Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκος

Στέλλα Σερέφογλου

«Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι»

Λέγω σοι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ,
ἕως τρίκις ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με.

(Κατά Λουκᾶν 22:34)

Άρνηση τρίτη

Τα δεκάδες χαμηλά σπίτια με σκεπές από αμίαντο ήταν σκοτεινά. Ανά τόπους μόνο λίγες εστίες φωτός, από τις αναμμένες λάμπες, φώτιζαν τα στενά δρομάκια του χωριού που εκείνη την ώρα βρισκόταν στην κορύφωση της ερημίας του. Όμως αυτές οι νέον λάμπες, άθελά τους, τρύπωναν στην ύποπτη σιωπή των κατοίκων, υπενθυμίζοντάς τους ότι τίποτα δεν παραμένει κρυφό σε τούτο το μέρος. Αυτήν την απόκοσμη ησυχία, πότε-πότε, τη διέκοπτε μια γάτα που βημάτιζε αδιάφορα σε έναν εφήμερο θρίαμβο κυριαρχίας.
Λίγο πιο κει, στο ψηλότερο σημείο μιας άναρχης αυλής στεκόταν ήσυχος, περήφανος, υπομονετικός ο πετεινός. Κι ενώ δεν είχε καλά-καλά ξημερώσει και οι κότες κοιμόνταν μαζί, σε μια προσωρινή εκεχειρία, μια χαμηλή νότα, σαν από τα βάθη μιας υπόγειας λίμνης, δυνάμωνε ολοένα και κατέληγε σε διαπεραστική φωνή-πρόσκληση για το ξεκίνημα της νέας μέρας.
Η Δέσποινα ήταν ξύπνια εδώ και ώρα. Δεν χρειαζόταν κανέναν κόκορα. Κοίταζε το ταβάνι και περίμενε. Περίμενε στο κρεβάτι της να έρθει να τη σηκώσει ο Γιάννης, ο άντρας που είχε παντρευτεί πριν από 40 χρόνια. Νωρίτερα, είχε προσπαθήσει να γείρει το κεφάλι της δίπλα στο παράθυρο, να δει τον καιρό, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Η ασθένεια είχε εκφυλίσει τους περισσότερους σπονδυλικούς μυς αφήνοντάς την μισοανάπηρη, μισοόρθια, μισή.
Ο Γιάννης, απεναντίας, δεν είχε ξυπνήσει. Με το πρώτο άκουσμα του πετεινού όμως, πετάχτηκε ανήσυχος, σε πλήρη ετοιμότητα, να συνεχίσει τον αληθινό εφιάλτη, τη ζωή του. Την έτρεμε τη Δέσποινα. Έτρεμε την οργή της, το πώς φυλασσόταν από το βλέμμα του την ώρα που σκούπιζε, γερμένη στους διαδρόμους του μαγαζιού, τις ταπεινωτικές διαταγές που του έδινε μπροστά στους πελάτες, το πώς σφιγγόταν το σώμα της κάθε φορά που έπρεπε να την ξαπλώσει και να τη σηκώσει από το κρεβάτι. Κι όταν αντηχούσε απαλά η φωνή της: «ναι, γιε μου», τότε ο Γιάννης κρυβόταν πίσω από τα ράφια του mini market. Γιατί αυτή η απροϋπόθετη τρυφερότητα της απεύθυνσης στον γιο τους ήταν η πιο εκκωφαντική ομολογία του μίσους που έτρεφε γι’ αυτόν.

