Κολάζ: Michael Augustin

Σωτηρία Καλασαρίδου

Η σύγχρονη κριτική

Είναι προσωπική μου θέση πως για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε την κριτική θα πρέπει να την εξετάσουμε σε συνάρτηση με την ανάγνωση. Η σχέση ανάμεσα στην ανάγνωση και την κριτική αντικατοπτρίζει κάποιες από τις διαστάσεις της πολυπλοκότητας της κριτικής λειτουργίας, η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ερώτημα: είναι η ανάγνωση από μόνη της και μία κριτική; Η απάντηση στο προαναφερθέν ερώτημα φαίνεται εφικτή αν συνεξεταστούν οι ακόλουθοι παράγοντες όπως: α) Η σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή, β) το πλήθος των κριτικών κειμένων που γράφονται σήμερα, γ) το είδος των κριτικών κειμένων που γράφονται στις μέρες μας, και δ) η ανάγνωση ως κοινωνική πρακτική.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν εξαιρέσει ίσως κανείς το διάστημα της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης, η βιβλιοπαραγωγή είναι αρκετά πλούσια στη χώρα μας, τηρουμένων πάντα βεβαίως των αναλογιών και χωρίς πρόθεση να επιδιωχθεί εδώ σύγκριση της ελληνικής αγοράς με αγορές όπως είναι η βρετανική ή η γερμανική. Δείκτης της εκδοτικής ποικιλίας αποτελεί και η εμφάνιση στη λογοτεχνική σκηνή πολλών συγγραφέων, πεζογράφων και ποιητών, σε τέτοιον βαθμό που είναι αδύνατο να τους παρακολουθήσει η κριτική. Την ίδια στιγμή, πέρα από τον συγγραφικό οργασμό, έχει συντελεστεί και συνεχίζει ακόμη να συντελείται η τεχνολογική έκρηξη, η οποία επέφερε σε μεγάλο βαθμό τη μετατόπιση του χώρου όπου συντελείτο παραδοσιακά η κριτική. Εννοώ βεβαίως την εμφάνιση και ανάπτυξη του διαδικτύου και την κυριαρχία του ηλεκτρονικού τύπου σε σχέση με τον έντυπο.

Σε μία προσπάθεια να περιγράψουμε και να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο της σύγχρονης κριτικής, η κυριαρχία του ηλεκτρονικού τύπου αποτελεί τη μία όψη του νομίσματος στον βαθμό που οι έντυπες εφημερίδες καθιέρωσαν και ηλεκτρονική-ψηφιακή μορφή της εφημερίδας τους, μειώνοντας ωστόσο τις σελίδες που αφιέρωναν για την κριτική των βιβλίων, ενώ την ίδια στιγμή αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά είτε ακολούθησαν τη διττή «υπόσταση» των εφημερίδων είτε μετατράπηκαν αποκλειστικά σε ηλεκτρονικά. Ταυτόχρονα όμως αναδύθηκε και η «κριτική» των ιστοτόπων και των ιστολογίων. Έτσι η θέση και η άποψη περί των λογοτεχνικών έργων απέκτησε και μία άλλη λειτουργία που αφορά τον διαμοιρασμό των «αναγνώσεων» αναγνωστών που δεν είναι κριτικοί εξ επαγγέλματος ή επιστήμονες που αρθρογραφούν λιγότερο ή περισσότερο τακτικά. Η ερευνητική μου ενασχόληση σε μεταδιδακτορικό επίπεδο με τη Λογοτεχνία στο Διαδίκτυο μου επιτρέπει να γνωρίζω το πλήθος και τα είδη των ιστοτόπων που ασχολούνται με το λογοτεχνικό φαινόμενο. Έτσι το πλήθος των κειμένων που έχουμε στις μέρες μας αναφορικά με λογοτεχνικά βιβλία είναι πολύ μεγαλύτερο συγκριτικά με τον αριθμό των κειμένων που γράφονταν σε δεκαετίες πριν από την εμφάνιση και την κατίσχυση του διαδικτύου. Είναι όμως κείμενα με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά; Είναι δηλαδή κείμενα τόσο μεγάλα σε έκταση, όπως οι κριτικές που δημοσιεύονταν σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες; Είναι κείμενα που διερευνούν το λογοτεχνικό έργο αναλύοντάς το, ερμηνεύοντάς το και εντάσσοντάς το στα σύγχρονα συμφραζόμενα; Με μία πρώτη, θα έλεγα, ματιά ο λόγος περί λογοτεχνίας στην πλειοψηφία του είναι λόγος περιγραφικός και βέβαια κάποιες φορές εξομολογητικός, όμως σε καμία περίπτωση τούτοι οι δύο παράγοντες δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση ενός κριτικού λόγου που μεταξύ άλλων πρέπει να επιτελεί και μία διττή λειτουργία: να συμβάλλει στη διαμόρφωση αισθητικών κριτηρίων, αλλά κυρίως να συμβάλλει στη συγκρότηση του λογοτεχνικού κανόνα.

