Περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια συνομιλώ με τον Χαρτ Κρέιν. Η συνομιλία μας κρυφή, προμνησιακή, περιέχει παρεξηγήσεις και όνειρα. Μια σχέση γεμάτη λάθη, αινίγματα, αμφισημίες, αποδόσεις, αλλά και νέες αναγνώσεις, στιγμές κατανόησης που μεταμορφώθηκαν σε εμβαθύνσεις, εκστάσεις, φωτισμοί και νέες ιδέες απόδοσης. Ο Χαρτ Κρέιν δεν είναι ποιητής που χαρίζεται. Αντίθετα, είναι από εκείνες τις φωνές που στέκονται δύστροπες κι αγέρωχες απέναντι στον αναγνώστη δοκιμάζοντας την ικανότητά του να κατανοεί χρησμούς, υποτάσσοντας το νόημα των στίχων του. Μια γλώσσα συμπυκνωμένη, εκρηκτική, σπαρακτικά μουσική, που δεν μεταφράζεται. Ακόμα και για τους Αμερικανούς η αμφισημία του και ο μυστικός, οραματικός του τρόπος τον κατατάσσει στους αδιαπέραστους ποιητές, με λόγο ασαφή, σκοτεινό, συμπυκνωμένο και θολό. Οι στίχοι του σε βυθίζουν σ’ έναν μουσικό στροβιλισμό αλλά νομίζω πως, αν τον γνωρίσεις, δεν τον εγκαταλείπεις ποτέ. Γι’ αυτό και συνεχίζω να τον επισκέπτομαι συχνά-πυκνά. Είναι ο εσωτερικός μου προπονητής. Μια άγνωστη πύλη που με κρατά εγκλωβισμένο έστω κι αν τον κατανοώ μερικώς. Ο Κρέιν, αφενός με απασχολεί ως προμνησιακό διακείμενο (μα δεν είναι της παρούσης να το εξηγήσω) κι αφετέρου γνωρίζοντας πως η μετάφραση είναι πάντα ένα ατελές περίγραμμα, ένα κέλυφος από το οποίο κάτι θα λείπει, τον «πειράζω» δίχως ποτέ να τελειώνει. Πιθανώς να μην τελειώσει ποτέ όσο ζω.
Γεννήθηκε το 1899 στο Γκάρετσβιλ του Οχάιο. Μεγάλωσε σε μια Αμερική που μεταμορφωνόταν ραγδαία: βιομηχανική, ορθολογική, πρακτική, με μια λογοτεχνία που μόλις έβρισκε το βηματισμό της προς τον μοντερνισμό. Ο ίδιος διάλεξε συνειδητά την αντίθετη όχθη. Δεν τον ενδιέφερε η περιγραφή της καθημερινότητας ούτε η ειρωνεία της «χαμένης γενιάς». Αφιερώθηκε στον ύμνο, στη συμφωνία της ποίησης, σε μια λυρική γλώσσα που δεν αρκούνταν να καταγράψει τον κόσμο αλλά τον μετουσίωνε. Ήθελε να φτιάξει μια ποίηση που να στέκεται πλάι στον Ουίτμαν και τον Μέλβιλ, αλλά με τη δική του σφραγίδα: σκοτεινή, εκστατική, υπερβατική.
Η ζωή του σύντομη: μόλις τριάντα δύο χρόνια. Το τέλος του, 27 Απριλίου του 1932, υπήρξε μοιραίο και προφητικό μαζί, στο πλοίο Orizaba, που επέστρεφε από το Μεξικό στη Νέα Υόρκη βούτηξε στη θάλασσα και χάθηκε. Η θάλασσα που ύμνησε στο συνθετικό του ποίημα Voyages (Ταξίδια) έγινε, ο τόπος της εξόδου του.
