσωπό της να ’ναι πάντα τελείως ανφάς και ταυτόχρονα να μην πέσει το βλέμμα της έστω και φευγαλέα στην εικόνα καταστροφής· έτσι τα μάτια της κοιτάζουν ολόισια μπρος ό,τι κι αν κάνει κι όπως κι αν κινήσει τα πόδια της ή στρέψει το κορμί της· ακόμα κι όταν τραβάει τη δεύτερη από τις τρεις καρέκλες στο τραπέζι της γυναίκας και κάθεται. Μιλά.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πώς βρέθηκες εδώ, Κωνσταντίνα;
ΚΩΝ/ΝΑ: Ήρθα οδηγώντας ένα παλιό καμιόνι. Ταξίδευα. Βρήκα αυτό το σπίτι που ήταν σαν όλα τ’ άδεια σπίτια κι εκεί έμεινα. Τα παράθυρά του ήταν γερά, η πόρτα έκλεινε, η σκεπή δεν έμπαζε νερά. Αποπάνω ήταν ο ουρανός άδειος σαν το σπίτι, δέντρα γύρω· κι εκεί έμεινα.
ΜΑΡΓ.: Και το πιάνο;…
Η γυναίκα σηκώνεται, πηγαίνει στο πιάνο, κάθεται και παίζει το D στην 7η οκτάβα πατώντας το δεξί πεντάλ, έτσι ο ήχος σβήνει αργά και πλανιέται έπειτα σαν σιωπηλός απόηχος.
ΚΩΝ/ΝΑ: Μπήκα σ’ ένα σπίτι. Μέσα υπήρχαν άνθρωποι, πεινασμένοι κι άρρωστοι, και το πιάνο. Από τις κονσέρβες που ’χα τους έδωσα δύο και το φορτώσαμε μαζί στην καρότσα.
Ήταν ξεκούρντιστο, μα ούτε είχε πλέον καμία δουλειά ή νόημα να ’ναι κουρντισμένο. Αφού είχαν μπει στο σπίτι ξανά για να φάνε τις κονσέρβες τους, όρθια εγώ πάνω στην καρότσα και κάτω από τον ουρανό πάτησα δισταχτικά το ρε στην 7η οκτάβα, μ’ εκείνο τον δεξιό δείχτη με το σπασμένο νύχι, που ’χε ξεμάθει να πατάει πλήκτρα· μα ύστερα, δεν ξέρω γιατί, δεν ήθελα να σβήσει ο ήχος και πάτησα το δεξί πεντάλ. Αλλόκοτο και τρομερό και συγκινητικό, το ρε μου ταξίδεψε ως το βάθος του δρόμου και της μέρας, και τώρα μάτια, πίσω από τα σκονισμένα τζάμια, κοιτούσαν έξω απ’ τα παράθυρα του τυφλού σπιτιού.
Τους άρεσε, που άκουσαν κείνη τη νότα να σκάβει στον αέρα ένα λαγούμι σαν σκουληκότρυπα που ’βγαζε στον ανύπαρκτο χωρόχρονο του άλλοτε, τότε που μια νότα δεν ηχούσε ξεκάρφωτη γιατί δεν ήταν ποτέ ασυντρόφευτη όπως τούτη εδώ; Περίμεναν άραγε και μια δεύτερη νότα να τη συντροφέψει; Ή περίμεναν μήπως πότε θα έσβηνε επιτέλους η νότα αποκαθιστώντας ό,τι πρωτύτερα ηχούσε σ’ αυτόν τον άδειο κόσμο φυσικό γιατί ’ταν ολωσδιόλου βουβό· όχι σιωπηλό όπως μετάαπό μια νότα που παίχτηκε και έσβησε, μα μ’ εκείνη την άλαλη σιωπή του μουγγού νέου κόσμου; Μπορεί το ένα και μπορεί τ’ άλλο. Αν ήταν όμως το πρώτο, δεν ήθελα να τους απογοητεύσω, έτσι στάθηκα εκεί όρθια, με τον ουρανό αποπάνω μου, κι από μνήμης έπαιξα την 3η σονάτα του Σοπέν, με το allegro του πρώτου μέρους να ηχεί largo παιγμένο με τα εκ των υστέρων αμάθητα δάχτυλά μου που ’χε προσβάλει τις αρθρώσεις τους η ακαμψία της λήθης –και φάλτσο, γιατί ’μουν φάλτσα εγώ και το πιάνο επίσης. (Παίζει τα πρώτα μέτρα σαν να ψηλαφεί με τα δάχτυλά της τη μουσική).