Άρνηση δεύτερη

Τα δεκάδες χαμηλά σπίτια με σκεπές από αμίαντο μύριζαν μπακαλιάρο τηγανητό. Ανά τόπους γαλανόλευκα σημαιάκια κυμάτιζαν ανυποψίαστα, μιας και σε λίγες ώρες θα αποθηκεύονταν σε συρτάρια και ντουλάπια μέχρι την επόμενη εθνική εορτή. Όμως αυτά τα σημαιάκια από πολυεστέρα δεν εκτελούσαν μόνο χρέη στολισμού αλλά υπενθύμιζαν σε όλο το χωριό πως διέθετε όλα τα μέσα να τηρεί ευλαβικά τις γιορτές και τα έθιμα. Τρία μόνο δεν κρύβονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ποτέ. Αυτά που ήταν καρφωμένα γύρω από το περιβόλι με τις κολοκυθιές, ακριβώς δίπλα από τον σκουπιδότοπο με τα σπασμένα ντουλάπια, τα σάπια στρώματα, τα ραγισμένα κουφώματα, τα πεταμένα ποδήλατα, τα άχρηστα καλοριφέρ και κάθε λογής αντικείμενο που δεν χρειάζονταν πλέον οι κάτοικοι του χωριού. Κι ενώ στην ουσία κυμάτιζαν ώστε να υποδείξουν, στο παρθένο βλέμμα του ταξιδιώτη, το περιβόλι, αυτά κατέληγαν να διατυμπανίζουν την τοπική σαβούρα λες και ήταν εθνικό καμάρι. Αυτό το πνεύμα πατριωτικού αισθήματος, πότε-πότε, το διέκοπτε μια γυναικεία φωνή που ζήταγε, κελαρυστά, από κάποια γειτόνισσα λίγες σκελίδες σκόρδο. Τηγανητός μπακαλιάρος χωρίς σκορδαλιά θα ήταν σχεδόν βλασφήμια.
Λίγο πιο κει, στο ψηλότερο σημείο μιας άναρχης αυλής, περιπολούσε προστατευτικός, περήφανος, επιβλητικός ο πετεινός, σε διαρκή ετοιμότητα να λαλήσει το σήμα κινδύνου. Είχε από ώρα ξημερώσει και οι κότες έμοιαζαν να περιφέρονται άσκοπα. Στην πραγματικότητα όμως τσιμπολογούσαν το διάσπαρτο καλαμπόκι που είχε εντοπίσει νωρίτερα ο προστάτης τους και τις είχε καλέσει να το φάνε.
Η Δέσποινα περπατούσε αγκαζέ με τον Γιάννη. Όμορφη, με την κατάλευκη, απαλή επιδερμίδα, τα γκριζογάλανα μάτια της να κυματίζουν, σωστά σημαιάκια, στο πλευρό του. Κι ο Γιάννης λεβέντης, μάτια τσακίρικα, χέρια καλοσχηματισμένα και δυνατά. Είχαν πάει νωρίτερα στην παρέλαση να καμαρώσουν τον εντεκάχρονο γιο τους ενώ τα βλέμματα του χωριού καμάρωναν τους ίδιους, σωστό δίδυμο χάρης και ομορφιάς. Κι όπως περπατούσαν αμέριμνοι, χορτάτοι μέσα στη φυσική υπεροχή τους, λίγο πριν στρίψουν για τον φούρνο, συνάντησαν τη δασκάλα του παιδιού. Τότε ξαφνικά κι εντελώς απροειδοποίητα, ο Γιάννης, μες στον ενθουσιασμό της γιορτινής μέρας, χάιδεψε τρυφερά το μπράτσο της δασκάλας. Μια κίνηση που η Δέσποινα εντόπισε κι άφησε να γκρεμοτσακιστεί μες τον απόηχο της κοφτής, μικρής ανάσας της δασκάλας και της αστραπιαίας αλλαγής στις κόρες των ματιών της. Ο Γιάννης δεν πρόσεξε ούτε τα μάγουλα της δασκάλας που βάφτηκαν κόκκινα ούτε την καρδιά της Δέσποινας που άρχισε να τρέχει, κυνηγώντας κάτι που τρύπωσε, ανεπιστρεπτί, εκείνη την απρόσεχτη στιγμή, μέσα της.
Κάτι άλλαξε από εκείνη την ημέρα στον τόνο της φωνής της όταν του απευθυνόταν, στην αναπνοή της, που είχε αρχίσει να μυρίζει διαφορετικά και στην όψη της που έμοιαζε ξαφνικά πολύ, πολύ γερασμένη.

Άρνηση πρώτη

Τα δεκάδες χαμηλά σπίτια με σκεπές από αμίαντο ήταν λουσμένα στο φως. Ανά τόπους ακούγονταν γέλια και τραγούδια από τα ορθάνοικτα παράθυρα του πατρικού σπιτιού της Δέσποινας, που εκείνες τις ώρες βρισκόταν στην κορύφωση ενός ενδοοικογενειακού θριάμβου. Όμως, αυτά τα παράθυρα, άμαθα καθώς ήταν σε τέτοιου είδους ανοίγματα, άφηναν πότε-πότε ένα διαπεραστικό αεράκι να χτυπά ελαφρά τον σβέρκο της νύφης, υπενθυμίζοντάς της ότι τίποτα δεν παραμένει άθικτο στον έγγαμο βίο. Αυτήν τη γιορτινή ατμόσφαιρα, πότε-πότε, την ανύψωνε μια ευχή, αρχετυπική κι από τα βάθη των αιώνων: «Να ζήσετε!» σε μια άκρως προσωρινή μα εντελώς απαραίτητη εκεχειρία με τον θάνατο.
Λίγο πιο κει, στο ψηλότερο σημείο μιας άναρχης αυλής είχε αποσυρθεί κυρίαρχος, χορτάτος, δυνατός ο πετεινός. Λίγο νωρίτερα, είχε αναδιπλώσει τις φτερούγες του, σε έναν τελετουργικό χορό γύρω από τη νεοφερμένη κότα, πριν καθίσει για τα καλά πάνω της. Κι ενώ δεν είχε ακόμη νυχτώσει, οι κότες περίμεναν όλες μαζί μες στο κοτέτσι, σαστισμένες από τη ζάλη που προκαλεί το καινούργιο, να υποδεχθούν το νεοβάπτιστο μέλος.
Ο Γιάννης περίμενε στην εκκλησία. Το πλατύ του χαμόγελο αγκάλιαζε το χωριό που φυσικά ήταν όλο καλεσμένο. Από το τρέκλισμα στον τρόπο που στεκόταν και τον αδέξιο τρόπο να κρατά την ολόλευκη ανθοδέσμη διέκρινες τις κρυφές αγωνίες της προοπτικής που ανοιγόταν μπροστά του, αλλά και την ταραχή της προσμονής της γυναίκας που τόσο αγαπούσε και που σε λίγο θα γινόταν η γυναίκα του. Κι όταν, με το φως του ήλιου να βάφει την εκκλησία και τα πρόσωπα του πλήθους στις πιο όμορφες ροδοκόκκινες αποχρώσεις, πλησίασε η κουστωδία της νύφης μες στη χαρά της μαντινάδας,

Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβίθι
Χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν τη νύφη
Γαμπρέ πώς τα κατάφερες και μπήκες στο μπαξέ μας
και διάλεξες και έκοψες τον ωραίο μενεξέ μας

δεν ακούστηκε καθόλου το ήπιο σχεδόν σπαραχτικό λάλημα του πετεινού για το κλείσιμο της μέρας.

Κύλιση στην κορυφή