«Σας αρέσει το γράψιμό του;» ρωτάει ο συγγραφέας Γουιλ Σελφ, καθισμένος κατάχαμα δίπλα στον τάφο του Κάφκα, τις τρεις τουρίστριες που τραβούν φωτογραφίες του μνήματος.
«Δεν το ξέρουμε, το γράψιμό του» απαντούν εκείνες. «Δεν έχουμε διαβάσει τα βιβλία του.»
«Τότε γιατί ήρθατε εδώ;»
«Μα γιατί είμαστε στην Πράγα!»
«Ναι, ίσως αυτό ταιριάζει πιο πολύ…» μουρμουρίζει με την αργόσυρτη φωνή του ο Σελφ.[1] «Ίσως έτσι θα το προτιμούσε, αφού δεν ήθελε να διαβαστούν τα βιβλία του…»
Δεν υπάρχει «παραλογισμός» που να μην ταιριάζει σε μια προσέγγιση του Κάφκα, του συγγραφέα που άνοιξε μια πόρτα και μας έδειξε έναν ολόκληρο κόσμο «παραλογισμών». Η πόρτα ήταν πάντα δίπλα μας, σε απόσταση αναπνοής, ο κόσμος ήταν πάντα και δικός μας αλλά δεν ξέραμε να τον αναγνωρίσουμε και να τον ονοματίσουμε, μέχρι που μας τον βάφτισε αυτός: τώρα πια λέμε «καφκικός», και συνεννοούμαστε.
Ούτε άγιος ούτε προφήτης
Το ότι σήμερα, 100 χρόνια από τον θάνατό του, ο Κάφκα όχι απλώς παραμένει αλλά αναδύεται όλο και πιο σύγχρονος, είναι αυταπόδεικτο για όποιον (αντίθετα από εκείνες τις τουρίστριες) διαβάσει τα βιβλία του. Διαβάζοντάς τον αισθανόμαστε ότι γράφει για πράγματα που ζήσαμε, πράγματα που ζούμε, αλλά και πράγματα που δεν έζησε ο ίδιος αλλά προείδε: πόλεμοι, ήττες και νίκες, η αποξένωση του ατόμου μέσα και κάτω από εξουσίες απρόσωπες και αμείλικτες –και φυσικά, το Ολοκαύτωμα. Η εβραϊκότητά του, σιωπηλά παρούσα, είναι ο εσώτερος πυρήνας του (που κρύβεται μέσα στην τσεχική του ταυτότητα που κρύβεται μέσα στη γερμανική του γλώσσα) και κουβαλά την προαιώνια γνώση που κάνει κάθε έργο του ένα Götterdämmerung για την επερχόμενη καταστροφή και το χάος του κόσμου μας. Ήξερε τι και πώς άλλαζε και θα άλλαζε τον κόσμο του και τον κόσμο μας. Αλλά δεν χρειάζεται να του αποδοθεί καμία αγιοσύνη ή προφητική ιδιότητα γι’ αυτό: όπως όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, ήταν τόσο συντονισμένος με την ανθρώπινη συνθήκη που δεν μπορούσε παρά να την αποκαλύπτει, να την αναλύει και να την προβλέπει. Και επειδή παραμένει τόσο σύγχρονος, παίζει περίεργα παιχνίδια με τον χρόνο –παιχνίδια καφκικά. Η γραφή του μοιάζει χωρίς αρχή και τέλος, σαν να πηγάζει από το πουθενά. Καμία αναγνωρίσιμη αφετηρία, καμία αναφορά, κανένας προάγγελος. Μα δεν είχε προπομπούς; Σε ένα μικρό του κείμενο,[2] ο Μπόρχες δίνει μια υπέροχη απάντηση: «Κάθε συγγραφέας δημιουργεί και τους προδρόμους του. Το έργο του αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν, όπως θα αλλάξει και το μέλλον.» Αυτό βέβαια που δεν λέει αλλά εννοεί ο Μπόρχες είναι, κάθε μεγάλος συγγραφέας.
Δημιουργία και καταστροφή
«Όλα μπορούν να ειπωθούν για όλα, μια μεγάλη φωτιά είναι πάντα έτοιμη για τις πιο περίεργες αναλαμπές της φαντασίας. Και μέσα της αυτές αναλώνονται και ανασταίνονται» έγραφε στο ημερολόγιό του.[3] Στη βιογραφία του,[4] ο Ronald Hayman τονίζει την απαραίτητη εξίσωση που πρέπει να έχουμε υπόψη μας για την κατανόηση του έργου αλλά και του βίου του Φραντς Κάφκα: την εξίσωση της καταστροφής με τη δημιουργία. Η δημιουργία έπρεπε να καταστραφεί. Ο Κάφκα κατέστρεφε τα γραπτά του «σαν αγριόχορτα που θα μπορούσαν να πνίξουν, προτού αναδυθεί, το έργο που θα άξιζε». Επίσης, εξίσου απαραίτητη εξίσωση, εκείνη της καταστροφής με την ευτυχία: για τον Κάφκα, κάθε υπόσχεση ευτυχίας έμοιαζε με καταστροφή. Κάθε πιθανότητα ευτυχίας μπορούσε να υπάρχει μόνο ιδωμένη από απόσταση. Στο πρώτο του γράμμα προς την Felice Bauer (με την οποία θα αλληλογραφούσε για χρόνια) της εξήγησε πως αυτό που ήθελε από εκείνην ήταν μόνο να της γράφει, χωρίς καν να περιμένει απάντηση. Έρωτας και ευτυχία από μακριά, σαν μια θέα από ένα ωραίο παράθυρο, χωρίς τις τρομακτικές αφώτιστες γωνίες των αληθινών ανθρώπινων σχέσεων. «Μπορώ να απολαύσω ανθρώπινες σχέσεις· δεν μπορώ να τις ζήσω[5]», εξήγησε.