Όταν κάποια στιγμή έπαψαν τα δάχτυλά μου να παίζουν, όχι γιατί έφτασαν στην τελευταία νότα μα επειδή ένιωσα ένα ανησυχητικό ανάδεμα στον αέρα γύρω μου, σαν να είχα πράγματι σκάψει εκείνη τη σκουληκότρυπα και καθετί γύρω μου να χανόταν χωρίς τίποτε να το αντικαθιστά, το σπίτι με κοίταγε συνοφρυωμένο, με φανερή δυσφορία, έτσι έβαλα μπρος το φορτηγό κι έφυγα.
Σηκώνεται από το πιάνο και κάθεται ξανά στο τραπέζι.
Τότε, ο άντρας που καθόταν με την κοπέλα σηκώνεται κι αυτός, πηγαίνει στο τραπέζι που ’ναι οι δύο γυναίκες και κάθεται στην τρίτη καρέκλα.
ΑΡΗΣ: Άκουσα πως είσαι πιανίστρια.
ΚΩΝ/ΝΑ: Ήμουν την εποχή της μακάριας αθωότητας των ρεσιτάλ, της αγωνίας αν και τούτη τη φορά θα φανώ αντάξια της ιδέας που ’χα για τον εαυτό μου, του θριάμβου των χειροκροτημάτων. Τώρα παίζω πιάνο.
ΑΡΗΣ: Είμαι συνθέτης.
ΚΩΝ/ΝΑ (αφού μένει για λίγο σιωπηλή): Αν ήσουν στ’ αλήθεια συνθέτης δε θα ’λεγες ποτέ “είμαι συνθέτης”· θα ’χες κληρονομήσει απ’ τον όλεθρο τούτη την ταπεινότητα, το μόνο δώρο που μας άφησε: να μη φοράμε πάνω απ’ το πρόσωπο του ανθρώπου το προσωπείο της τέχνης μας. Ο αληθινός ζωγράφος δε θα ’λεγε πλέον, ποτέ “Είμαι ζωγράφος”· ο αληθινός γλύπτης δε θα ’λεγε “Είμαι γλύπτης”· ο αληθινός συγγραφέας δε θα ’λεγε ποτέ “Είμαι συγγραφέας”. Θα ζωγράφιζαν, θα έπλαθαν και θα σκάλιζαν, θα έγραφαν –τι άλλο; Πώς αλλιώς;–, μα δε θα ’λεγαν τίποτα ή θα έλεγαν “Είμαι ένοχος. Δεν είμαι αθώος πια”.
Αυτός θυμώνει, σπρώχνει βίαια πίσω την καρέκλα και γυρνάει στο τραπέζι του.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Είναι δύσκολος άνθρωπος ο Άρης, Κωνσταντίνα… Η μουσική του είναι η ζωή του. Δυσκολευτήκαμε όταν φτάσαμε εδώ. Βρήκαμε ευτυχώς τον Νικήτα, που μας βοήθησε. Τον φωνάζαμε «γεωπόνο». Μας βοήθησε να στήσουμε τον κήπο μας, όμως θα προτιμούσε αν γινόταν να το κάνει χωρίς να μιλά. Μόνο για τα φυτά έχει φυλαγμένα λόγια· μόνο σ’ αυτά αξίζει ν’ ακούν όσα έχει να πει.
Όποτε περάσεις αποκεί, τον βλέπεις σκυφτό και μπορεί, άμα σταθείς λίγο παρακεί κι αν δε σ’ έχει δει, απορροφημένος με μια καταβολάδα ή μια παραφυάδα, κι αν ο άνεμος φυσάει απ’ αυτόν προς εσένα, να φέρνει τη φωνή του που μοιάζει με πιστού που προσεύχεται μόνος.
