Η οργή ανθρώπου είναι η πλέον φονική, η πλέον καταστροφική ιδιότητα της ανθρώπινης συνθήκης που προβάλλεται στα ανώτερα πλάσματα, στους θεούς της κάθε κοινωνίας, συγχρόνως με ανάλογες ψυχικές καταστάσεις, πράξεις και συμπεριφορές. Μιλάμε για την επιθετικότητα, το μίσος, τη βία, ατομική και κοινωνική, για συναισθήματα όπως η ντροπή, η ενοχή, η επιθυμία καταστροφής και εξολόθρευσης του άλλου, είτε φαντασιωσικά είτε πραγματικά.
Στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά η οργή αναφέρεται ως ταυτόσημη της μανίας (μήνις), του θυμού της εκδικητικότητας. Στην ψυχαναλυτική ψυχοπαθολογία θεωρείται ως η βάση για την εκδήλωση ατομικής και κοινωνικής βίας και σύγχρονων μορφών τρομοκρατίας, με διαφορετικές ιδεολογικές ή προσωπικές «μεταμφιέσεις και επενδύσεις».
Δικαιολογημένα και στην παραδοσιακή χριστιανική ηθική, η οργή θεωρείται ως το πλέον «παθογόνο αμάρτημα» ή «θανάσιμο πάθος», ταυτιζόμενη με τον «διάβολο», στο μέτρο που δύναται να απελευθερώσει τεράστια ενέργεια επιθετικότητας και βίας, καταλήγοντας στις πλέον απεχθείς και διαλυτικές για το κοινωνικό σύνολο πράξεις: τον φόνο.
Η οργή που οδηγεί στη βία αποτελεί ακραία συγκινησιακή φόρτιση του θυμικού που ξεπερνά τα όρια και υπονομεύει τις άμυνες του υποκειμένου, καθώς και την ικανότητα ψυχικής επεξεργασίας των αρνητικών συναισθημάτων και εμπειριών. Πίσω από πολλές πράξεις βίας κρύβονται ασυνείδητες αιτίες επιθετικότητας και άγνωστα αντικείμενα μίσους που βρίσκονται θαμμένα βαθιά σε επώδυνα τραύματα εφήβων κι ενηλίκων.
Η οργή που παράγει βία έχει συνδεθεί με διάφορες ψυχικές διεργασίες, με παθολογικές ενδοβολές, πρωτόγονες άμυνες, σοβαρά κενά στον τρόπο που οικοδομείται στον ψυχισμό η έννοια του Άλλου κι η αναπαράσταση της σχέσης μαζί του. Έχει συνδεθεί με πρώιμες τραυματικές εμπειρίες και ναρκισσιστικές διαταραχές που δεν επιτρέπουν το υποκείμενο να πραγματωθεί στον συμβολικό κόσμο των κοινωνικών και των διαπροσωπικών σχέσεων. Δεν επιτρέπουν να επενδύσει συναισθηματικά στην αναζήτηση του Άλλου ως αντι-κείμενο και υπο-κείμενο επιθυμίας, στην ικανότητα συμβολοποίησης και μεταβολισμού των αρνητικών ή επίπονων βιωμάτων.
Στα γραφεία των ψυχαναλυτών και των ψυχοθεραπευτών ακούμε τον θυμό που παράγει οργή και βίαιες φαντασιώσεις, ακούμε για την αδικία που βιώνεται ως ψυχική «πληγή». Συναντάμε και «συνομιλούμε» με τον Άμλετ που διακατέχεται από βασανιστικές φαντασιώσεις για τη «μεγάλη αδικία» και την επιθυμία φόνου του «δολοφόνου» του πατέρα του που «έκλεψε» τον βασιλικό/πατρικό θρόνο. Συνήθως δεν συναντάμε τον Ρασκόλνικοφ (ή τον Σαμ Πέρρυ του Εν Ψυχρώ) που προχώρησε στην πράξη και φόνευσε, έχοντας βιώσει προηγουμένως ποικίλες εσωτερικές δυσκολίες και ποικίλες ψυχικές διαδρομές από την παιδική ηλικία.
Η οργή και ο θυμός αφορούν έναν Άλλον –φανταστικό ή πραγματικό. Εστιάζουν σε μια πλευρά του εαυτού, σε ένα πρόσωπο, αντικείμενο, ομάδα, μειονότητα, κοινωνική συνθήκη, θεσμό, θρησκεία. Εστιάζουν σε αυτόν που εν τέλει θεωρούμε ένοχο της «πληγής», του τραύματος, της ανικανότητάς μας. Η βίαιη οργή στις «φυσιολογικές» περιπτώσεις συνήθως εκδραματίζεται φαντασιωσικά. Το άτομο μπορεί να εξανίσταται, να οργίζεται –σκίζοντας ιμάτια– αλλά δεν εκδηλώνει τη βία στον Άλλον (τον πραγματικό ή φανταστικό) ένοχο και θύτη (βλ.Cartwright, 2002).
