Επιθυμώντας αυτή η νέα αρχή του περιοδικού να βαδίσει χέρι χέρι με τη νεότερη γενιά των συγγραφέων, ζητήσαμε από είκοσι νέους εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής διηγηματογραφίας να μας απαντήσουν σε μια σειρά από ερωτήσεις. Αναγνωρίζοντας πως στις μέρες μας το διήγημα γνωρίζει μια πρωτοφανή άνθιση, κάνουμε μια απόπειρα χαρτογράφησης μιας γενιάς και των κινήτρων που την ώθησαν να ασχοληθεί με τον πεζό λόγο στην πιο συμπυκνωμένη μορφή του. Οι ερωτήσεις που τέθηκαν στους συγγραφείς ήταν κοινότοπες, όπως «Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;» ή «Ποια βιβλία σας επηρέασαν;», ερωτήσεις που κάθε συγγραφέας αγαπά να μισεί, ιδίως αν συνοδεύονται από το εκνευριστικό «Τι γράφετε τώρα». Μαζί με τις ερωτήσεις αυτές τέθηκαν και ορισμένες, θα λέγαμε, πιο τολμηρές, πιο δύσκολες να απαντηθούν με ειλικρίνεια, όπως «Λειτουργεί η κριτική στην Ελλάδα;» ή «Ποιους θεωρείτε σημαντικότερους ή πιο οξυδερκείς κριτικούς;». Η ανταπόκριση στο κάλεσμα του περιοδικού ήταν πολύ θερμή και οι απαντήσεις που λάβαμε μάς εξέπληξαν για την πρωτοτυπία τους, αλλά κυρίως για την ειλικρίνειά τους.
Πραγματικά, δεν ξέρω ποια κοινά χαρακτηριστικά θα αποδοθούν από τους φιλολόγους του μέλλοντος στη δική μου γενιά. Ωστόσο, κάτι που φαίνεται να κυριαρχεί είναι μια βαθύτερη ανάγκη για ειλικρίνεια. Στη γενιά μου επενδύθηκαν -όσο χυδαία και να ακούγεται αυτή η δήλωση- πολλά χρήματα. Μας υποσχέθηκαν, ήδη από την εφηβεία, ένα μέλλον ειδυλλιακό, είχαμε τα καλύτερα εχέγγυα για να πετύχουμε. Θα ήμασταν αχάριστοι αν δεν καταφέρναμε να σταθούμε στο ύψος των προσδοκιών των γονιών μας. Κι όμως, η δική μας, ραγισμένη γενιά, που ξεκίνησε την άνοδο καβάλα σ’ έναν πύραυλο, κάπου -απότομα- έμεινε χωρίς καύσιμα στο μέσο της διαδρομής. Με πρώτη ύλη την απομάγευση δουλεύουμε ακούραστα έκτοτε, αναζητώντας μια διέξοδο.
Ούρσουλα Φωσκόλου