ΚΩΝ/ΝΑ: Ένας πιστός προσεύχεται πάντα μόνος όσοι κι αν υπάρχουν γύρω του. Ξέρω, τον έχω δει. Βοήθησε κι εμένα με τον κήπο μου.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Μια μέρα στάθηκα πολλή ώρα και τον κρυφάκουγα…
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ήταν εκείνα τα δυο παιδιά, αδέρφια μπορεί. Σημαδεμένα και τα δύο, και στέκονταν και με κοιτούσαν σαν να περίμεναν από μένα κάτι. Τι πράγμα; Τι μπορούσα να κάνω; Πώς μπορούσα να τα βοηθήσω; Θα πονούσαν, μα δεν έκλαιγαν· ή μπορεί ο πόνος τους να ’ταν τόσος που τα ’χε αφήσει βουβά· ή μπορεί να τον υπέμεναν –έτσι πιστεύω, πως τον υπέμεναν– όπως δε θα μπορούσα εγώ ποτέ να υπομείνω τον πόνο. Ήταν εκείνη η γυναίκα…
Παύση.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Πες μου, Κωνσταντίνα, πώς ήταν όταν πρωτοήρθες;
ΚΩΝ/ΝΑ: Προτού βρω κάποιους να με βοηθήσουν να ξεφορτώσω το πιάνο, το ’χα στην καρότσα σκεπασμένο μ’ έναν μουσαμά. Έβγαινα πού και πού, το ξεσκέπαζα κι έπαιζα κάτω απ’ τον ουρανό. Έτσι μ’ άκουσαν κι ήρθαν να με βοηθήσουν, ξαφνιασμένοι με τη μουσική μες στη σιωπή. Πρωτύτερα διάβαζα μες στο σπίτι μεγαλόφωνα για να με συντροφεύει η φωνή μου, μα οι λέξεις δεν μπορούσαν να φέρουν μες στ’ άδειο σπίτι τη ζωή φωλιάζοντας σαν πουλιά στις γωνιές του και στις κόγχες του· τούτη τη δύναμη την είχαν μόνο οι νότες του πιάνου κι ας ήξερα πως δεν μπορούσα να ’μαι ξανά μια πιανίστρια όπως πριν· πως τούτη η αθωότητα είχε χαθεί πια με την καταστροφή.
Δεν ήμουν πια αθώα και κανένας μας δεν μπορούσε πλέον να ’ναι, ούτε ο «γεωπόνος» σου, Μαργαρίτα, κι ας παλεύει για τούτη την αθωότητα μιλώντας στα πράσινα φύλλα και στους βλαστούς και στους καρπούς στον κήπο του, λες και οι τοματιές και οι κολοκυθιές κι οι φασολιές είναι εξομολογητές και θα μπορούσαν ποτέ να του δώσουν άφεση.
Σταματά, απλώνει το χέρι κι αγγίζει την αθέατη πλευρά στο πρόσωπο της κοπέλας, που κάνει να τραβηχτεί μα έπειτα αφήνει τη χούφτα της γυναίκας πάνω στο μάγουλό της.
ΚΩΝ/ΝΑ: Μόνο εσύ δεν είσαι ένοχη, Μαργαρίτα, γιατί έχεις αποτυπωμένη ανεξίτηλη πάνω σου την καταστροφή, την ενσαρκώνεις με την όψη σου την ίδια. Αυτό το τρομερό σημάδι στο πρόσωπό σου μας θυμίζει πως δεν υπήρξαμε ποτέ αθώοι.
Ο Νικήτας έχει ρίξει το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι. Ο Άρης σηκώνεται, πηγαίνει στις δύο γυναίκες, κάθεται.
ΑΡΗΣ: Ο «γεωπόνος» αυτοκτόνησε. Τον βρήκα πεσμένο μες στα φυτά του με το στήθος μες στα αίματα και με τ’ όπλο δίπλα του. Άκουσα από μακριά τη τουφεκιά· γι’ αυτό πήγα αποκεί.