Ο έλεγχος της ποιότητας των κριτικών κειμένων που γράφονται σήμερα για τα λογοτεχνικά βιβλία αποτελεί μία επίπονη, κατά τη γνώμη μου, ερευνητική δουλειά. Έτσι, η απάντηση στο ερώτημα «ποιο είναι το είδος των κριτικών κειμένων που γράφονται σήμερα» μπορεί να είναι αρκετά γενική και να διαγράφει απλώς την τάση που επικρατεί. Ένα μεγάλο μέρος, επομένως, των κριτικών που γράφονται σήμερα είναι παρουσιάσεις, πολλές από αυτές μάλιστα δίνουν μία περίληψη του έργου, αν πρόκειται για μυθιστόρημα, λογοτεχνικό είδος που ευδοκιμεί περισσότερο στις μέρες μας συγκριτικά με άλλα λογοτεχνικά είδη. Έτσι οδηγούμαστε σε έναν εσφαλμένο επαναπροσδιορισμό της λειτουργίας της κριτικής.

Θα προσπαθήσω να αναφέρω κάποιες από τις διαστάσεις και λειτουργίες της κριτικής, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα και κάποια από τα δικά μου κριτήρια, όταν επιχειρώ την κριτική προσέγγιση ενός λογοτεχνικού έργου. H κριτική προσέγγιση επομένως ενός λογοτεχνικού έργου είναι η απόπειρά μου να το κατανοήσω, να το ερμηνεύσω, να το συγκρίνω, να το αναγνωρίσω ειδολογικά, αλλά και να το εντάξω στα σημερινά κοινωνικοπολιτισμικά συμφραζόμενα. Ίσως η προσπάθειά μου να προσδιορίσω τον όρο «κριτική» να φανερώνει το ιδεολογικό υπόβαθρο που στοιχειοθετείται και βρίσκει ερείσματα σε δύο μεγάλους πυλώνες: Αφενός στις Πολιτισμικές Σπουδές του Raymond Williams, ο οποίος εισήγαγε στην ανάλυσή του την έννοια της «περιγραφής», την οποία και συνέδεσε με την ερμηνεία των γεγονότων και των βιωμένων καταστάσεων, αφετέρου στη γερμανική παράδοση σε ό,τι αφορά στην ανάγνωση από τη Σχολή της Κωνσταντίας και ειδικότερα στη Θεωρία της Αναγνωστικής Ανταπόκρισης του Wolfgang Iser, o οποίος μας έδειξε πως η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων ταυτίζεται με την κατασκευή ερμηνειών αλλά και στη Θεωρία της Αισθητικής της Πρόσληψης του Hans-Robert Jauss, ο οποίος μας κληροδότησε τη θέση ότι το έργο συνυφαίνεται άρρηκτα με την ιστορική στιγμή όχι μόνο κατά την οποία δημιουργήθηκε αλλά και κατά την οποία προσλαμβάνεται από τον κάθε αναγνώστη.

Θα κλείσω την προσέγγισή μου θίγοντας ένα ζήτημα που αφορά την αρνητική κριτική. Είναι γεγονός ότι ο εντοπισμός και ο σχολιασμός από πλευράς κριτικού ορισμένων αρνητικών σημείων ενός λογοτεχνικού έργου μπορεί να προωθήσει τη λογοτεχνία και να συμβάλει ίσως και στη βελτίωση του εκάστοτε συγγραφέα. Είναι όμως ταυτόχρονα θέση μου ότι ο διαρκής αρνητισμός και η συγγραφή αρνητικών κριτικών δεν προάγουν τη Λογοτεχνία, αλλά κυρίως δεν επαναπροσδιορίζουν με σύγχρονους όρους την ίδια την Κριτική ως αντικείμενο. Είναι γνωστό ότι ως χώρα βρισκόμαστε αρκετά μακριά από τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης αναγνωστικής κουλτούρας, η οποία πρέπει να μαθαίνεται στο σχολείο και να υποστηρίζεται από την Πολιτεία θεσμικά. Ωστόσο, η ανάγνωση ως ερμηνεία στο πλαίσιο της συγγραφής σε προσωπικά ιστολόγια συντελεί στην προώθηση της ανάγνωσης, αφού το κίνητρο του διαμοιρασμού ιδεών, συναισθημάτων και αναγνωστικών πρακτικών συντηρεί το αναγνωστικό κίνητρο. Δεν επαναπροσδιορίζει όμως εποικοδομητικά τον ρόλο της σύγχρονης κριτικής. Τούτο σημαίνει ότι η ανάγνωση και η κριτική είναι δύο λειτουργίες αδιαχώριστες με αμφίδρομη επίδραση, οι οποίες όμως, αν και σε σχέση ώσμωσης, δεν ταυτίζονται.

Βιβλιογραφία

  • Iser, W. (1976). Der Akt des Lesens. Theorie ästhetischer Wirkung. München: Wilhelm Fink Verlag.
  • Jauß, H.R. (1977). Ästhetische Erfahrung und literarische Hermeneutik. München: Wilhelm Fink Verlag.
  • Καλασαρίδου, Σ. (2017). Η Λογοτεχνία στο Διαδίκτυο. Καταγραφή και διδακτική αξιοποίηση. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.
  • Williams, R. (1994). Κουλτούρα και Ιστορία. (εισαγ. – μτφ. Β.Αποστολίδου), Αθήνα: Γνώση.
Κύλιση στην κορυφή