Συχνά θυμωμένοι άνθρωποι παλεύουν με την ανικανότητά τους να εκφράσουν τον αντικειμενικό –και διογκωμένο– θυμό ή την οργή, με τρόπο λιγότερο ακραίο. Ως βαθιά κοινωνικά όντα πραγματωνόμαστε μέσα από τις σχέσεις και τις συνεχείς αλληλεπιδράσεις με τους άλλους. Οικοδομούμε ένα σύστημα ερμηνειών, έναν προσωπικό ενδοψυχικό διερμηνέα που μεταφράζει κάθε εξωτερική εμπειρία και σχέση με τον ιδιότυπο προσωπικό τρόπο και με βάση τα βιώματά μας στο πρωτογενές κοινωνικό περιβάλλον.
Σε ναρκισσιστικά ευάλωτα άτομα η οργή υποκρύπτει βαθιά ντροπή. Κορυφώνεται με το βλέμμα του άλλου, μέσα από το οποίο αποκαλύπτονται τα ελαττώματα, οι ελλείψεις, οι χαίνουσες πληγές και τα τραύματα.Η αποκάλυψη της τεράστιας αδυναμίας και της ανεπεξέργαστης πληγής, σε ένα άτομο με ναρκισσιστική ευαλωτότητα, κορυφώνει την οργή και την επιθυμία εξαφάνισης του (κακού) Άλλου ή και εξαφάνισης μέσα στον παντοδύναμο/ιδανικό άλλον.
Στο Έγκλημα και Τιμωρία, στη συνάντηση του Ρασκόλνικοφ με τις κακόψυχες και φιλοχρήματες ηλικιωμένες αδελφές που μετατράπηκαν σε αντικείμενο δολοφονικών φαντασιώσεων καθρεφτίστηκε η προσωπική του δυστυχία κι ανικανότητα, ο εσωτερικός του διχασμός, η βαθιά πληγή και ενοχή για την καθηλωτική αδυναμία ανάληψης της πατρικής ευθύνης, ως προστάτης και αρχηγός της οικογένειας.
Ο φόνος εξιλεώνει τον πόνο για την απώλεια και απουσία του πατέρα, τα οικογενειακά τραύματα από την εκμετάλλευση των άλλων. Φόνος που πραγματώθηκε μετά από συνεχείς ψυχικές αναταράξεις, σχάσεις (clivage), παραληρήματα μεγαλείου και φαντασιωτικής ταύτισης με μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες –Σόλων, Λυκούργος, Ναπολέων κ.λπ.– με τη διχοτόμηση του κόσμου σε εξαιρετικούς και αδύναμους, που αντανακλά την αμυντική φαντασιωσική (εξαιρετική) και πραγματική (αδύναμη) αίσθηση του εαυτού. Οι φαντασιώσεις του αφορούν ιστορικές φιγούρες που άλλαξαν την καθεστηκυία τάξη των Νόμων εφευρίσκοντας νέους, όπως υποστηρίζει, ενώ μέσα του τείνει να πιστεύει ότι με τον φόνο θα επιβάλλει μια νέα τάξη Νόμου, επιθυμία που δικαιολογεί τη φονική βία.
Είναι η εγκιβωτισμένη –συσσωρευμένη– οργή στον Ρασκόλνικοφ και η πληγή για την τραγική ασημαντότητά του που αναδεικνύεται στη συνάντηση με την κοινωνία κι ενεργοποιεί αυτή την επιθυμία φόνου –τον εξοβελισμό της ντροπής, της οργής του ακυρωμένου πόνου. Το εσωτερικό χάος με τις παραληρητικές ιδέες που προηγείται της πράξης αντιπροσωπεύει τη μάχη και την προσπάθεια να ξεπεράσει τις όποιες εσωτερικές αντιστάσεις με τις μεγαλεπήβολες φαντασιώσεις. Η επιλογή του θύματος, μιας ηλικιωμένης ενεχυροδανείστριας που συσσωρεύει χρήματα εκμεταλλευόμενη ανελέητα τους έχοντες ανάγκη, καχύποπτη και μίζερη στη χαμηλή βαθμίδα μιας εκμεταλλευτικής τάξης μιας κοινωνίας με τεράστιες ανισότητες. Ιδανικό αντικείμενο προβολής όλων των εχθρικών συναισθημάτων –κατασταλμένη ασυνείδητη οργή και μίσος– που προέρχονται και από τις πρώιμες εμπειρίες εκμετάλλευσης και ακραίας κακοποίησης που είχε υποστεί ο ίδιος και η οικογένειά του στα παιδικά χρόνια. Ενός μίσους και μιας οργής που δεν επιτρέπεται να εκφραστούν σε μια αυστηρή θεοκρατική και αυταρχική ταξική κοινωνία, ούτε και να αμφισβητηθεί η καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, ο κοινωνικός κανόνας, ο Νόμος που εσωτερικεύεται από τις μεγάλες μάζες των κατώτερων κι αμόρφωτων κοινωνικών στρωμάτων.