Αν υπάρχει ένα έργο που αποτυπώνει τον έρωτα, την έκσταση αλλά και την άβυσσο του Κρέιν, αυτό είναι τα Ταξίδια. Έξι ποιήματα, εμπνευσμένα από τον δεσμό του με τον Δανό ναυτικό Εμίλ Όπφερ. Ο Εμίλ, τρία χρόνια μεγαλύτερος, γεννημένος το 1896, έφτασε στην Αμερική παιδί με τον πατέρα και τα αδέλφια του. Η γνωριμία τους τυχαία, αλλά καθοριστική. Ο Κρέιν αποκαλούσε τον Εμίλ «χρυσομάλλη». Στα ημερολόγια του Τζέιμς Μπρόουτον διασώζεται το περιστατικό της πρώτης τους συνάντησης: ο Εμίλ τηλεφώνησε σε μια κοινή φίλη, έμαθε τη διεύθυνση του Κρέιν στο Μπρούκλιν (Οδός Willow 77) και πήγε να τον βρει. O Κρέιν έγραφε με το ραδιόφωνο ανοικτό. Πέρασαν τη νύχτα μαζί. Από τότε ο Εμίλ έγινε το κέντρο ενός ερωτικού και ποιητικού ορίζοντα που έμελλε να χαραχτεί στη λογοτεχνία. Ο Εμίλ τον προσκάλεσε να μείνει στο πατρικό του, στο 110 Columbia Heights. Εκεί ο Κρέιν ολοκλήρωσε το The Bridge (Η Γέφυρα), εμπνευσμένο από το «μνημείο ποίησης» της Νέας Υόρκης, τη Γέφυρα του Μπρούκλιν.
Υπάρχει μια επιστολή του Κρέιν προς τον φίλο του, Ουάλντο Φρανκ, στις 21 Απριλίου 1924, που είναι ίσως το πιο καθαρό τεκμήριο της ερωτικής αποκάλυψης που βίωσε. Εκεί γράφει: «είδα τον Λόγο να γίνεται Σάρκα. Δεν εννοώ τίποτα λιγότερο, και τώρα γνωρίζω πως υπάρχει κάτι άφθαρτο». Είναι μια φράση που φανερώνει πως ο Κρέιν δεν έβλεπε στον έρωτα κάτι απλώς σωματικό. Ο έρωτας με τον Εμίλ υπήρξε για εκείνον θεοφάνεια, μια εμπειρία αποκάλυψης που μεταμόρφωσε την ταπείνωση σε χαρά, τη σάρκα σε λόγο, το πρόσκαιρο σε αιώνιο. Στην ίδια επιστολή αφηγείται μια βόλτα τους στη Γέφυρα του Μπρούκλιν. Για τον Κρέιν εκείνη η βόλτα ήταν μια λειτουργία, μια μετάληψη. Ο Εμίλ δεν ήταν απλώς ένας εραστής˙ ήταν το παράθυρο μέσα από το οποίο ο Κρέιν αντίκρισε την απεραντοσύνη του κόσμου, το λιμάνι, τα πλοία, τον ουρανό του Μανχάταν, σαν όλα να συνδέονται με μια αταραξία θαλάσσια.
Τα Ταξίδια είναι η ποιητική αποτύπωση αυτής της εμπειρίας. Η θάλασσα το μεγάλο σκηνικό, άλλοτε παιχνιδιάρικη σαν αλητάκι, άλλοτε τρυφερή, άλλοτε σκληρή, απειλητική, αβυσσαλέα. Είναι ο τόπος όπου η αγάπη γεννιέται, αλλά και το μνήμα της. Είναι το πεδίο της αποκάλυψης και συνάμα της καταστροφής. Ο Κρέιν γνωρίζει πως «ο βυθός της θάλασσας είναι σκληρός», αλλά δεν παραιτείται˙ μέσα στο ίδιο στοιχείο βλέπει τον έρωτα να γίνεται λόγος, τον λόγο να γίνεται σάρκα, και τον άνθρωπο να μεταμορφώνεται σε κοσμολογικό σύμβολο.