Φυλακισμένος μέσα στον φόβο κάθε έρωτα που θα εκμηδένιζε αυτήν την αναγκαία απόσταση, κάθε πιθανού γάμου και κάθε συνηθισμένου μικροαστικού σπιτικού όπου «δεν μπορείς να σπάσεις τις αλυσίδες, όταν δεν μπορείς να τις δεις»,[6] εγκλωβισμένος κι ανήμπορος μέσα στην παραλυτική απελπισία μιας γονεϊκής καταδίκης και κυρίως μιας ευνουχιστικής σχέσης αγάπης-μίσους με έναν πατέρα-θεό και δυνάστη, χρειαζόταν και δημιούργησε έναν κόσμο αχανών ψυχρών αποστάσεων που απλώνονται τόσο μέσα στη γραφή του (με το «όξινο μίγμα ακρίβειας κι αοριστίας, δυνατών συναισθημάτων κι αμφιθυμίας» και με το «αφηγηματικό στυλ που θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα»[7]) όσο και μέσα στην προσωπική του ζωή: η εμπόλεμη ναρκοθετημένη απόσταση ανάμεσα στους διάφορους εαυτούς του (γιος-εραστής-υπάλληλος-συγγραφέας) ήταν μια ατέλειωτη δίκη που τελείωνε πάντα με την ίδια, αμετάκλητη ετυμηγορία: ένοχος. Για όλα, ο ένοχος ήταν αυτός. Μοναδική πρέπουσα ποινή η θανατική καταδίκη, μοναδική ανακούφιση η εκτέλεσή της. «Τον καταπληκτικό κόσμο που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου, πώς να τον ελευθερώσω ή πώς να ελευθερωθώ ο ίδιος, χωρίς να διαμελιστώ σε χίλια κομμάτια; Και χίλιες φορές καλύτερα να διαμελιστώ, από το να τον αρνηθώ ή να τον θάψω. Μου είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βρίσκομαι εδώ»[8]. Όμως τον καταπληκτικό αυτόν κόσμο προσπάθησε να τον αρνηθεί, και προσπάθησε να τον θάψει.
Το ερώτημα, που αφορά πολλούς και πολλές, είναι διαχρονικά ζωτικό και διαχρονικά αναπάντητο: αυτοί που δηλώνουν πως επιθυμούν «να καταστραφούν» τα έργα τους (ημερολόγια, γράμματα, σημειώματα), το εννοούν; Επιθυμούσε πραγματικά ο Κάφκα τον Οκτώβριο του 1922, ήδη άρρωστος, να υπακούσει ο Μαξ Μπροντ στην επιθυμία του να καταστρέψει, μετά τον θάνατό του, όλα τα έργα του; Πόσο αληθινή μπορεί να ήταν μια τέτοια επιθυμία για ένα έργο που κατά δήλωσή του ήταν «ο λόγος για τον οποίο βρισκόταν εδώ», εκπεφρασμένη σε εκείνον που ήδη γνώριζε και δήλωνε την αξία αυτού του έργου; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αλλά όσο αναπάντητο μένει αυτό το ερώτημα άλλο τόσο ξεκάθαρη είναι η απάντηση στο άλλο: είμαστε ευγνώμονες στον Μπροντ που δεν τον υπάκουσε; Ναι, είμαστε. Πάρα πολύ.