Σε σχέση με τη ντροπή και την οργή, χαρακτηριστική είναι και η ιστορία της Αγίας Αγαθής της Σικελίας που αναλύει η συγγραφέας Alice Jorgensen. Πρωτίστως περιγράφεται ένα περιστατικό ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας που ξεκινά με την παράλειψη ενός ραντεβού από τον ψυχοθεραπευτή, γεγονός που προκαλεί πρωτοφανή οργή και επιθετικότητα στην, κατά τ’ άλλα, πολύ συνεργάσιμη πελάτισσα. Η αμέλεια του ραντεβού βιώθηκε από την πελάτισσα ως «απόρριψη/ εγκατάλειψη» από έναν σημαντικό Άλλο, απελευθερώνοντας τεράστια οργή και θυμό. Αποκαλύφθηκε ότι κάτω από την οργή επιβίωναν ανεπεξέργαστα συναισθήματα έντονου πόνου για την παραμέληση/κακοποίηση που είχε υποστεί στην παιδική της ηλικία.
Με αφορμή αυτό το περιστατικό, η Jorgensen αναδεικνύει το θέμα της ντροπής πίσω από την οργή, μέσα από την ιστορία της καλλονής Αγίας Αγαθής της Σικελίας που αφιέρωσε σώμα και ψυχή στον Κύριο και βίωσε μαρτυρικά βασανιστήρια από τον άρχοντα Quantus επειδή δεν υπέκυψε στις επιθυμίες του. Η συγγραφέας υπογραμμίζει τη «σπειροειδή εξέλιξη του φαινομένου της ντροπής και της οργής» που ο πανίσχυρος άρχοντας Quantus βιώνει από την άρνηση της Αγίας Αγαθής. Η ντροπή για την απόρριψη προκαλεί οργή και η οργή δραματική επιδείνωση των βασανιστηρίων. Ο Quantus βιώνει ταπείνωση καθώς αποτυγχάνει να κυριαρχήσει στην επιθυμία του άλλου, κάτι που ενισχύει τη λυσσώδη αντίδρασή του και τη μανία του να εξολοθρεύσει το «αντικείμενο» του πόθου του.
Στον Μαινόμενο Ορλάνδο (Orlando furioso), επίσης εκδηλώνεται οργή και παραφροσύνη από τον υπέρμετρο πόνο, όταν αυτός ανακαλύπτει τον έρωτα της λατρεμένης Αγγελικής του με τον Μέδωρο. Χάνει τα λογικά του σκίζει τα ιμάτιά του, πετά τα όπλα, περιφέρεται ολόγυμνος, σκοτώνοντας τους βοσκούς και τα ζωντανά που συναντά στο διάβα του.
Η Εκάβη είναι, από την άλλη, το πρότυπο παράδειγμα του πώς ο πόνος για την απώλεια του γιου της μετατρέπεται σε οργή και μανία εξολόθρευσης του δολοφόνου. Σε μια εκδοχή του μύθου, όπου παρουσιάζεται ως Μαινάδα, αναδεικνύεται αυτό το ανεξέλεγκτο πάθος όχι ως οργιαστική συνθήκη, αλλά ως βίαιο μένος για την αφόρητη πληγή, που θα μαλακώσει τον πόνο και θα εξαγνίσει την επιθυμία εκδίκησης, ως ανταπόδοση του τραύματος της απώλειας στον πραγματικό ένοχο. Η Μήδεια, αντίθετα, εκδικείται τον Ιάσονα για την τεράστια πληγή και τον ατέλειωτο πόνο που της προκάλεσε, σκοτώνοντας τα παιδιά της, κομμάτια του ίδιου του εαυτού και της ζωής της.