Η γλώσσα του Κρέιν στα Ταξίδια είναι μουσική και απροσπέλαστη. Δεν εξηγείται, δεν «παραδίδεται» και δεν αποδίδεται εύκολα. Οι μεταφορές του ξεσπούν η μία πάνω στην άλλη σαν κύματα. Ο αναγνώστης δεν κατανοεί αλλά παρασύρεται. Δεν πρόκειται για ποίηση που θέλει ανάλυση˙ θέλει ακρόαση, βύθιση, εγκατάλειψη. Οι λέξεις του Κρέιν είναι ίδιες με τη θάλασσα που περιγράφει: όμορφες και επικίνδυνες, φωτεινές και σκοτεινές, δελεαστικές και αμείλικτες. Γι’ αυτό και η μετάφραση του είναι πάντα υπόσχεση και προδοσία μαζί. Κάθε στίχος κρύβει περισσότερα απ’ όσα μια άλλη γλώσσα μπορεί να σηκώσει. Κι όμως, ίσως μόνο μέσα από αυτήν την ατελή μεταφορά μπορεί να φτάσει ως εμάς, όχι ακέραιος, αλλά με τον απόηχο της φωνής του, με τον ρυθμό του, με το φως που ακόμη σπάει στις άκρες των λέξεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χάρολντ Μπλουμ τον ξεχώρισε ως τον πιο αγαπημένο του ποιητή. Θυμόταν ότι ο Κρέιν ήταν ο πρώτος ποιητής που διάβασε παιδί, και ότι έμεινε γι’ αυτόν «ακρογωνιαίος λίθος για να εκτιμήσει όλη την αμερικανική ποίηση». Τον έβλεπε ως τον αληθινό κληρονόμο του Ουίτμαν και της Ντίκινσον, τον «υψηλόφωνο οραματιστή» που στάθηκε απέναντι σε μια παράδοση από τον Πόε και τον Στίβενς ως τον Ρεμπώ. Για τον Μπλουμ, τα Ταξίδια είναι η πιο εκστατική ερωτική σύνθεση του αμερικανικού εικοστού αιώνα.
Η τραγική ειρωνεία είναι πως διαβάζοντας σ’ απόσταση σχεδόν ενός αιώνα τα Ταξίδια, κατανοούμε πως με κάποιον τρόπο αυτός ο οραματιστής, προφήτης μετουσίωσε το ποίημα σε πράξη. Η θάλασσα του χάρισε την αποκάλυψη, η θάλασσα τον κατάπιε. Δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο τον κόσμο, κι είναι ολοφάνερο ότι γνώριζε πως μόνο εκεί θα συναντούσε ξανά την αιωνιότητα που είχε γευτεί.
Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά, τα Ταξίδια εξακολουθούν να λάμπουν. Είναι ένας ύμνος στον έρωτα που δεν διστάζει να είναι σωματικός και μυστικός μαζί, ένας ύμνος στην αλήθεια που γεννιέται όταν ο άνθρωπος δέχεται το μυστήριο χωρίς να το εξηγήσει. Για μένα, κάθε νέα ανάγνωση, κάθε νέα απόπειρα μετάφρασης, είναι και μια νέα αποκάλυψη. Ξέρω πως δεν θα τον κατακτήσω ποτέ˙ ξέρω πως θα συνεχίζω να κάνω λάθη, να χάνω αποχρώσεις, να ξαναπιάνω τον στίχο από την αρχή. Αλλά ίσως αυτός να είναι ο μόνος αληθινός τρόπος να προσεγγίσεις τον Κρέιν: σαν να ταξιδεύεις σε μια θάλασσα που δεν έχει λιμάνι.
Ταξίδια
Ι
Πάνω απ’ τον δροσερό αφρισμό του κύματος
λαμπερά ριγωτά αλητάκια χτυπιούνται μ’ άμμο.
Μ’ αδειανά κοχύλια σκάρωσαν μια κατάκτηση,
και με τα δάχτυλα θρυμματίζουν ξερά φύκια,
σκάβοντας και σκορπίζοντας χαρωπά.
Κι απαντώντας στα λεπτά τους επιφωνήματα
ο ήλιος αστράφτει στα κύματα,
τα κύματα διπλώνουν βροντές στην άμμο˙
κι αν μπορούσαν να με ακούσουν, θα τους έλεγα:
Ω λαμπερά παιδιά, παίξτε με τον σκύλο σας,
χαϊδέψτε τα κοχύλια και τα ξυλαράκια σας, ξεθωριασμένα
απ’ τον καιρό κι απ’ τα στοιχεία˙ μα υπάρχει ένα όριο
που δεν πρέπει να ξεπεράσετε, μην εμπιστευθείτε
τα σβέλτα σχοινιά των κορμιών σας σε χάδια
λειχήνες κατάσαρκους ολάνοιχτης αγκαλιάς.