«Γεννήθηκα με μια πανέμορφη πληγή»
Ο Κάφκα (αντίθετα, δυστυχώς, με την πλειοψηφία των σύγχρονων συγγραφέων) δεν επιθυμούσε να μιλήσει για τον εαυτό του και δεν έγραφε για τον εαυτό του. «Είναι εύκολο να γράφεις συνταγές, αλλά δύσκολο να καταφέρεις να καταλάβεις τους ανθρώπους», λέει ο αφηγητής του στο εκπληκτικό διήγημά του «Ο Αγροτικός Γιατρός» (Νοέμβριος 1916). «Ε και λοιπόν, αυτό τους αρέσει να νομίζουν. Εγώ δεν προσφέρθηκα. Αν με χρησιμοποιούν για ιερούς σκοπούς, το αφήνω και αυτό να γίνεται.» Στο διήγημα αυτό, όπου ένας αγροτικός γιατρός τρέχει μέσα στη νύχτα για να βοηθήσει έναν νέο που πάσχει από κάτι, ο «καφκικός» κόσμος περνάει μπροστά μας σαν τα σύννεφα μπροστά από εκείνο το νυχτερινό φεγγάρι. «Θα με σώσεις;» ψιθυρίζει κλαίγοντας ο άρρωστος «τυφλωμένος από τη ζωή μέσα στην πληγή του», τη γεμάτη με σκουλήκια πληγή στη δεξιά του πλευρά,. «Καημένε νέε, δεν υπάρχει τρόπος να σε βοηθήσω. Πεθαίνεις από αυτό το λουλούδι που άνοιξε στο πλευρό σου» απαντά ο αγροτικός γιατρός στον καταδικασμένο νεαρό –και παράλληλα ο Κάφκα, στον καταδικασμένο εαυτό του. Η πληγή είναι εκεί, ορθάνοιχτη, ροδαλή, σφύζουσα από τη ζωή των σκουληκιών που θρέφονται από αυτήν, και ο ανήμπορος γιατρός (στο σπίτι του οποίου μαζεύονται τα σχολιαρόπαιδα με τον δάσκαλό τους και τραγουδούν «βγάλτε του τα ρούχα, έτσι θα θεραπεύσει, κι αν δεν θεραπεύσει σκοτώστε τον, ένας γιατρός είναι μόνο, ένας γιατρός») επιστρέφει στο σπίτι του όπου τον περιμένει ένας έρωτας που δεν μπορεί να υπερασπιστεί, μια ζωή που δεν μπορεί να διεκδικήσει. Επιστρέφει «γυμνός, αφημένος στον πάγο αυτής της δυστυχισμένης εποχής, με άμαξα γήινη και άλογα απόκοσμα, μόνος, ένας γέρος.»
Πεινασμένος
Υπάρχουν φυσικά τα μεγάλα εμβληματικά «καφκικά» (η Μεταμόρφωση, η Δίκη, ο Πύργος κ.λπ.), και υπάρχουν και τα μικρότερα. Είναι όλα κομμάτια μιας ταπετσαρίας που απλώνεται μέχρις εκεί όπου η δική μας ματιά, υποψιαζόμαστε, δεν φτάνει. Παντού υπάρχει κάτι που «αναλώνεται και ανασταίνεται μέσα στις πιο περίεργες αναλαμπές της φαντασίας», και το μικρό διήγημα «Ο καλλιτέχνης της πείνας» (Φεβρουάριος 1922) είναι ένα από αυτά: πρόκειται για την ιστορία ενός καλλιτέχνη που κάνει νηστεία, που εκτίθεται δηλαδή μέσα από ένα κλουβί στο κοινό που τον παρακολουθεί να μην τρώει. Για εβδομάδες, δεν τρώει τίποτα. Μοναδικό του πρόβλημα δεν είναι η νηστεία και η πείνα, αλλά το ότι του τη διακόπτουν στις 40 μέρες, ενώ εκείνος επιθυμεί να συνεχίσει. Τα χρόνια περνούν, η δημοφιλία του θεάματος αυτού του σκελετωμένου άντρα που δεν τρώει ποτέ τελειώνει, και κανένας πια δεν ενδιαφέρεται να πληρώσει και να σταθεί στην ουρά για να τον δει. Τελειώνει έτσι και η ζωή του, και λίγο πριν πεθάνει ψιθυρίζει μέσα στο κλουβί του τα τελευταία του λόγια: «Νήστευα γιατί δεν μπορούσα να βρω την τροφή που μ’ άρεσε. Αν την είχα βρει, πιστέψτε με, θα καταβρόχθιζα το φαγητό μου όπως και όλοι εσείς.»
Και μου φαίνεται ότι αυτή η εξήγηση είναι ό,τι πρέπει για να διαβάζουμε, με μιαν υπόνοια κατανόησης, τον πεινασμένο άνθρωπο που τα έγραψε. Τον άνθρωπο που δεν βρήκε ποτέ την τροφή που θα μπορούσε να κρατήσει τον ίδιο ζωντανό, αλλά βρήκε τα λόγια για να χαρίσει σ’ εμάς τους υπόλοιπους κάτι απ’ όσα κάνουν τη ζωή μας άξια να τη ζούμε.
[1] Will Self’s Kafka Journey: A Prague Walking Tour, LRB.
[2] Ο Κάφκα και οι Πρόδρομοί του, Jorge-Luis Borges Δοκίμια.
[3] Tagebuch (Ημερολόγιο), 23/9/1912, σελ.183
[4] R. Hayman, “Kafka, A Biography”, εκδ. Abacus, Gr. Britain 1981, σελ. 1
[5] Γράμμα στην Grete Bloch, στο οποίο της περιγράφει πώς έκλαψε σε έναν κινηματογράφο στην Βερόνα, φθινόπωρο 1914.
[6] R. Hayman, όπ. π., σελ. 138
[7] R. Hayman, Όπ. π., σελ. 66.
[8] Tagebuch, 21/6/1913, σελ. 192.