Φιλοσοφικά παραμένει το ερώτημα εάν υπάρχει μια οργισμένη φύση, εάν αυτή συνιστά ένα πανανθρώπινο εγγενές χαρακτηριστικό συνδεδεμένο με την συγκρουσιακή και όχι πάντα γαλήνια πορεία της εσωτερικής μας ζωή. Έχει βρεθεί ότι στην πρώιμη νηπιακή ζωή τα νήπια κατακλύζονται από τεράστια ένταση και οργή όταν αδυνατούν να φτάσουν ένα αντικείμενο ή εμποδίζονται να πετύχουν έναν στόχο (ματαίωση).
Είναι επομένως αναπόφευκτα ένα ιδιότυπο χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων ή μόνο εξαιρετικών περιπτώσεων; Είναι χαρακτηριστικό συγκεκριμένων παθολογιών, τύπων προσωπικότητας ή συναισθηματική αντίδραση όλων μας, με διαφορετική ένταση, ποιότητα, αφορμή και αιτία; Ή αντίθετα παθολογιών που καθιστούν υποκείμενα με συγκεκριμένες ψυχικές και κοινωνικές διαδρομές, ανά πάσα στιγμή, «επικίνδυνα» και επιρρεπή στην εκδραμάτιση των οργισμένων συναισθημάτων που παίρνουν τη μορφή μίσους και φόνου;
Η ναρκισσιστική οργή (H. Kohut), ο τεράστιος θυμός και η εκρηκτική ροπή λειτουργούν ως προστασία για τη διατήρηση ενός «μεγαλειώδους εαυτού». Η εγκιβωτισμένη οργή είναι μια άλλη διάσταση της ψυχικής πραγματικότητάς μας.
Ο Μίκαελ Χάνεκε στην ταινία Λευκή Κορδέλα περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο κι εκπληκτική αυθεντικότητα την εκπαίδευση των παιδιών στη Γερμανία, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από τον πατέρα, τον δάσκαλο και τον παπά της ενορίας, στο πλαίσιο της προτεσταντικής κουλτούρας. Κυριαρχεί η εφαρμογή ακραίων μεθόδων σωφρονισμού με αυστηρότατες τιμωρίες –σωματικού και ψυχολογικού τύπου– για ελάχιστα παραπτώματα κι ανήθικες σκέψεις. Κακοποίηση των παιδιών για ανούσια «αμαρτήματα», πλήρης απο-συναισθηματικοποίηση των σχέσεων, εφαρμογή με ψυχρό τρόπο του κανόνα και απόλυτη υποταγή στον Νόμο, τα βασικά χαρακτηριστικά. Τα γονικά αισθήματα ακυρώνονται μπροστά στη δύναμη και την κυριαρχία του Νόμου, με χαρακτηριστική έκφραση τη στάση του κινηματογραφικού πατέρα στην ταινία που δηλώνει ότι δεν του είναι ευχάριστο να εφαρμόσει τις σκληρές τιμωρίες, ενώ παράλληλα δεν επιτρέπει να τον αγγίζουν τα «πληγωμένα» παιδιά του που εκπαιδεύονται στη σκληρότητα και στην αναστολή κάθε συναισθηματικής έκφρασης.
Σε ένα ντοκιμαντέρ για τη συγκεκριμένη ταινία που αναδεικνύει τις ρίζες της ναζιστικής ιδεολογίας, η Πολωνοελβετίδα ψυχολόγος, ψυχαναλύτρια και φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής Alice Miller, γνωστή για τα βιβλία της σχετικά με την παιδική κακοποίηση, περιγράφει πώς οι καθημερινές δολοφονίες σε ψυχικό επίπεδο των παιδιών και η εκπαίδευσή τους στην τυφλή υπακοή, σε συνδυασμό με τη συσσωρευμένη οργή και την πλήρη απογύμνωση της πατρικής/μητρικής φροντίδας από συναισθήματα οδήγησαν σε μια γενιά εν δυνάμει δολοφόνων, η οποία αναπόφευκτα αποστρεφόταν την αδυναμία που θα οδηγούσε στη συναισθηματική κατάρρευση ή στην ανεξέλεγκτη έκρηξη της οργής.