Ο βυθός της θάλασσας είναι σκληρός.
IΙ
—Κι όμως — αυτό το μέγα νεύμα της αιωνιότητας,
των ατέλειωτων πλημμυρών, των απάνεμων πλεύσεων,
τυλιγμένη σε μεταξωτά πέπλα και πομπές, όπου
η υδάτινη, απέραντη μήτρα της λυγίζει προς το φεγγάρι
γελώντας με τις υφέσεις του έρωτά μας·
Πάρε αυτή τη Θάλασσα, που το διάπασόν της κρούει
ασημένια ειλητάρια χιονισμένων λέξεων·
ο σκηπτούχος τρόμος των στιγμών της σχίζει,
ανάλογα με τις διαθέσεις της, καλές ή κακές,
τα πάντα εκτός από την ευλάβεια χεριών των εραστών.
Κι έπειτα, καθώς οι καμπάνες του Σαν Σαλβαδόρ
χαιρετούν τις κρόκινες λάμψεις των άστρων,
στους παλιρροϊκούς λειμώνες των αλεξανδρινών της,—
αντάτζια νησιών, ω άσωτέ μου,
συμπλήρωσε τις σκοτεινές εξομολογήσεις που οι φλέβες της συλλαβίζουν.
Δες πώς οι περιστροφές των ώμων της κουρδίζουν τις ώρες,
και βιάσου, όσο οι αδειανές μα πλούσιες παλάμες της
υπογράφουν στον αφρό και στο κύμα—
βιάσου, όσο είναι αληθινά, —ύπνος, θάνατος, πόθος
κλείνουν μια στιγμή σ’ έναν ανθό που πλέει.
Δέστε μας στον χρόνο, ω Εποχές καθάριες και φοβερές.
Ω γαλέρες τροβαδούρων της Καραϊβικής φλόγας,
μη μας παραδώσετε σε καμιά στεριά,
προτού στη δίνη του μνήματός μας απαντηθεί
το πλατύ, αφρισμένο βλέμμα της φώκιας προς τον παράδεισο.
IΙΙ
Ο άπειρος δεσμός αίματος γεννά—
την τρυφερή σου ύλη που το φως
ανυψώνει απ’ τις θαλάσσιες πεδιάδες, όπου ο ουρανός
παραδίδει ένα στήθος που κάθε κύμα το στεφανώνει˙
ενώ οι κορδέλες του νερού που διασχίζω,
ξεπλένονται και σκορπίζουν δίχως χτύπο
πέρα απ’ το πλευρό σου, την ώρα που εκεί,
η θάλασσα υψώνει, επίσης, χέρια-λειψανοθήκες.
Κι έτσι, περνώντας μέσα από μαύρες διογκωμένες πύλες
που αλλιώς θα εμπόδιζαν κάθε απόσταση,
πέρα από στροβιλιζόμενους κίονες κι εύκαμπτα αετώματα,
φως που παλεύει αδιάκοπα με φως,
κι άστρο φιλώντας άστρο από κύμα σε κύμα
ώς το κορμί σου που λικνίζεται!
Κι όπου ο θάνατος, αν χυθεί,
δεν προϋποθέτει σφαγή, μόνο αυτή την αλλαγή,—
στον απότομο βυθό, ριγμένος από αυγή σε αυγή,
η μεταξωτή επιδέξια διασπορά του τραγουδιού˙
Άσε με, αγάπη, να ταξιδέψω μέσα στα χέρια σου…
IV
Ας υποθέσουμε, το χαμόγελό σου μετρημένο σε ώρες και μέρες,
το γνωρίζω σαν το φάσμα της θάλασσας, σαν υπόσχεση
που τώρα ανοίγει απέραντο χάσμα, φτερούγα τη φτερούγα,
κύκλων που γεφυρώνουν, το ξέρω, (απ’ τις παλάμες ώς τη
λευκή παγωμένη ακαμψία του άλμπατρος)
καμιά μεγαλύτερη αγάπη τώρα δεν προχωρά
παρά η ίδια η θνητότητα που τραγουδά
ρέοντας τον πηλό του σώματος, αθάνατο, σ’ εσένα.