ΚΩΝ/ΝΑ: Πολλοί δεν άντεξαν… Τον λέγατε γεωπόνο αλλά τι να ’ταν άραγε;
ΑΡΗΣ: Ξέρω τι ήταν.
ΚΩΝ/ΝΑ: Τι;
ΑΡΗΣ: Ιερέας. Η πίστη του δεν τον βοήθησε σε τίποτα.
ΚΩΝ/ΝΑ: Το λες χαιρέκακα λες κι ο παγκόσμιος όλεθρος ήταν δικαίωση κι εκδίκηση που πήρες σε βάρος του ίδιου και της πίστης του. Ήταν λοιπόν για σένα η καταστροφή ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών;
Ο συνθέτης τινάζεται οργισμένος ρίχνοντας βίαια πίσω την καρέκλα του. Όλα τα φώτα ξαφνικά σβήνουν και η σκηνή βυθίζεται σ’ απόλυτο σκοτάδι. Ακούγονται πράγματα να σπάζουν και, αμυδρά, ο ήχος από τις ρόδες του πιάνου που το κυλάνε παραπίσω. Στη θέση του, όταν η σκηνή φωτίζεται πάλι, είναι ένας σωρός από σπασμένα και καμένα ξύλα. Η πιανίστρια κι ο συνθέτης στέκονται όρθιοι κι αυτός κρατάει ένα τσεκούρι. Η κοπέλα είναι καθισμένη πάλι στην καρέκλα που καθόταν αρχικά, τελείως ανφάς πάντα, με το σημάδι να ’ναι αθέατο.
ΑΡΗΣ: Είναι η μεγαλύτερη σύνθεσή μου· ό,τι δεν έκανε ο Πεντερέτσκι. Η Θρηνωδία του είχε νότες αντί για μια οδηγία όλη κι όλη στην παρτιτούρα που θα εκτελούσαν οι μουσικοί σε κάθε συναυλία: «Σπάστε τα βιολιά και κάψτε τα».
ΚΩΝ/ΝΑ: Δε λες τίποτα για τον όλεθρο, απλώς τον αναπαράγεις. Είσαι ολόιδιος μ’ εκείνους που ’ριξαν τις βόμβες κι απλώς εσένα σου ’τυχε να φτιάχνεις μουσική. Θα γυρνάω με το καμιόνι για όσο καιρό χρειαστεί και θα βρω κι άλλο πιάνο. Κι άμα το σπάσεις κι αυτό, θα βρω κι άλλο… Κι άλλο… Κι άλλο…
⸙⸙⸙
Με το που τελείωσε η παράσταση άναψε το σήμα πως θα άνοιγαν οι αεροστεγείς πόρτες κι ο εξωτερικός αέρας θα ανακατευόταν με τον φιλτραρισμένο της αίθουσας. Οι λιγοστοί θεατές φορέσαμε τη μάσκα μας με το φίλτρο, που κάλυπτε όλο το κεφάλι, για να βγούμε στην έρημη πόλη. Οι τέσσερις στη σκηνή φόρεσαν μάσκα επίσης. Η «σημαδεμένη» κοπέλα κατέβηκε στην πλατεία και πιάστηκε τρυφερά χέρι χέρι μ’ έναν άντρα που την περίμενε, με τα ερωτευμένα τους κορμιά να δείχνουν αταίριαχτα με τ’ απρόσωπα κεφάλια τους. Η πιανίστρια είχε καθίσει ξανά στο πιάνο, στο βάθος της σκηνής, μπροστά στην ασπρόμαυρη φωτογραφία της καταστροφής, κι έπαιζε πάλι την 3η σονάτα του Σοπέν, με περισσότερη σιγουριά τώρα, απορροφημένη με τη μουσική μέσ’ από τη μάσκα της. Κι όταν ήμουν μακριά πια, οι νότες της ηχούσαν ακόμα μες στη νεκρική σιωπή της νύχτας.