Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκης

Βίκυ Κατσαρού

Ορφέας και Ευρυδίκη

Ο Ορφέας δεν θέλησε ποτέ καμία άλλη εκτός από την Ευρυδίκη. Τη γυναίκα που έχασε, επειδή δεν μπόρεσε να ελέγξει την αδυναμία του. 

Περπατούσαμε κορμιά στριμωγμένα ανάμεσα σε άλλα κορμιά στριμωγμένα, άγγιζα την πίσω τσέπη του τζιν σου μη σε χάσω, μου έδινες το χέρι σου μη με χάσεις, κάτω από έναν ουρανό πολύχρωμα αστραπόβροντα. 

Γυρνούσες το κεφάλι πίσω να με δεις κάθε έξι δευτερόλεπτα ακριβώς, να δεις να χαμογελούν τα χείλη μου όποτε έβλεπα τα παιδικά σου μάτια και τα θλιμμένα σου μαλλιά. 

Πίσω μου έσερνα το σβησμένο σου τσιγάρο μέσα σε μια διάφανη συσκευασία κρουασάν, τα χάδια σου τρία οστά κάτω από το δεξί μου στήθος, δείκτης και παράμεσος στην κορυφή του κεφαλιού μου, οι παλάμες σου κρατούσαν τον λαιμό μου λίγο πριν με πάρει ο ύπνος.  

Γυρνούσες το κεφάλι πίσω να με δεις κάθε έξι δευτερόλεπτα ακριβώς, γλυκό κάστανο οι τσαλακωμένες μπούκλες σου, μες στα σώματα αγχωνόσουν μη χαθώ, σου έλεγα «έρχομαι, ακούω τη μουσική σου, μη σταματάς να προχωράς», ο Ερμής παραφυλά κι οι φύλακες του κάτω κόσμου, κι οι Ερινύες, κι οι σκέψεις συμπληγάδες, κι ο Άδης σου στο Βασίλειό του με τραβά. 

Πίσω μου έσερνα αγκώνες λυγισμένους πάνω σε βιβλία, φιλιά πασπαλισμένα με άχνη και μια αγάπη τρομαγμένη, τραγουδισμένη σε καθίσματα φθαρμένα, βρόμικα αυτοκίνητα, τρεμάμενα φανάρια, βελούδινες κουβέρτες και γρατζουνισμένους δίσκους. 

Γυρνούσες το κεφάλι πίσω να με δεις κάθε έξι δευτερόλεπτα ακριβώς, τα μαύρα μου μαλλιά να τα τινάζει ο αέρας και θαλασσινές σχισμές τα μάτια μου, σου έλεγα «έρχομαι, ακούω τη μουσική σου, μη σταματάς να προχωράς», ο Ερμής παραφυλά κι οι φύλακες του κάτω κόσμου, με φέρνει δίπλα σου ο λώρος της αγάπης, «έρχομαι, μη σταματάς να προχωράς». 

Άρχισες το κεφάλι να γυρνάς κάθε δευτερόλεπτο, φοβόσουν ότι ο λώρος της αγάπης μου δεν θα αντέξει και θα με πάρει μακριά, κι ο τρόμος σου τα μαλλιά μου σκόρπισε όλα στον αέρα, τα μάτια μου στεγνώσαν, πέσαν τα οστά μου ολόλευκα κρινάκια, το δέρμα μου υγρασία στο τσιμέντο, ο Ερμής με τράβηξε στον Άδη κι οι φύλακες του κάτω κόσμου φύτεψαν στην κοιλιά μου αγριάδα και με τάισαν το ρόδι. 

Η Ευρυδίκη έγινε κεραυνός και αστραπή και άηχο ρυάκι, και θήραμα του φθινοπώρου και δάσος απροσπέλαστο και τρόπαιο των χθόνιων θεοτήτων, κι ο Άδης μπροστά στον Ορφέα στάθηκε και απηύθυνε το αίνιγμα: «Η Ευρυδίκη έχει ξεχάσει πλέον, Ορφέα, μην εφησυχάζεις για εκείνη που μία φορά γεννήθηκε και να επιστρέψει πια δεν ξέρει». 

Κύλιση στην κορυφή