Όλες οι ευωδιές αναπόδραστες, κι η αξίωση,
τρέλα που συναντά τη λογική αυτή την ώρα
και στον τόπο που μας ανήκει ξανά να στεφανωθούν,
μάτια και χείλη προμηνύουν, φανερώνουν
το ιερό του λιμανιού και το μερίδιο του Ιούνη μας.
Μήπως δεν θα φυτρώσουν και δεν θα κλείσουν στα βήματά μας
λαμπρές ανθοστήλες και φτερά γραφής, καθώς σήμερα
πρέπει πρώτος να χαθώ σε μοιραίες παλίρροιες για να μιλήσω;
Στο σημάδι του ενσαρκωμένου λόγου
το λιμάνι γέρνει να παραδοθεί, συγχωνεύοντας
το κοινό μας αίμα, που ανασαίνει καθώς προορίστηκε
κι απλώνοντας το μεσημέρι στο στήθος σου συγκεντρώνει
όλες τις φωτεινές υποψίες που μάζεψαν τα χρόνια μου,
για νησιά που αναμφίβολα πρέπει να οδηγούν
οι γαλάζιες εκτάσεις και τα βάθη των ματιών σου,—
Σ’ αυτή την αναμονή, τη σιωπηλή κραυγή, δέξου
το μυστικό κουπί και τα πέταλα όλης της αγάπης.
V
Ακριβολόγο, περασμένα μεσάνυχτα σε κρυστάλλινη πάχνη,
άθραυστο και μοναχικό, λείο σαν να χυτεύτηκε
σε μια λευκή αμείλικτη λεπίδα—
οι εκβολές του κόλπου στιγματίζουν το σκληρό όριο του ουρανού.
—Σαν να ’ταν υπερβολικά εύθραυστο ή καθάριο για να τ’ αγγίξεις!
Τα σχοινιά του ύπνου μας, τόσο γρήγορα φαγωμένα,
ήδη κρέμονται, ξέφτια από αστέρια που θυμόμαστε.
Ένα παγωμένο χαμόγελο δίχως μονοπάτι… Ποια λόγια
θα πνίξουν αυτό το σιωπηλό φεγγαρόφωτο; Γιατί εμείς
καταληφθήκαμε. Τώρα καμιά κραυγή, κανένα σπαθί
δεν μπορεί να στεριώσει ή να εκτρέψει αυτή την παλιρροϊκή σφήνα,
την αργή τυραννία του φεγγαριού, φεγγάρι αγαπημένο
και αλλοιωμένο… «Δεν υπάρχει
τίποτα σαν κι αυτό στον κόσμο», λες,
γνωρίζοντας πως δεν μπορώ να αγγίξω το χέρι σου και να κοιτάξω
κιόλας σ’ εκείνη την άθεη σχισμή του ουρανού
όπου τίποτα δεν στροβιλίζεται, παρά νεκρή άμμος π’ αστράφτει.
«—Και ποτέ δεν θα το συλλάβεις πλήρως!» Όχι,
σ’ όλη την αρμάδα των φωτεινών μαλλιών σου δεν ονειρεύτηκα
ποτέ μια τέτοια πειρατεία δίχως σημαία.
Μα τώρα
τράβα μέσα το κεφάλι σου, μόνος και δε χωράς πια εδώ.
Τα μάτια σου ήδη στη ράχη του αφρισμένου κύματος˙
η ανάσα σου σφραγισμένη από φαντάσματα που δεν γνωρίζω:
τράβα μέσα το κεφάλι σου και κοιμήσου το μακρύ ταξίδι της επιστροφής.