Όταν τα παιδιά αυτά ενηλικιώθηκαν και εντάχθηκαν στο πανίσχυρο ναζιστικό κίνημα που πρότασσε τον θρίαμβο ενάντια στην αδυναμία και τη ντροπή, η ασυνείδητη εγκιβωτισμένη οργή και το μίσος που ήταν αδύνατον εκφραστούν ή να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας, οργανωνόταν μαζικά και εκδηλωνόταν με στυγνές μαζικές δολοφονίες και πλήρη αποστασιοποίηση από τα θύματα. Μια εθνότητα ολόκληρη ταυτισμένη με παντοδύναμα εθνικά πρότυπα, που δεν επιτρέπουν αισθήματα αδυναμίας και συμπόνιας. Ένα οργανωμένο πλήθος με μεγαλειώδη και πολεμοχαρή χαρακτηριστικά, που τραυματισμένο από τους προηγούμενους πολέμους, τις συνεχείς οικονομικές κρίσεις και πολιτικές συγκρούσεις εξωθείται σε μαζική και οργανωμένη εξολόθρευση των αδύναμων εθνοτήτων, των ευάλωτων ή διαφορετικών ατόμων, των κατασκευασμένων εχθρών, υπό τις εντολές ενός μυθοποιημένου αρχηγού που δέχεται όλες τις προβολές των ασυνείδητων αισθημάτων μεγαλείου, ως απάντηση στα συνεχή τραύματα και τις ταπεινωτικές ήττες. Η ναζιστική ιδεολογία είναι η συγκολλητική ουσία ενός διασπασμένου και οργισμένου (ταπεινωμένου) κατά βάθος λαού.
Η βία που παράγεται μέσα από την οργή είναι η εκρηκτική εξωτερίκευση του πόνου και του θυμού που προξενούν τα οικογενειακά ή ατομικά τραύματα. Ένας τρόπος εξοβελισμού και εξαφάνισης του πόνου. Η στοχοποίηση ενός αποκλειστικού ενόχου διευκολύνει την εκτόνωση των συναισθημάτων ενοχής, ντροπής και αδυναμίας. Συνιστούν αποποίηση κάθε ευθύνης, αντί του πένθους και της αναζήτησης εποικοδομητικών λύσεων που θα σταματούσαν το φαύλο κύκλο της βίας. Η χρόνια συγκαλυμμένη επιθετικότητα, οι αιφνίδιες εκφράσεις εχθρικών συναισθημάτων, βίαιων και ακραίων αντιπαραθέσεων που απαντώνται σε συγγενικές και επαγγελματικές σχέσεις είναι έκφραση υποδόριου φθόνου και συσσωρευμένης οργής.
Οι άμυνές μας αλλάζουν, ο ναρκισσισμός προβάλλεται συχνά ως χειραγώγηση από τον άλλον, η οργή για τη ματαίωση και τον πόνο παραμένει διαχρονική και μας προκαλεί, μας κάνει να αρνούμαστε το συναίσθημα και συχνά την ίδια μας τη ζωή.
Η ανάγκη αυτονομίας συγκρούεται με τη δέσμευση, τα συναισθήματα για τον άλλον με την ανεξαρτησία –ένα από τα ιδεώδη της σύγχρονης ζωής–, η ερωτική και συναισθηματική δίψα υποκαθίσταται από την υπερτροφική ενίσχυση του αισθήματος εαυτού, μιας ψευδούς αυτοπεποίθησης, επιφανειακής αυτονόμησης και ψυχικής ανθεκτικότητας –το νέο εναλλακτικό ιδεώδες της εκλαϊκευμένης ψυχολογίας.
Δολοφονίες, οργή και βία κάθε είδους υπήρχαν και θα υπάρχουν. Είναι η άλλη όψη τα αγάπης, της ματαίωσης, της εξάρτησης από τον άλλον, ζώντας μέσα στον άλλον και μαζί με τον άλλον αγαπάμε και μισούμε τον εαυτό μας. Συχνά η βία μας ωθείται από την ανάγκη να απαλλαγούμε από τον «κακό» άλλο μέσα μας και έξω από μας, που θεωρούμε ενσάρκωση της κακοδαιμονίας και της εσωτερικής τοξικότητας που όλοι τρέφουμε.
«Γιατί υπάρχει τόση κακία κι οργή στον κόσμο;», αναφώνησε μια εκφωνήτρια του κρατικού ραδιοφώνου. Μα γιατί υπάρχει η κατάρα των συναισθημάτων και ο άνθρωπος με όλες τις εκδοχές και τις αυταπάτες του.
Ας κλείσουμε ποιητικά μιλώντας για την ευτυχή τραγικότητα, τις θεμελιακές αντιφάσεις του κοινωνικού μας εαυτού, τη «δημιουργική παραδοξότητα» ως απάντηση στην αναπόφευκτη και μοιραία παρουσία της οργής:
Γεννήθηκα στον θυμό, τον πόνο και τον φόνο
στην άλλη άκρη της σελήνης η αδελφή μου
με ένα μαχαίρι στο λαιμό.