VI
Εκεί όπου παγωμένες και φωτεινές στοές αναδύονται
από κολυμβητές με μάτια χαμένα στο πρωινό,
κι οι ωκεάνιοι ποταμοί, σείοντας, μετακινούν
πράσινα σύνορα κάτω από ξένους ουρανούς,
σταθερά, σαν όστρακο που εκκρίνει
τον παλμό της ατέλειωτης μονοτονίας του,
ή σαν πολλά νερά που αυλακώνουν του ήλιου
την κόκκινη καρίνα δίπλα στην υγρή πέτρα του ακρωτηρίου˙
Ω ποτάμια που σμίγουν προς τον ουρανό
και λιμάνι στο στήθος του Φοίνικα—
τα μάτια μου σφραγισμένα, μαύρα στην πλώρη,
—ο εγκαταλειμμένος και τυφλός ξενιστής σου,
περιμένω, φλεγόμενος, έν’ άρρητο όνομα
που δεν μπορώ να διεκδικήσω: άφησε τα κύματά σου
να υψωθούν, πιο άγρια κι απ’ τον θάνατο βασιλιάδων,
με κάποιο θρυμματισμένο στεφάνι για τον οραματιστή.
Πέρα από σιρόκους που θερίζουν
καταιγίδες του ηλιοστασίου, σβησμένες πια,
σαν βράχος που αιωρείται ή πανί
ριγμένο καταμεσής του Απρίλη—
ο ξέγνοιαστος, ανθισμένος λόγος της Δημιουργίας
δόθηκε στη νωθρή θεά όταν ανασηκώθηκε
νεύοντας να μιλήσουμε με μάτια
που χαμογελούν μιαν άρρητη γαλήνη—
Ακόμα όμως όρκος φλογερός, Belle Isle,
—πλατύ πλωτό βάθρο μπροστά
στο οποίο ουράνια τόξα πλέκουν μια αδιάκοπη κόμη—
Belle Isle, λευκή ηχώ του κουπιού!
Ο Λόγος που έγινε εικόνα, κρατά
τις σιωπηλές ιτιές δεμένες στο φως του.
Είναι η αδιάψευστη απόκριση,
που η προφορά της δεν γνωρίζει κανέναν αποχαιρετισμό.
Voyages
I
Above the fresh ruffles of the surf
Bright striped urchins flay each other with sand.
They have contrived a conquest for shell shucks,
And their fingers crumble fragments of baked weed
Gaily digging and scattering.
And in answer to their treble interjections
The sun beats lightning on the waves,
The waves fold thunder on the sand;
And could they hear me I would tell them:
O brilliant kids, frisk with your dog,
Fondle your shells and sticks, bleached
By time and the elements; but there is a line
You must not cross nor ever trust beyond it
Spry cordage of your bodies to caresses
Too lichen-faithful from too wide a breast.
The bottom of the sea is cruel.
II
—And yet this great wink of eternity,
Of rimless floods, unfettered leewardings,
Samite sheeted and processioned where
Her undinal vast belly moonward bends,
Laughing the wrapt inflections of our love;
Take this Sea, whose diapason knells
On scrolls of silver snowy sentences,
The sceptred terror of whose sessions rends
As her demeanors motion well or ill,
All but the pieties of lovers’ hands.
And onward, as bells off San Salvador
Salute the crocus lustres of the stars,
In these poinsettia meadows of her tides,—
Adagios of islands, O my Prodigal,
Complete the dark confessions her veins spell.
Mark how her turning shoulders wind the hours,
And hasten while her penniless rich palms
Pass superscription of bent foam and wave,—
Hasten, while they are true,—sleep, death, desire,
Close round one instant in one floating flower.
Bind us in time, O Seasons clear, and awe.
O minstrel galleons of Carib fire,
Bequeath us to no earthly shore until
Is answered in the vortex of our grave
The seal’s wide spindrift gaze toward paradise.
III
Infinite consanguinity it bears—
This tendered theme of you that light
Retrieves from sea plains where the sky
Resigns a breast that every wave enthrones;
While ribboned water lanes I wind
Are laved and scattered with no stroke
Wide from your side, whereto this hour
The sea lifts, also, reliquary hands.
And so, admitted through black swollen gates
That must arrest all distance otherwise,—
Past whirling pillars and lithe pediments,
Light wrestling there incessantly with light,
Star kissing star through wave on wave unto
Your body rocking!
and where death, if shed,
Presumes no carnage, but this single change,—
Upon the steep floor flung from dawn to dawn
The silken skilled transmemberment of song;
Permit me voyage, love, into your hands …
IV
Whose counted smile of hours and days, suppose
I know as spectrum of the sea and pledge
Vastly now parting gulf on gulf of wings
Whose circles bridge, I know, (from palms to the severe
Chilled albatross’s white immutability)
No stream of greater love advancing now
Than, singing, this mortality alone
Through clay aflow immortally to you.
All fragrance irrefragably, and claim
Madly meeting logically in this hour
And region that is ours to wreathe again,
Portending eyes and lips and making told
The chancel port and portion of our June—
Shall they not stem and close in our own steps
Bright staves of flowers and quills today as I
Must first be lost in fatal tides to tell?
In signature of the incarnate word
The harbor shoulders to resign in mingling
Mutual blood, transpiring as foreknown
And widening noon within your breast for gathering
All bright insinuations that my years have caught
For islands where must lead inviolably
Blue latitudes and levels of your eyes,—
In this expectant, still exclaim receive
The secret oar and petals of all love.
V
Meticulous, past midnight in clear rime,
Infrangible and lonely, smooth as though cast
Together in one merciless white blade—
The bay estuaries fleck the hard sky limits.
—As if too brittle or too clear to touch!
The cables of our sleep so swiftly filed,
Already hang, shred ends from remembered stars.
One frozen trackless smile … What words
Can strangle this deaf moonlight? For we
Are overtaken. Now no cry, no sword
Can fasten or deflect this tidal wedge,
Slow tyranny of moonlight, moonlight loved
And changed … “There’s
Nothing like this in the world,” you say,
Knowing I cannot touch your hand and look
Too, into that godless cleft of sky
Where nothing turns but dead sands flashing.
“—And never to quite understand!” No,
In all the argosy of your bright hair I dreamed
Nothing so flagless as this piracy.
But now
Draw in your head, alone and too tall here.
Your eyes already in the slant of drifting foam;
Your breath sealed by the ghosts I do not know:
Draw in your head and sleep the long way home.
VI
Where icy and bright dungeons lift
Of swimmers their lost morning eyes,
And ocean rivers, churning, shift
Green borders under stranger skies,
Steadily as a shell secretes
Its beating leagues of monotone,
Or as many waters trough the sun’s
Red kelson past the cape’s wet stone;
O rivers mingling toward the sky
And harbor of the phoenix’ breast—
My eyes pressed black against the prow,
—Thy derelict and blinded guest
Waiting, afire, what name, unspoke,
I cannot claim: let thy waves rear
More savage than the death of kings,
Some splintered garland for the seer.
Beyond siroccos harvesting
The solstice thunders, crept away,
Like a cliff swinging or a sail
Flung into April’s inmost day—
Creation’s blithe and petalled word
To the lounged goddess when she rose
Conceding dialogue with eyes
That smile unsearchable repose—
Still fervid covenant, Belle Isle,
—Unfolded floating dais before
Which rainbows twine continual hair—
Belle Isle, white echo of the oar!
The imaged Word, it is, that holds
Hushed willows anchored in its glow.
It is the unbetrayable reply
Whose accent no farewell can know.
Πρωτότυπες εκδόσεις
- Hart Crane. White Buildings. New York: Boni & Liveright, 1926.
- Hart Crane. The Bridge. Paris: Black Sun Press, 1930.
- Hart Crane. The Collected Poems of Hart Crane. Edited by Waldo Frank. New York: Liveright, 1933.
- Μεταθανάτιες συγκεντρωτικές / φιλολογικές εκδόσεις
- Hart Crane. The Letters of Hart Crane, 1916–1932. Edited by Brom Weber. New York: Hermitage House, 1952.
- Hart Crane. Voyages: Six Poems. New York: Museum of Modern Art / Gehenna Press, 1957.
- Hart Crane. O My Land, My Friends: The Selected Letters of Hart Crane. Edited by Langdon Hammer and Brom Weber. New York: Four Walls Eight Windows, 1997.
- Paul Mariani. The Broken Tower: The Life of Hart Crane. New York: W. W. Norton & Company, 1999.
- Hart Crane. Complete Poems of Hart Crane: Centennial Edition. Edited by Marc Simon. New York: Liveright, 2001.
- Hart Crane. Complete Poems and Selected Letters and Prose. Edited by Langdon Hammer. New York: Library of America, 2006.